Μένω και πάντα θα μένω σ' αυτή τη Γειτονιά

Τα Καμίνια είναι η γειτονιά όπου μεγάλωσα. Η γειτονιά στην οποία έκανα τους πρώτους μου φίλους και έπαιζα μικρός. Η γειτονιά στην οποία εμπνεύστηκα τις πρώτες μου ιστορίες και άρχισα να τις γράφω. Εκεί… στην ανθοστολισμένη και πάντα φιλόξενη αυλή της γιαγιάς μου, της Γιασεμώς, πίνοντας τη σπιτική λεμονάδα της και τιμώντας τα γλυκά του κουταλιού, που μόνο από τα χεράκια της έτρωγα.

Το «Μένω σε κάποια γειτονιά» είναι το πρώτο θεατρικό έργο με το οποίο συστήθηκα διαφορετικά στους ανθρώπους του νησιού μας. Είναι το πρώτο κείμενο με το οποίο προσπάθησα να κάνω τον κόσμο να γελάσει. Το πρώτο με το οποίο ήθελα να μεταφέρω τα βιώματά μου ως παιδί μιας λαϊκής γειτονιάς. Που έβλεπε τους ανθρώπους να κάθονται στα σκαλιά και τις αυλές, να κάνουν την πλάκα τους, να κερνούν ο ένας τον άλλον, να κουβεντιάζουν με τη δική τους γλώσσα την καθημερινότητα, η οποία από τότε μέχρι σήμερα έχει αλλάξει δραματικά.

Το «Μένω σε κάποια γειτονιά» ήταν το πρώτο συγγραφικό μου «παιδί» που είδε το φως. Το παιδί αυτό αγαπήθηκε πολύ από εκείνους που το αγκάλιασαν και μέσα σ’ ένα χρόνο μεγάλωσε απότομα… έχοντας τα δικά του όνειρα. Ήθελε να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη ταυτότητα, να αφηγηθεί περισσότερες ιστορίες, να χορέψει και να τραγουδήσει παραπάνω, να στηθεί ακόμη και μπροστά στον κινηματογραφικό φακό. Ένα εγχείρημα αντικειμενικά δύσκολο, δεδομένου ότι πρόκειται για μία ερασιτεχνική παράσταση. Κάποιοι ίσως το ξεχνούν ή το παραβλέπουν συνειδητά, πατώντας στην επιθυμία ορισμένων από εμάς για επαγγελματική ενασχόληση με αυτό το μαγικό είδος, με αυτό το μεγάλο «σχολείο» που δε σταματά ποτέ να σου μαθαίνει καινούρια πράγματα. Παρόλα αυτά, όταν αγαπάς κάτι αληθινά, καταπιάνεσαι με αυτό, λαμβάνοντας υπόψη σου τα μέσα που διαθέτεις, τις συνθήκες στις οποίες, καλώς ή κακώς, καλείσαι να δημιουργήσεις και τις ευκαιρίες που σου έχουν δοθεί μέχρι στιγμής.

Το «Μένω σε κάποια γειτονιά» δεν προσποιήθηκε ότι είναι «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, ούτε «Η κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Σαίξπηρ. Η παράσταση ανήκει στο είδος του «λαϊκού θεάτρου» και εμπλουτισμένη με μουσική και χορό, προσεγγίζει σχεδόν κινηματογραφικά το περιβάλλον μιας λαϊκής γειτονιάς παλαιοτέρων δεκαετιών. Σχετικές πληροφορίες άντλησα στο πέρασμα των ετών, βλέποντας, διαβάζοντας και ακούγοντας τις αφηγήσεις οικείων μου και κυρίως της γιαγιάς μου της Γιασεμώ, της δικής μου κυρά Ξενιώς. Και όλα αυτά, γνωρίζοντας καλά ότι στήνεται μία παράσταση για λογαριασμό ενός πολιτιστικού συλλόγου, του Πολιτιστικού Συλλόγου της γειτονιάς μου, των Καμινίων.

Το συναισθηματικό αυτό υπόβαθρο προίκισε το έργο με περισσότερη αλήθεια και το οδήγησε ευκολότερα στην καρδιά εκείνων που το παρακολούθησαν. Έτσι, γεννήθηκε η ιδέα να ανοίξουμε και φέτος τις «αυλές» αυτής της «Γειτονιάς», δίνοντας στους ήρωές μας την ευκαιρία να εξιστορήσουν καινούριες ιστορίες, τοποθετούμενοι αυτή τη φορά στις αρχές του ’70, υπό το ζυγό της δικτατορίας.

Στόχος μας δεν ήταν να περιγράψουμε σε βάθος την πολιτική κατάσταση εκείνης της εποχής, αλλά να φωτίσουμε με κωμικό τρόπο την επιρροή που αυτή ασκούσε στην καθημερινότητα των ανθρώπων μιας λαϊκής γειτονιάς και συγκεκριμένα, μιας λαϊκής γειτονιάς της Σύρου. Μυθοπλασία και πραγματικότητα έσμιξαν αρμονικά και έπλεξαν μαζί μία ιστορία με αναφορές στην κοινωνική ζωή του νησιού (συνήθειες, επαγγέλματα, περιοχές, τρόποι πληροφόρησης κ.α) και ένα έμμεσο σχόλιο στις αντιδράσεις του κόσμου απέναντι σε ζητήματα που θεωρούνται έως και σήμερα ταμπού (έρωτας ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου, σχέση γυναίκας με μικρότερο άντρα, στοιχεία drag).  

Όλα αυτά θα παρέμεναν στο συρτάρι, εάν το δεύτερο μέρος της «Γειτονιάς» δεν είχε αγκαλιαστεί θερμά από τον σκηνοθέτη και θείο μου, Γιώργο Σιγάλα, τους 17 ηθοποιούς της παράστασης, παλαιούς και νέους, οι οποίοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και κόπιασαν για καλό σκοπό, τα μέλη του Συλλόγου Καμινίων, τους μουσικούς και το χορευτικό τμήμα της «σοφίας της παράδοσης» που συμμετείχε και φέτος με χαρά. 

Τους ευχαριστώ πολύ όλους και ακόμη περισσότερο, ευχαριστώ τον κόσμο που μας στηρίζει και μας εμπιστεύεται για την ψυχαγωγία του. Η «Γειτονιά» ίσως να έκλεισε φέτος τον κύκλο της. Ίσως και όχι… Το σίγουρο όμως είναι, ότι οι ήρωές της, από τον πρώτο έως και τον τελευταίο θα συνεχίσουν τη ζωή τους μέσα στο μυαλό μας κι εγώ θα συνεχίσω να «μένω» σε αυτή την όμορφη και αγαπημένη γειτονιά. Ιδέες υπάρχουν πολλές, ο δρόμος όμως ένας. Η δημιουργία. Χαμόγελο και προχωράμε…

Διαβάστε ακόμα