Όχι, θα κάτσουν να σκάσουν

Δε θα διαφωνήσω καθόλου. Τελευταία, μας κατακλύζει μία γενικότερη υπερβολή, που έχει αρχίσει να χτυπάει επικίνδυνα στα νεύρα. Από το να αρπάξεις, όμως, μια βαριοπούλα και να αρχίσεις να παίζεις μπέιζμπολ με κεφάλια, είναι προτιμότερο να πάρεις κομφετί ή σερπαντίνες και να τα σκορπίσεις σε όλη την πόλη.

Γιατί αυτό είναι το καρναβάλι και κάθε εκδήλωση ή διοργάνωση πανηγυρικού χαρακτήρα. Εκτόνωση. Έχεις φτάσει στο «αμήν» με όσα δυσάρεστα ακούς ή βλέπεις γύρω σου και θέλεις με κάποιον τρόπο να βγεις από το σώμα σου, που σύμφωνα με τους δυσοίωνους «παπαγάλους» αργά ή γρήγορα θα μολυνθεί και να τρυπώσεις σε ένα διαφορετικό σύμπαν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατεβάζεις ρολά ή διακόπτεις την επαφή σου με την πραγματικότητα. Αλλά όταν ο πόνος, η θλίψη και η απαισιοδοξία «μαλλιάζουν» μέσα σου, έρχεται η στιγμή που οι τρίχες τους θα φράξουν κάθε αναπνευστική οδό σου και εσύ θα αποχαιρετήσεις μια για πάντα το Ελλαδιστάν που χάνεις.

Όχι, το τέλος δεν ήρθε ακόμα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούμε στη σκέψη του υποδηλώνει ότι, κατά βάθος το επιζητούμε. Μας λέει ο άλλος «πρόσεχε, γκρεμός» κι ολημερίς κι ολονυχτίς δεν έχουμε τίποτα άλλο στο μυαλό. «Κι αν στραβοπατήσω; Κι αν χάσω την ισορροπία μου; Κι αν πέσω; Είναι ψηλά; Κάτσε να δω». Όλο αυτό μπολιάζει μέσα μας σε τέτοιο βαθμό που για να απαλλαγούμε από το μαρτύριο, αναγκαζόμαστε να πηδήξουμε μόνοι μας στη χαβούζα.

Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του αυτοκαταστροφικός. Ούτε ο κορωνοϊός θα φέρει τη συντέλεια, ούτε η ματαίωση των καρναβαλιών. Αυτά είναι ραπανάκια για την όρεξη. Η αφορμή για να γίνουμε πάλι δραματικές. Έλα όμως που το δράμα προϋποθέτει ερμηνευτική δεινότητα. Αν δεν το παίξεις καλά, μετατρέπεται σε κωμωδία.

Πριν μερικές ημέρες, στο ταμείο του σούπερ μάρκετ ήταν μπροστά μου ένας κύριος που φορούσε μασκάκι. Υπάλληλοι και πελάτες κρατιόντουσαν με το ζόρι και μόλις ο κύριος έφυγε με τα ψώνια του, ξέσπασαν σε γέλια. Από την άλλη, πληροφορήθηκα ότι, κάποιοι ούρλιαζαν, ακούγοντας την απόφαση των καρναβαλικών ομάδων να διοργανώσουν κανονικά τα πάρτι τους, αντί να ξαπλώσουν στο κρεβάτι τους με τα χέρια σταυρωμένα, περιμένοντας τη βαρκάδα στον Αχέροντα. «Πάτε καλά; Θέλετε να αρρωστήσετε και μετά να μας κολλήσετε όλους;».

Μωρέ, θέλετε να μας αποτρελάνετε; Ποιος κουβαλά τον ιό, εδώ στη Σύρο και κυκλοφορεί αμολητός; Καταρχάς, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, στην καλύτερη θα τον είχαν στείλει στη Σπιναλόγκα και μετά από χρόνια θα βλέπαμε στο νέο Mega τον «Έρωτα στα χρόνια του κορωνοϊού», ενώ στη χειρότερη, θα ακολουθούσαμε το παράδειγμα του Κιμ Γιονγκ Ουν και θα εκτελούσαμε τον ασθενή μπροστά από τον Μιαούλη.

Προς τι όλη αυτή η υστερία και η τρομολαγνεία; Διότι είναι ξεκάθαρο πια το πράγμα. Ο τρόμος μας φτιάχνει. Αυτός μας κερνά ποτό κι εμείς πάμε στο μπάνιο να πουδράρουμε τη μύτη μας. Μην του δοθούμε χωρίς σωστό μακιγιάζ. Η κοσμοχαλασιά φέρνει «φουσκοθαλασσιά».

Πάρτε το χαμπάρι. Και κομήτης να έρχεται καταπάνω μας, οι καρναβαλιστές… «κετελαπόνγκο» θα χορεύουν εκείνη την ώρα. Όχι, θα κάτσουν να σκάσουν. Τέρμα και τελείωσε, τέρμα οι λαχτάρες. Άξιζε, δεν άξιζε ούτε δυο δεκάρες. Κι όλο αυτό που ακούγεται δεξιά και αριστερά ότι «εδώ ο κόσμος χάνεται και άλλοι έχουν των γλουτών τους το χαβά», θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι ολίγον παλιό, ξεπερασμένο και κάπως άδικο. Αν το καλοσκεφτείτε, το καρναβάλι είναι ένα μεγάλο «άι σιχτίρ». Κακά και εξωφρενικά πράγματα πάντα συνέβαιναν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, γιατί δυστυχώς, δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα. Θα φωνάξουμε, θα διαμαρτυρηθούμε, γιατί οφείλουμε και θέλουμε να το κάνουμε, αλλά οι κορόνες μας δεν αντιστρέφουν πάντα τα πράγματα. Κάποιες φορές το πετυχαίνουν, κάποιες άλλες όχι.

Το γεγονός ότι διαιωνίζεται μια κατάσταση ή ότι όλοι αναζητούν το αντίδοτο για τον κορωνοϊό και όχι για την ηλιθιότητα που διαχρονικά μας δέρνει δεν οφείλεται στον καρναβαλιστή και στον κάθε «καρναβαλιστή» που ψάχνει μια ευκαιρία για να πάρει ανάσα. Και τον πλανήτη ολόκληρο να βάλεις στο pause, όταν ξαναπατήσεις το play, θα είναι ξανά όπως τον άφησες. Δεν υπάρχει λάθος και σωστό. Όλα έχουν γίνει ένας απέραντος αχταρμάς. Μια μαύρη κηλίδα που συνεχώς μεγαλώνει και μας πνίγει.

Προσωπικά… θαύμασα τους καρναβαλιστές μας γιατί είχαν τη δύναμη να βγουν και να δώσουν ένα άλλο χρώμα σε αυτή την παράνοια, πιο φωτεινό. Από μένα είναι «ναι».

Διαβάστε ακόμα