Ο δασκαλάκος ήταν σκέτη λαμογιά

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Γρήγορα. Πάρε στυλό και τετράδιο και κάθισε να αρχίσει το μάθημα. Δέκα λεπτά περιμένει ο “δάσκαλος” πάνω στο σκαμνί. Πριν, παραλίγο να τον χάσουμε. Παραπάτησε η “αναπληρώτρια” και τον έσπρωξε... κατά λάθος. Εάν δεν είχε κρεμαστεί από τον πίνακα σαν τη μαϊμού, τώρα θα τον κλαίγαμε. Και θα είχε κληθεί να τον αντικαταστήσει η ίδια. Η καημένη... Από τη μία ημέρα στην άλλη θα έπρεπε να αναλάβει μία τόσο μεγάλη ευθύνη. Ούτε να το ακούσει δε θέλει κι ας οργιάζουν οι φήμες ότι παραφυλά με το μαχαιροπίρουνο ανά χείρας. Δεν ονειρεύεται πρώτη θέση στην ορχήστρα. Προτιμά να παραμείνει το βιολί, που είναι σήμερα. ΔΕΥΤΕΡΟ.

Αυτή τη φορά, ο δάσκαλος θα μας μάθει τη διαφορά ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη “δημοσιογραφία”. Ξέχνα ό,τι γνώριζες μέχρι τώρα. Αν γράψεις στο διαγώνισμα ότι δημοσιογραφία είναι η συγκέντρωση ειδήσεων και πληροφοριών και η διάδοσή τους για την πληρέστερη ενημέρωση των πολιτών, θα πάρεις κάτω απ' τη βάση. Θα μείνεις μετεξεταστέος για τα επόμενα τέσσερα χρόνια και αν δε γίνουν νέοι διορισμοί, τότε σε βλέπω να παίρνεις απολυτήριο μαζί με την εξόφληση του ελληνικού χρέους.

Ένας καλός δημοσιογράφος δε διαδίδει ποτέ τις πληροφορίες που βρίσκει μόνος του, αλλά μόνο εκείνες που του δίνουν πακεταρισμένες, οι άνθρωποι που τον αγαπούν και τον νοιάζονται. Τι γλυκό!

“Γιατί να ταλαιπωρείσαι, μάτια μου; Θα έχεις από μένα ό,τι χρειάζεσαι. Όποια απορία έχεις, θα στη λύνω εγώ. Αν θέλεις, μπορώ και να στα γράφω, αρκεί να μη μου πάθεις υπερκόπωση. Γιατί αν πέσεις τ' ανάσκελα, τι θα κάνει ο πολίτης; Θα μείνει στο σκοτάδι; Πώς θα ενημερωθεί για τις τηλεοπτικές μου εμφανίσεις, για τη συλλογή γραμματοσήμων μου, για το “υψηλό” IQ μου, για τους λεπτούς τρόπους και την ευγένεια με την οποία απευθύνομαι στον κόσμο; Πώς θα θαυμάσει το επίπεδό μου, τον εσωτερικό μου πλούτο, το ηθικό και ψυχικό μου ανάστημα; Πώς θα νιώσει υπερήφανος για μένα, τον πρώτο δάσκαλο αυτής της πόλης και τις αξίες που πρεσβεύω, όπως ο σεβασμός, η εντιμότητα και η δικαιοσύνη; Αν η αντικειμενική δημοσιογραφία εκλείψει, τότε είμαστε καταδικασμένοι. Γιατί θα πλακώσει το κάθε “τσουτσέκι” και θα αρχίσει να αραδιάζει ψέματα, προσπαθώντας να θίξει την προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά μου. Ευτυχώς όμως, που υπάρχουν και αυτοί, που πάντα θα υπερασπίζονται την τιμή και την υπόληψή μου, όπως για παράδειγμα η “αναπληρώτρια”.

Έχει δίκιο ο δάσκαλος. Η αναπληρώτρια δεν είναι μία απλή συνάδελφος, αλλά “φύλακας-άγγελος”. Όταν βλέπει ότι κάποιος επιχειρεί να σκάψει τον λάκκο του, τρέχει και του παίρνει το φτυάρι απ' το χέρι. Δεν έχει “αδειάσει” ποτέ τον προϊστάμενό της, ακόμα κι αν οι “κακές γλώσσες” υποστηρίζουν το αντίθετο. Ότι για παράδειγμα χαρακτηρίζει σε τρίτους “απαράδεκτη” την χυδαία συμπεριφορά του απέναντι σε πολίτες και επαγγελματίες οι οποίοι προσπαθούν μέσα από το διάλογο να εκφράσουν την ανάγκη τους για καλύτερη ποιότητα ζωής. Στην πραγματικότητα η ίδια αφήνει τον “δάσκαλο” να διδάξει τη γλώσσα του λιμανιού, μέχρι τη στιγμή που θα κληθεί, μετά την έξωση του προϊσταμένου της, να επιδείξει το δικό της “savor vivre”.

Όταν όμως, ασχολείσαι επί μήνες με έργα που αφορούν στο λιμάνι, σε τι γλώσσα να μιλήσεις πέρα απ' τη λιμανίσια; Άλλωστε, τα “γαλλικά” -τα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, αποτελούν τη βασική γλώσσα της τοπικής μας εξουσίας στο νησί- είναι και ένας τρόπος επίδειξης δύναμης. Βρίζω; Άρα υπάρχω. Κατεβάζω καντήλια; Ναι, γιατί δεν τα φτάνω. Κατ' αυτή την έννοια λοιπόν, επιτίθεμαι σε όποιον έχει αντίθετη άποψη από τη δική μου και διαχωρίζω τους δημοσιογράφους από τους “δημοσιογράφους”.

Δημοσιογράφοι είναι εκείνοι που μας ευλογούν τα γένια, που μας ακολουθούν στο facebook, που σκύβουν μόλις μας δουν και που μας χτυπούν την πλατούλα για να ρευτούμε. Από την άλλη, “δημοσιογράφοι” είναι αυτοί που έχουν κρίση και εκφράζουν την προσωπική τους άποψη από τον τρόπο διαμόρφωσης ή παρουσίασης των συγκεντρωμένων πληροφοριών, μέχρι τον άμεσο σχολιασμό τους. Η συγκεκριμένη κατηγορία αποτελεί τη ντροπή του είδους και δεν θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου.

Όσο όμως δουλεύει το μυαλό του δασκαλάκου, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Οι “απατεώνες” θα μπουν κάποια στιγμή στη θέση τους και η πλύση εγκεφάλων θα συνεχίσει στους ίδιους βαθμούς. Ας είναι καλά, οι φίλοι μας οι δημοσιογράφοι.

Διαβάστε ακόμα