Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

Ισοπέδωση και δημοκρατία

  • Τρίτη, 7 Νοεμβρίου, 2023 - 06:22

Έγραφα πριν από λίγες μέρες, με κάποιο υπονοούμενο παράπονο πως η σύνταξή μου, ως δημοσίου υπαλλήλου, εμένα που υπήρξα καθηγητής πανεπιστημίου, ελάχιστα διαφέρει από εκείνη της καθαρίστριας που, επίσης δημόσιος υπάλληλος, καθάριζε το γραφείο μου στο Πανεπιστήμιο. Ανάλογα, άκουσα ένα φίλο να παραπονιέται για την ελάχιστη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις αποδοχές του και εκείνες ενός υπηρετικού προσώπου. "Πού είναι η ανισότητα;" κατέληξε. Προφανώς, πρόκειται για σύγχυση. Αυτό δεν είναι ανισότητα, είναι ισοπέδωση. Η ισότητα (ή ανισότητα) είναι ιδιότητα του κοινωνικού Εγώ, δεν υπάρχει στα αισθητά (σωματικά) Εγώ, που είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά όχι άνισα, ούτε στο νοητό που είναι μοναδικό. Νοείται ως προς ένα παράγοντα ή περιορισμένο αριθμό παραγόντων. Ένα κιλό σίδερο είναι ίσο με ένα κιλό μπαμπάκι ως προς το βάρος τους και τίποτε άλλο. Ισοπέδωση από την άλλη σημαίνει ότι τα πάντα είναι ίσα ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ιδιότητά τους. Τι σημαίνει λοιπόν στην κοινωνία ισότητα; Έχω ξαναγράψει για τη σχέση ισοπέδωσης και ισότητας. Κοινωνική ισότητα σημαίνει αναλογία απολαβών με αφενός τις ανάγκες καθενός και αφετέρου την προσφορά του στο καλό του συνόλου της κοινωνίας. Τις ανάγκες μπορούμε να τις φανταστούμε, τι είναι απαραίτητο για την επιβίωση και την ερωτική σχέση καθενός. Το καλό του συνόλου όμως, τι ακριβώς σημαίνει; Προφανώς αυτό είναι συζητήσιμο και δεν μπορεί να αποφασιστεί παρά μόνον από το σύνολο της κοινωνίας. Το σύνολο θα ωφεληθεί ή θα βλαφτεί και θα πληρώσει για ό,τι αποφασιστεί. Και, επειδή δεν είναι πρακτικό να αποφασίζει ένα δημοψήφισμα για κάθε πρόβλημα, η απόφαση μπορεί να λαμβάνεται από ένα τυχαία κληρωμένο δείγμα του συνόλου. Τέτοια δείγματα είναι αφενός μια βουλή, σαν την αρχαιοελληνική βουλή, και αφετέρου τα ποινικά δικαστήρια. Το τι αποφασίζει η πλειοψηφία σε ένα τέτοιο σύστημα είναι η απόφαση του συνόλου και επιβάλλεται, ακόμη και βίαια σε όσους αποκλίνουν.

Είμαστε όμως ηθικά ικανοποιημένοι από αποφάσεις που λαμβάνονται δημοκρατικά; Εγώ δεν είμαι. Φανταστείτε ένα ορκωτό δικαστήριο στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ. Οι δικαστές, είναι στην πλειοψηφία τους λευκοί. Είναι κληρωμένοι από το σύνολο, στο οποίο πλειοψηφούν οι λευκοί. Και έχουν επομένως σε σημαντικό βαθμό μια προκατάληψη. Δεν δικάζουν το ίδιο ένα λευκό και ένα μαύρο που έχουν διαπράξει το ίδιο έγκλημα. Πάρτε το στον τόπο μας και θέσετε στον εαυτό σας ανάλογο ερώτημα. Κληρώνεστε ένορκος σε μια δίκη. Με την ίδια αντικειμενικότητα θα κρίνετε ένα μουσουλμάνο, έναν αλλοδαπό, ένα ρομά, όπως και έναν που ανήκει στην πλειονότητα των Ελλήνων ή, ακόμη καλύτερα, σε ένα επιφανές μέλος της κοινωνίας, επιφανές διότι είναι πάμπλουτος ή γνωστός πολιτικός, δημοσιογράφος, καλλιτέχνης, επιστήμονας, αν έχουν διαπράξει την ίδια παρανομία; Υπάρχουν βέβαια πολλές δικαιολογίες για τέτοια προκατειλημμένη απόφαση. Αν βάλετε στη φυλακή ένα μεγάλο επιχειρηματία, δεν θα μπορεί να διευθύνει την επιχείρησή του και θα αναγκαστεί να απολύσει ίσως και χιλιάδες εργαζομένους που θα μείνουν στο δρόμο.

Είναι προφανές ότι τόσο στη δικαστική ποινική εξουσία όσο και στη νομοθετική, πρέπει να υπάρχουν κάποια όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί η πλειοψηφία. Αυτά τα όρια πρέπει να τα έχει αποφασίσει απροκατάληπτα ο ίδιος ο λαός. Απροκατάληπτα όμως δεν γίνεται. Επομένως πρέπει να έχουν επιβληθεί από μια παγκόσμια αρχή. Ανθρώπινα δικαιώματα έχουν διατυπωθεί από τέτοιες παγκόσμιες αρχές, όπως είναι ο ΟΗΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ. Αν δεν τα υιοθετούμε, δεν μπορούμε να είμαστε μέλη τους. Και τα έχομε υιοθετήσει. Στο Σύνταγμά μας περιλαμβάνονται τέτοιοι περιορισμοί τους οποίους δεν μπορεί να παραβεί η πολιτεία μας, ούτε η βουλή ούτε η δικαιοσύνη. Φυσικά, η εξουσία, αν δεν την συμφέρει, δεν τους εφαρμόζει. Ο Έλληνας πολίτης όμως μπορεί να προσφύγει σε διεθνές δικαστήριο για να βρει το δίκιο του.

Ασφαλώς και οι διεθνείς οργανισμοί που παίρνουν τέτοιες αποφάσεις είναι προκατειλημμένοι. Ακόμη και ο πιο απροκατάληπτος οργανισμός, ο ΟΗΕ, αποτελείται από εκπροσώπους των εθνών, όχι των λαών. Τα έθνη όμως εκπροσωπούνται από μια άρχουσα τάξη, επιλεγμένη με περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωτικό τρόπο. Εδώ είναι ο ρόλος, μεταξύ άλλων, του πλήθους των σκεπτόμενων ανθρώπων. Οι λαοί που αυτή τη στιγμή είναι μειονότητες, τείνουν να πολλαπλασιάζονται με ταχύτερο ρυθμό από εκείνους που είναι πλειονότητες. Είναι ζήτημα χρόνου να γίνουν πλειοψηφία. Και τότε, αυτοί, οι σήμερα υποτελείς, λαοί, θα τείνουν να γίνουν εκδικητική εξουσία. Θυμίζω πόσο κυνηγήθηκαν και μαρτύρησαν οι πρώτοι Χριστιανοί. Με τον Κωνσταντίνο αποκαταστάθηκε η ανεξιθρησκία και από το Θεοδόσιο κι έπειτα επίσημη θρησκεία του κράτους έγινε ο Χριστιανισμός. Οι εκπρόσωποί του έγιναν ακριβώς αυτό που είπα παραπάνω: εκδικητική εξουσία που άσκησε απηνή διωγμό σε κάθε άλλη θρησκεία. Σ΄ αυτή τη φάση καταστράφηκε μεγάλο μέρος του Ελληνικού πολιτισμού, αγάλματα, ναοί, κείμενα κλπ, καθώς οι Έλληνες ταυτίστηκαν με τους ειδωλολάτρες. Ώσπου ήλθαν οι Μεγάλοι Φωστήρες του Χριστιανισμού, Βασίλειος, Γρηγόριος και Ιωάννης, που, αναμφισβήτητα Χριστιανοί, είχαν και βαθιά Ελληνική παιδεία. Τότε μπήκε ένα φρένο στις ακρότητες της εποχής.

Η σύγχυση μεταξύ ισοπέδωσης και ισότητας που επεσήμανα παραπάνω υπάρχει και σε πολλά επίπεδα. Για παράδειγμα, ο δήμος εκλαμβάνεται ως όχλος και η δημοκρατία ως οχλοκρατία. Σε οχλοκρατία όμως μπορεί να μεταπέσει όχι μόνο η δημοκρατική διοίκηση, αλλά και η μοναρχική και ολιγαρχική. Η ίδια αντιμετώπιση ενός αρχιδικαστή με ένα σκουπιδιάρη είναι ισοπέδωση ενώ διατηρείται μια μεγάλη ανισότητα. Η διαφορά μεταξύ των αποδοχών του αρχιδικαστή από του σκουπιδιάρη δεν συγκρίνεται με εκείνη μεταξύ αυτού και των Elon Musk, Bill Gates, Mike Bloomberg και δεν ξέρω ποιων άλλων. Αυτό είναι ανισότητα, ενώ η εξίσωση των αποδοχών του αρχιδικαστή με του οδοκαθοριστή είναι ισοπέδωση. Από καθαρά πολιτική σκοπιά, όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στηρίζονται σε οχλοκρατικές, όχι δημοκρατικές, αρχές. Και όχι σπάνια, όταν μια ολιγαρχία (έστω κι αν τη λέμε δημοκρατία) κινδυνεύει να χάσει την εξουσία, καταφεύγει στην οχλοκρατία. Με οχλοκρατικές διαδικασίες ο A. Hitler κατέλαβε την εξουσία, με νομιμοφάνεια όμως, όταν τον έκανε καγκελάριο ο Paul von Hindenburg, οπότε κατέλυσε κάθε δημοκρατική διαδικασία.

Όπως μεταξύ δήμου και όχλου, μεταξύ ισότητας και ισοπέδωσης, έτσι υπάρχει ανάλογη διαφορά μεταξύ συνδικαλισμού και συντεχνίας. Ενδιαφέρονται και οι δύο για τη σωστή λειτουργία ενός επαγγέλματος. Αν όμως κάποιο μέλος κάνει μια παράβαση, η συντεχνία προσπαθεί να κουκουλώσει το θέμα υπερασπίζοντας το παραβατικό μέλος της για να μη θιγεί το επάγγελμα, ενώ ο συνδικαλισμός τον περνά από πειθαρχικό συμβούλιο, εφαρμόζοντας όποιες διατάξεις υπάρχουν.

Διαβάστε ακόμα