Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

Να λέμε και τα καλά

  • Τρίτη, 10 Ιανουαρίου, 2023 - 06:22

Έγραφα το 2021 πως δεν επιτρέπεται να ορκιζόμαστε. Τέλειωνα το άρθρο μου γράφοντας: "Ίσως θα έπρεπε να απαγορευθεί ο όρκος συνταγματικά και να αντικατασταθεί με το λόγο τιμής, με σοβαρές συνέπειες στην περίπτωση που παραβιάζεται. Το σύνταγμα δεν μπορεί να προδικάζει τι θα γίνει στον άλλο κόσμο". Στήριζα την άποψή μου στο ότι είμαι Έλληνας και Χριστιανός. Ως Έλληνας θυμίζω ότι στις παραγγελίες των Δελφών γράφει μεταξύ άλλων: "ρκ μ χρ". Και ως Χριστιανός, θυμίζω ότι ο Χριστός, κατά τον Ματθαίο, έλεγε: "γ δ λέγω μν μ μόσαι λως...στω δ λόγος μν να να, ο ο". Κι όμως θυμάμαι που όταν κάποιοι βουλευτές αρνήθηκαν να ορκιστούν με το χέρι τους στο Ευαγγέλιο, ο τότε Αρχιεπίσκοπος έγινε έξαλλος και το έδειχνε που αυτοί οι βουλευτές φέρονταν τόσο αντίχριστα. Και, όμως, σε εκείνη την περίπτωση, ο Αρχιεπίσκοπος φερόταν ως αντίχριστος, αφού ζητούσε να ορκισθούν οι βουλευτές με το χέρι στο Ευαγγέλιο που απαγορεύει τον όρκο!

Οι μάρτυρες μπορούσαν, αν ήθελαν να δώσουν θρησκευτικό όρκο: "Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να πω ευσυνείδητα όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε". Σε ένα τέτοιο όρκο η ποινή, αν υπάρξει ψευδορκία, μπορεί να είναι γήινη, αλλά και μεταφυσική, στην αιώνια ζωή. Υπήρχε όμως και ο πολιτικός όρκος, χωρίς επίκληση του Θεού: "Δηλώνω στην τιμή και στη συνείδησή μου πως θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε". Όπως έγραψα ήδη, αποδοκιμάζω το θρησκευτικό όρκο, ακριβώς επειδή είμαι Χριστιανός και Έλληνας.

Ήμουν μάρτυρας πρόσφατα σε ένα πενταμελές δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η πρόεδρος μου ζήτησε να πω: "Δηλώνω στην τιμή και στη συνείδησή μου πως θα πω όλη την αλήθεια σε ό,τι ερωτηθώ". Δεν ξέρω αν είναι πρόσφατη αλλαγή, αλλά την καλοδέχομαι. Το τελευταίο στοιχείο όμως είναι συζητήσιμο. Από τη μια μεριά, ο μάρτυρας ενδέχεται να αρχίσει να αραδιάζει πληροφορίες που δεν έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση για την οποίαν εξετάζεται. Επομένως δεν είναι ελεύθερος να λέει ό,τι του κατέβει, ενδεχομένως συσκοτίζοντας τη σημασία της όποιας αλήθειας λέει, μιλώντας για άσχετα πράγματα. Περιορίζεται να μαρτυρήσει μόνον σε ό,τι ερωτηθεί. Από την άλλη όμως, μπορεί να μην παρουσιαστούν στην κρίση των δικαστών σημαντικά δεδομένα, που ο μάρτυρας γνώριζε, αλλά δεν τα είπε, διότι δεν ρωτήθηκε σχετικά. Θυμάμαι κάποια στοιχεία από τη δίκη των N. Sacco και  B. Vanzetti. Ήταν αναρχικοί. Το 1921 έγινε μια ληστεία σε μια τράπεζα, έπεσαν πυροβολισμοί, κάποιοι αστυνομικοί σκοτώθηκαν και κάποιοι ύποπτοι συνελήφθηκαν, ανάμεσά τους οι Σάκκο και Βαντσέτι. Στη δίκη ένας εμπειρογνώμονας μάρτυρας κατέθεσε ότι η σφαίρα που είχε σκοτώσει έναν αστυνομικό προερχόταν από όπλο σαν αυτό που είχε ο ένας από τους κατηγορουμένους. Αυτοί καταδικάστηκαν, εκτελέστηκαν, παρά την παγκόσμια κατακραυγή και την προσφυγή σε όλα τα ένδικα μέσα να μην εκτελεστούν. Μετά την εκτέλεσή τους, ο εμπειρογνώμονας είπε στους δικηγόρους ότι η σφαίρα προερχόταν από όπλο σαν εκείνο του κατηγορουμένου, αλλά όχι από το δικό του όπλο. "Και γιατί δεν το είπες στη δίκη;", τον ρώτησαν. "Διότι δεν ρωτήθηκα!". Το 1977 ο τότε Κυβερνήτης της ΜασσαχουσέτηςΜάικ Δουκάκης, - έπειτα από ενδελεχή ανάγνωση των αρχείων της δίκης από την νομική ομάδα της Πολιτείας - αποκατέστησε την αλήθεια αναγνωρίζοντας τη δικαστική πλάνη και επιβεβαιώνοντας την αθωότητα των κατηγορουμένων. Ήταν αργά, διότι ο μάρτυρας δεν ρωτήθηκε.

Δεν ξέρω πότε και πώς άλλαξε η διαδικασία του όρκου (ή μήπως ήταν πάντοτε έτσι και δεν το γνώριζα). Ωστόσο, συμφωνώ με τη σύγχρονη διατύπωση. Διατηρώ την επιφύλαξη ως προς την τελική φράση "σε ό,τι ερωτηθώ". Δηλαδή, αν δεν ερωτηθώ, να αποκρύψω την αλήθεια που γνωρίζω; Και από την άλλη, να αρχίσω να πολυλογώ μιλώντας περί ανέμων και υδάτων; Το πρόβλημα όμως μετατίθεται.

Γιατί ρέπομε οι άνθρωποι προς το ψέμα; Τα ζώα δεν ψεύδονται. Αν έχουν επιθετική διάθεση, τη δείχνουν, κι αν έχουν φιλική, πάλι τη δείχνουν. Η ανθρώπινη ροπή προς το ψέμα είναι, επομένως, απότοκη της κοινωνικής ιδιότητας του ανθρώπου. Εμείς, εκτός από τους φυσικούς περιορισμούς μας, π.χ. από το κρύο, τον πόνο κλπ, έχομε και κοινωνικούς. Απαγορεύεται, υπό όρους, να φάμε όπως και όποτε θέλομε, να κάνουμε έρωτα όπως και όποτε θέλομε κλπ. Κι επειδή η ποινή δεν έρχεται αυτόματα, όπως συμβαίνει με τις φυσικές απαγορεύσεις, την επιβάλλει η κοινωνία. Με την ποινή φυτεύεται η συνήθεια (δηλαδή αποκτάται το εξαρτημένο αντανακλαστικό), μόλις παρουσιαστεί η παράσταση της κοινωνικής παράβασης να παρουσιάζεται και η δυσάρεστη της ποινής, που δρα έτσι αποτρεπτικά. Η παιδεία όμως με βάση της ποινές έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Μισώ την ποινή, γιατί είναι δυσάρεστη. Μόλις, επομένως, μπορώ να διαπράξω μια παράβαση, χωρίς να γίνω αντιληπτός, προχωρώ, διότι η παράβαση είναι καθαυτή ευχάριστη. Μου είναι ευχάριστο να κλέψω, να φονεύσω, να μοιχεύσω. Και αν ερωτηθώ, προσπαθώ, για τον ίδιο λόγο, να αποκρύψω την αλήθεια. Έστω και αν η ψευδομαρτυρία είναι εξίσου καταδικαστέα από τις θεϊκές εντολές μαζί με τη μοιχεία, την κλοπή, το φόνο. Όμως γίνεται αλλιώς παιδεία χωρίς ποινές;

Υπάρχει βέβαια ο αντίποδας. Η ανταμοιβή για τις επιθυμητές πράξεις που είναι πέρα από τις κοινωνικές υποχρεώσεις. Κανένας δεν με πιέζει να πέσω στη θάλασσα να σώσω κάποιον που πνίγεται, αλλά, αν το κάνω, είναι επαινετό. Όμως, προφανώς δεν αρκεί. Μπροστά στην παιδική παράβαση, μπορώ να πάρω στην αγκαλιά μου το παιδί και μιλώντας στη γλώσσα που καταλαβαίνει να το πείσω γιατί δεν έπρεπε να κάνει τη ζαβολιά. Παράλληλα, πρέπει να επιτηρώ ώστε να το εμποδίζω να κάνει ό,τι ανεπιθύμητο του έρχεται στο νου. Ο γιος μου, πολύ μικρός, ήταν περίεργος να δει τι γίνεται στο πηγάδι που υπήρχε στον κήπο. Στάθηκα ανάμεσα σ΄ αυτόν και στο πηγάδι και τον απασχόλησα με κάθε είδους δραστηριότητα ώστε να μην πλησιάσει στο επικίνδυνο για κείνον μέρος. Ασφαλώς τέτοιες μέθοδοι παιδείας απαιτούν πλήρη απασχόληση. Και αυτή δεν μπορεί να υπάρχει πια σήμερα. Παλιά, ο πατέρας εργαζόταν έξω από το σπίτι, ενώ η μητέρα έμενε για να επιτηρεί τα παιδιά και να φροντίζει το νοικοκυριό. Η "απελευθέρωσή" μας δεν μας επιτρέπει πια τέτοια πολυτέλεια. Εξάλλου, εκείνη η "πολυτέλεια" κρατούσε τη γυναίκα εξαρτημένη από τον άντρα πατέρα με όλες τις δυνητικά δυσάρεστες συνέπειες.

 

 

 

Διαβάστε ακόμα