Δυνητικά θανατηφόρο για τον άνθρωπο και ταχέως επεκτατικό είδος το λεοντόψαρο, που προσφάτως παρατηρήθηκε και στις θάλασσες των Κυκλάδων

“Να μάθουμε να ζούμε μαζί του”

  • Τρίτη, 20 Αυγούστου, 2019 - 06:16

Ενημερωτικό βίντεο, σχετικά με τον νέο “ξενιστή” της Μεσογείου, που πρόσφατα εμφανίστηκε και στις Κυκλάδες, κοινοποίησε το Εθνικό Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας, προκειμένου να ενημερώσει το κοινό για το δηλητηριώδες λεοντόψαρο.

Σύμφωνα με το σχετικό βίντεο, που επιμελείται η ομάδα προστασίας των καρχαριών στην Ελλάδα, “Sharks In Greece”:

«Ένα πανέμορφο ψάρι με έντονους κόκκινους, κίτρινους, λευκούς και μαύρους χρωματισμούς, δημοφιλές έκθεμα τροπικών ενυδρείων, το δυνητικά θανατηφόρο και άκρως επεκτατικό λεοντόψαρο, έχει περάσει από τη διώρυγα του Σουέζ στη Μεσόγειο και απειλεί με σοβαρές επιπτώσεις τα οικοσυστήματα, αλλά και την αλιεία.

Το λεοντόψαρο ή λιονταρόψαρο αποτελεί έναν επικίνδυνο και απειλητικό θαλάσσιο εισβολέα των νοτιοανατολικών υδάτων της χώρας μας. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά χωρικά ύδατα και συγκεκριμένα στη θαλάσσια περιοχή της Ρόδου, το φθινόπωρο του 2015, προερχόμενο από την Ερυθρά Θάλασσα, μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Γι' αυτό και εντάσσεται στην κατηγορία “λεσσεψιανός” μετανάστης, ορολογία που προκύπτει από τον Γάλλο Φερδινάνδο Ντε Λεσσέψ, το μηχανικό που κατασκεύασε τη διώρυγα του Σουέζ, ή αλλιώς τη δίοδο, που επέτρεψε σε πολλά είδη του ζωικού βασιλείου, που ζούσαν στην Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό, να κατακτήσουν τη Μεσόγειο.

Το μέγεθός του κυμαίνεται από 15-35 εκατοστά και συγγενεύει με τη “δική μας” σκορπίνα, καθώς ανήκει στην ίδια οικογένεια με τις σκορπινίδες. Όπως και οι σκορπίνες, το λεοντόψαρο ζει κυρίως σε βραχώδεις βυθούς, σε σχετικά ρηχά νερά, έως 60 μέτρα βάθος, συνήθως όμως συναντάται σε βάθος από 3 έως 20 μέτρα.

Έχει παρατηρηθεί, ότι όταν ενοχλείται από δύτες ανοίγει διάπλατα τα πτερύγιά του και κάνει βίαιες κινήσεις επίθεσης.

Απαγορεύεται η επαφή μαζί του με γυμνά χέρια αν έχει πιαστεί σε δίχτυ ή πετονιά, ενώ το δηλητήριό του παύει να είναι ενεργό, εφόσον θανατωθεί. Διαθέτει την ικανότητα να μπορεί να φάει 30 φορές το μέγεθος του στομαχιού του και έχει αποδειχτεί επιστημονικά ότι μπορεί να μειώσει τον αριθμό των μικρών ψαριών σε έναν ύφαλο κατά 90% μέσα σε μόλις 5 εβδομάδες, τρώγοντας ό,τι κινείται κοντά στα βράχια.

Πρόκειται για ένα από τα πιο ταχέως αναπτυσσόμενα είδη στον πλανήτη, καθώς ένα θηλυκό μπορεί μέσα σε ένα χρόνο να παράγει 2 εκατομμύρια αυγά σε επαναλαμβανόμενες γέννες κάθε τέσσερις ημέρες.

Το λεοντόψαρο είναι πανέμορφο με τα μεγάλα, εντυπωσιακά αγκάθια του, που το κάνουν περιζήτητο έκθεμα για τα ενυδρεία. Τα αγκάθια αυτά όμως εκκρίνουν ένα δραστικό δηλητήριο, που περνά ακαριαία σε όποιον οργανισμό τύχει να τρυπήσουν και ο άνθρωπος φυσικά, δεν εξαιρείται. Τα 13 αγκάθια στη ράχη του και τα 4 στην κοιλιά του, είναι άκρως δηλητηριώδη και μπορούν να προκαλέσουν στον ανθρώπινο οργανισμό έντονο πόνο, πονοκέφαλο, εμετό, δύσπνοια και ίσως αλλεργικό σοκ. Η επαφή του με τον άνθρωπο, μπορεί να είναι θανατηφόρα μόνο σε περιπτώσεις που το θύμα υποφέρει από αλλεργίες, ή έχει επιβαρυμένη υγεία και ανήκει σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.

Το λεοντόψαρο είναι ιθαγενές του Ινδικού Ωκεανού, της Ερυθράς Θάλασσας, της Νότιας Αφρικής και της Ινδονησίας. Η ταχεία αναπαραγωγή και ανάπτυξή του, όπως επίσης και τα τοξικά αγκάθια του, αποτελούν τα “όπλα” με τα οποία το λεοντόψαρο κατακτά συνεχώς νέες περιοχές, προκαλώντας σοβαρές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.

Στην Καραϊβική αρχίζει η “αντεπίθεση” των ανθρώπων ενάντια σε αυτή την ταχέως αναπτυσσόμενη απειλή. Εκεί, δύτες προσπαθούν να “διδάξουν” τους καρχαρίες και τα χέλια να κυνηγούν και να τρώνε τα λεοντόψαρα, κάτι που, όπως φαίνεται, αρχίζουν και το καταφέρνουν.

Απειλή, λοιπόν, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει λόγος πανικού, καθώς είναι αντιμετωπίσιμη και όχι απολύτως ξένη προς εμάς. Αυτόχθονα δηλητηριώδη ψάρια όπως η δράκαινες και οι σκορπίνες ζουν ήδη στις θάλασσές μας και είμαστε απολύτως εξοικειωμένοι με αυτά. Αν και αρκετά πιο ισχυρό το δηλητήριο του λεοντόψαρου δε διαφέρει και πολύ από αυτό που διαθέτουν τα γνωστά μας τοπικά είδη. Καθώς ο εισβολέας από την Ερυθρά Θάλασσα αναμένεται να εξαπλωθεί, καλό είναι να τον αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Να μάθουμε δηλαδή να ζούμε μαζί του και να συνηθίσουμε να τον βλέπουμε στο νερό».