Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

Καμάρι

  • Τρίτη, 11 Οκτωβρίου, 2022 - 06:22

Κυριακή πρωί, φθινόπωρο στο δρόμο μου στην Αθήνα. Βγήκα να αγοράσω εφημερίδα. Ο δρόμος άδειος. Βλέπω όμως έναν άνθρωπο ντυμένο με εργατικά ρούχα. Αγναντεύει σα να καμάρωνε το πεζοδρόμιο πέρα για πέρα. Τι αξιόλογο βλέπει; Ήταν τόσο χτυπητή η στάση του, που μου κίνησε την περιέργεια. "Τι κοιτάς;" τον ρώτησα. "Δες. Όσο βλέπει το μάτι σου δε υπάρχει ούτε ένα σκουπιδάκι!" Είχε δίκιο, ούτε ένα φυλλαράκι κάτω. Κι ήταν φθινόπωρο. "Ποιος τον καθάρισε;", απόρησα. "Εγώ! είμαι ο οδοκαθαριστής της γειτονιάς σας!" Αυτή την περηφάνια για το έργο που έκανε ένας άνθρωπος δεν ξέρω αν την έχω ξαναδεί. Ή ίσως μια φορά, στα Γιάννενα, όταν εξέταζα ένα συνταξιούχο ασθενή στο ιατρείο μου. "Τι δουλειά έκανες;" Πήρε αυτό το περήφανο ύφος που οι λέξεις δεν το περιγράφουν, αλλά το βλέπεις. "Δάσκαλος!" μου είπε. Αυτοί είναι οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι που καμαρώνουν για ό,τι κάνουν, όσο παρακατιανό κι αν μας φαίνεται το έργο τους, εμάς της "ανώτερης" τάξης. Ναι αυτού του είδους τον άνθρωπο τον εκτιμώ περισσότερο από εκείνον που βρίσκεται σε μια πολυτελή λιμουζίνα ή στη θαλαμηγό του και τον περιποιούνται οι παρατρεχάμενοι, που αγοράζει την αφοσίωσή τους.

Είχα όμως και αντίθετες εμπειρίες. Θεσσαλονίκη, μετά το επιστημονικό συνέδριο. Μας παρασχέθηκε δείπνο σε ακριβό κέντρο. Δίπλα μου οι ξένοι προσκεκλημένοι μας που τους τιμούσαμε. Νοστιμότατα τα Ελληνικά μεζεδάκια, πολύ τους άρεσαν. Το κέντρο γέμισε σε λίγο από νέους. Όπως άκουσα, ήταν η εποχή που οι τελευταίες τάξεις έκαναν τις εκδρομές τους. Ήταν, θυμάμαι, μια ομάδα παιδιών από τη Ρόδο και η άλλη δεν θυμάμαι από πού. Άρχισε να παίζει και η ορχήστρα. Τα ζεϊμπέκικα και τα τσιφτετέλια επικρατούσαν. Το μπουζούκι κελαηδούσε. Τα παιδιά χόρευαν κι ήταν έξοχο να βλέπεις τη νεολαία να διασκεδάζει. Έριξα όμως μια πλαγιαστή ματιά στο διπλανό μου ξένο συνάδελφο και ντράπηκα. Η μουσική που άκουγαν ήταν σαφώς κατώτερης ποιότητας από τη δυτική μουσική με την οποία διασκεδάζουν οι νέοι όλου του "πολιτισμένου" κόσμου. Ναι, ντρεπόμουν! Κάποια στιγμή όμως έσκυψε ο διπλανός μου, και μου είπε γεμάτος απορία και θαυμασμό, ίσως και ζήλεια: "Τελικά, η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα όπου οι νέοι διασκεδάζουν με τη δική τους μουσική!" Εκείνος φάνηκε να ντρεπόταν που οι δικοί του διασκέδαζαν με τα κοινόχρηστα τραγούδια που ήταν κάθε φορά της μόδας. Και δεν ήταν δικά τους.

Η κοινωνία αποτελείται από ρόλους που είναι ιεραρχημένοι. Κάποιοι διατάζουν άλλοι υπακούν. Ο βασιλιάς κι ο στρατιώτης, ο πλούσιος κι ο φτωχός, ο προϊστάμενος κι ο υφιστάμενος. Όλοι αυτοί εργάζονται και ικανοποιούνται (ή όχι) από την αμοιβή που θα εισπράξουν. Η εργασία τους είναι δουλειά, δηλαδή τη νιώθουν δουλεία. Είναι έτοιμοι να αντιδράσουν, να διαμαρτυρηθούν, να απεργήσουν ή και να καταστρέψουν το χώρο της εργασίας του, αν δεν ικανοποιούνται. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που εργάζονται επειδή ευχαριστιούνται από ό,τι κάνουν. Και η κοινωνία κάνει τα πάντα για να αποθαρρύνει αυτή την πρωτογενή ικανοποίηση, που ευχαριστεί η τέλεσή της είτε πουληθεί είτε όχι, είτε αμειφθεί είτε όχι. Κομματιάζει το έργο και ο καθένας εκτελεί ένα μικρό κομματάκι του. Ο επιστήμονας εργάζεται και κάνει έρευνα για να παραγάγει κάτι που δεν θα είναι δικό του, ούτε θα ελέγχει πώς θα χρησιμοποιηθεί. Αναρωτιέμαι, οι επιστήμονες σε όλο τον κόσμο που εργάζονταν για τη διάσπαση του ατόμου νοιάζονταν καθόλου για το πώς θα χρησιμοποιηθεί η πνευματική, ύψιστου επιπέδου εργασία τους;

Μα αυτή είναι η ουσία της κοινωνίας. Καθένας κάνει κάτι διαφορετικό από όλους τους άλλους κι όλοι μαζί υπηρετούν έναν κοινό σκοπό. Θυμάμαι αόριστα τον παππού μου που ήταν δάσκαλος, αλλά είχε κι ένα μαγαζάκι που πουλούσε τα πάντα και το καλοκαίρι μάζευε ξύλα από το βουνό για το χειμώνα, όταν φτυάριζε το χιόνι για να ανοίγει η πόρτα, αλλά πήγαινε και για ψάρεμα. Η γιαγιά φρόντιζε το σπίτι, τα παιδιά, το ζύμωμα και φούρνισμα, αλλά και το άρμεγμα της κατσίκας και το πότισμα. Όλα τα έκαναν. Και χαίρονταν για το καθετί που έκαναν, το έκαναν ολοκληρωμένο. Σήμερα κανένας δεν κάνει κάτι ακέραιο. Ακόμη και για τις προσωπικές μας ανάγκες, ζητάμε να μας έλθει ντελίβερι ό,τι θέλομε, χωρίς καν να ελέγχουμε τι αγοράζομε. Άλλοι το ελέγχουν και τους εμπιστευόμαστε. Κι όμως, μολονότι έχουν λυθεί τα κυριότερα προβλήματά στον πλανήτη μας, παράταση της επιβίωσης, καταπολέμηση μεγάλων πανδημιών, αναλφαβητισμός, παιδική θνησιμότητα κλπ, δεν νιώθομε ικανοποιημένοι. Κι αυτό διότι το σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων μας, η επαγγελματική μας ενασχόληση είναι αλλοτριωμένη. Υπάρχει άραγε λύση;

Δεν ξέρω. Η εξειδίκευση είναι στοιχείο απαραίτητο του πολιτισμού μας. Χωρίς αυτήν τίποτε από ό,τι έχει επιτευχθεί δεν μπορεί να διατηρηθεί. Μόνο που δεν μας δίνει ικανοποίηση. Ικανοποιημένοι είναι μόνον εκείνοι οι ελάχιστοι που θα τύχει να κάνουν ό,τι αγαπούν να κάνουν και καμαρώνουν γι΄ αυτό. Μην ξεχνάμε όμως. Για την παροχή υπηρεσιών υγείας ο ιατρός είναι καλύτερος από οποιονδήποτε δεν είναι ιατρός. Όμως ο οδοκαθαριστής είναι πολύ καλύτερος από εμένα στην καθαριότητα της πόλης. Αναρωτιέμαι λοιπόν. Υπάρχουν κάποιοι σημαντικοί τομείς στις δραστηριότητές μας που δεν απαιτούν εξειδίκευση. Σ΄ αυτούς τους τομείς είμαστε όλοι ίσοι. Είναι οι δραστηριότητές μας που μας επιτρέπουν να συναποφασίζουμε μαζί με όλους τους άλλους για το τι θα κάνουμε και πώς θα κατανεμηθεί ο πλούτος που έτσι, με την εξειδίκευσή μας, παράγεται. Γι΄ αυτή, την πολιτική δηλαδή, δραστηριότητά μας αρκεί η εντιμότητα και ο κοινός νους. Και αυτά είναι κατανεμημένα τυχαία σε όλους, με στατιστικά ίσα ποσοστά σε αριστοκράτες και πληβείους, πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και αμόρφωτους. Η πρακτική εφαρμογή ενός τέτοιου τρόπου ζωής δεν υπάρχει τρόπος να υλοποιηθεί άλλος εκτός από την πρακτική της προγονικής κληρονομιάς μας, που τόσο εύκολα την έχομε αποποιηθεί. Αυτής, της δημοκρατίας, για την οποίαν λέμε ότι είμαστε περήφανοι, αλλά στην πράξη την αρνιόμαστε και εφαρμόζομε την ξενόφερτη μέθοδο της ρεπούμπλικας. Όπως ντρεπόμουν για τη δική μας μουσική και το χορό, με τα οποία διασκέδαζαν οι κόρες και τα κοπέλια μας και για τα οποία μου έδειξε πως μας ζήλευε ο ξένος συνδαιτυμόνας μου. Ας σκεφτούμε πώς μπορεί να εφαρμοσθεί στις μέρες μας, λαβαίνοντας υπόψη τις προόδους που έγιναν, το μέγεθος των σύγχρονων πολιτειών, την ισοπολιτεία των γυναικών και των μετοίκων (υπό όρους) και την απουσία δούλων, μια που τους έχομε αντικαταστήσει με αλλοτριωμένη εργασία.

Διαβάστε ακόμα