Ο ΘΕΠΟΣ «Απόλλων» αφήνει πίσω του την «Ηλέκτρα» και «τρυπώνει» φέτος στην «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Από τις χρυσοποίκιλτες Μυκήνες στον Βύρωνα του 1957

Συνέντευξη με την πρόεδρο του πολυπληθούς και δραστήριου Ομίλου, Εύη Αριστείδου

Αφοσιωμένος στο εγχώριο ρεπερτόριο παραμένει και αυτή τη χρονιά ο Θεατρικός Πολιτιστικός Όμιλος Σύρου «Απόλλων», που μετά την επιτυχία της Σοφόκλειας «Ηλέκτρας» αλλά και τις καρδιές μικρών και μεγάλων θεατών που μάγεψαν οι «καλικάντζαροι» των αδελφών Κατσιμίχα, προγραμματίζει την παρουσίαση μιας σειράς έργων με την υπογραφή κλασικών και σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών.

Με την ολοκλήρωση της «Ηλέκτρας», τα μέλη του πολυπληθούς και δραστήριου θιάσου άφησαν πίσω τους τις χρυσοποίκιλτες Μυκήνες για να μεταφερθούν στον Βύρωνα του 1957. Από εκεί, θα μας «αφηγηθούν» τις ιστορίες και τα πάθη των ανθρώπων μιας λαϊκής γειτονιάς, όπως περιγράφονται στην «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Το έργο ορόσημο της μεταπολεμικής ελληνικής δραματουργίας θα παρουσιαστεί από 28 έως 31 Μαρτίου 2020 και ώρα 21:00, στο Θέατρο Απόλλων, ενώ θα «ταξιδέψει» και ως τη Νάξο για την 32η Συνάντηση Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου, η οποία θα είναι αφιερωμένη στον μεγάλο Ναξιώτη δημιουργό του.

Σε συνέντευξή της στην «Κοινή Γνώμη», η πρόεδρος του «Απόλλωνα», Εύη Αριστείδου αναφέρεται στα φετινά σχέδια του Ομίλου, αλλά και στα «επίκαιρα» θέματα που πραγματεύεται η φετινή μεγάλη παραγωγή του, σε σκηνοθεσία Γιώργου Πάχου.

Η «Ηλέκτρα» ήρθε, ξεχώρισε, αγαπήθηκε και στο τέλος του προηγούμενου έτους παρέδωσε τη «σκυτάλη» στην «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Για ποιους λόγους επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο ως τη φετινή μεγάλη παραγωγή του Ομίλου, παραμένοντας ωστόσο πιστοί στην κλασική δραματουργία, από άλλο «στασίδι»;

“Η Ηλέκτρα ήταν η πρώτη μας επαφή με το αξεπέραστο έργο των μεγάλων τραγικών ποιητών του τόπου μας. Βυθιστήκαμε σε μια επίπονη ανάγνωση – ανάλυση για να κατανοήσουμε την κλασική δραματουργία  και να παραστήσουμε επί σκηνής τα πάθη των ηρώων του Σοφοκλή με προσοχή και υπευθυνότητα.

Για την επιλογή της Αυλής την ευθύνη φέρει ακέραια ο σκηνοθέτης μας Γιώργος Πάχος. Πάντοτε αγαπούσε τους κατοίκους της και χρόνια συζητούσε το ανέβασμά της. Έτσι με ένα άλμα 2.500 χιλιάδων χρόνων αφήσαμε τις χρυσοποίκιλτες Μυκήνες για τον Βύρωνα του 1957.

Άλλη πρόκληση αυτή. Και μας αρέσουν οι προκλήσεις. Η ανάγνωση διαφορετική αυτή τη φορά, όπως και τα πάθη των ηρώων του Καμπανέλλη.  Χρειάστηκε και πάλι κόπος για να αποκωδικοποιήσουμε τον τρόπο σκέψης και δράσης μιας γενιάς κοντινής αλλά και μακρινής ταυτόχρονα. Αυτά που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα για την Ελλάδα του 1957 ήταν άπιαστο όνειρο. Η ανάλυσή μας και πάλι πολυεπίπεδη. Από τα μεγάλα θέματα όπως το ποια ήταν η πολιτική κατάσταση στη χώρα, ποιες οι συνήθειες της τότε κοινωνίας, ποιοι οι ηθικοί κώδικες και αξίες, το ποσοστό των αναλφάβητων, μέχρι και τα ασήμαντα όπως πώς ντύνονταν οι άνθρωποι, πώς πλένονταν στη σκάφη, πώς διασκέδαζαν, πώς πέρναγαν τον ελεύθερο χρόνο τους, την ανασφάλειά τους, τον αγώνα για επιβίωση σε μια χώρα βαθιά τραυματισμένη από την προσφυγιά, τον εμφύλιο και τη μετανάστευση».

 

Λαϊκό αίσθημα, παλιά Αθήνα και έντονο ηθογραφικό στοιχείο. Θα έλεγε κανείς ότι ο ίδιος ο «Απόλλων» νοστάλγησε την ατμόσφαιρα και το συναισθηματικό πλαίσιο που δημιούργησε πριν από αρκετά χρόνια με τα «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού.

«Το μόνο κοινό στα δυο έργα είναι θα έλεγα το χρονικό πλαίσιο αναφοράς τους. Τα Κόκκινα Φανάρια αφορούσαν σε μια πολύ συγκεκριμένη περιοχή και σε πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους που πάλευαν να ζήσουν εκεί.

Οι ήρωες της Αυλής αντίθετα αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της λαϊκής τάξης της χώρας, την εποχή που η Ελλάδα πάσχιζε να υπερβεί τον διχασμό του εμφυλίου δίνοντας προτεραιότητα στην προσπάθεια για  οικονομική  ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία. Χωρίς να είναι ταξικά συνειδητοποιημένοι πασχίζουν να επιβιώσουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες φτώχειας και ανεργίας, χωρίς να χάνουν την αισιοδοξία τους, βρίσκοντας χαρά στα μικρά και ασήμαντα της καθημερινότητάς τους και με πίστη σε ένα καλύτερο αύριο. Με μια πορεία προς αυτό το καλύτερο αύριο  κλείνει και η τελευταία σκηνή του έργου αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση σε ηθοποιούς και θεατές».

 

Η «Αυλή» παρουσιάζεται συχνά από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους. Το 2013 είχε και μια θέση στην 25η Συνάντηση Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίων, που διεξήχθη στη Σύρο. Η σύγκριση της δουλειάς σας με αντίστοιχες παραγωγές άλλων ομάδων σας έχει απασχολήσει ή επηρεάσει όλα αυτά τα χρόνια;

«Όπως σημειώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα του προγράμματος του Εθνικού Θεάτρου για την παράσταση του 1982, η Αυλή των Θαυμάτων έγινε έργο αναφοράς, σχεδόν μυθικό. Οι χαρακτήρες του, η ιδεολογία του, η γραφή του, η τεχνική του, χωρίς καμία αμφισβήτηση, προσδιόρισαν την παραπέρα πορεία του νέου ελληνικού θεάτρου.

Για όλους αυτούς τους λόγους η Αυλή παίζεται και θα παίζεται τόσο στις επαγγελματικές σκηνές όσο και από ερασιτεχνικές ομάδες.

Ποτέ δεν μας απασχόλησε η σύγκριση με άλλες ομάδες. Ο καθένας πορεύεται με τις δυνάμεις και τα μέσα που έχει αλλά κυρίως με  την αισθητική του. Για παράδειγμα, έχουμε δει την Αυλή παιγμένη με υπέροχα σκηνικά που άλλοτε βοήθησαν στη δράση, κι άλλοτε παρέμειναν απλός  διάκοσμος. Επιλέξαμε μια μινιμαλιστική εκδοχή, απόλυτα σχηματική που δίνει την αίσθηση χωρίς να απαιτείται το χτίσιμο μιας ολόκληρης αυλής, τόσο για αισθητικούς όσο και για πρακτικούς λόγους αφού το έργο θα ταξιδέψει. Για εμάς το στοίχημα κι αυτή τη φορά αφορά στο να κάνουμε τον θεατή να πειστεί από την αλήθεια των καταστάσεων, να νοιώσει, να χαμογελάσει, να συγκινηθεί, να φορτιστεί και τέλος να νοιώσει την ίδια ανακούφιση κι ελπίδα με τους ήρωες του Καμπανέλλη».

Με την «Αυλή» θα δώσετε το «παρών» στη φετινή 32η Συνάντηση στη Νάξο, που είναι αφιερωμένη στον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Τι αισθήματα σας δημιουργεί αυτή η σύμπτωση;

«Ελάχιστος ο φόρος τιμής που θα καταθέσουμε στη γενέτειρα ενός από τους μεγαλύτερους  συγγραφείς της χώρας μας. Πιστεύουμε ότι θα είναι μια συγκινησιακά φορτισμένη παράσταση ιδιαίτερα αν θα είναι παρούσα και η κόρη του Κατερίνα την οποία θερμά ευχαριστούμε που μας επέτρεψε να παρουσιάσουμε αυτό το σπουδαίο - από κάθε άποψη – έργο».

 

Πόσο διαχρονική είναι η «γλώσσα» του έργου σε μια εποχή που η λαϊκή τάξη δέχεται ξανά ισχυρά χτυπήματα;

«Τα προβλήματα της τελευταίας δεκαετίας – τηρουμένων των αναλογιών - μοιάζουν σε αρκετά σημεία με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της Αυλής. Η μεταπολεμική ανάπτυξη που έφτασε πολύ καθυστερημένα στη χώρα μας δεν επέτρεπε στους απλούς ανθρώπους της εποχής εκείνης να ελπίζουν σε πολλά περισσότερα από μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους και να πασχίζουν για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Η απώλεια της ελπίδας και η ανάγκη για επιβίωση οδηγούσαν σε αναγκαστική μετανάστευση κυρίως το εργατικό δυναμικό της χώρας. Η σύγχρονη πραγματικότητα μας προσγείωσε απότομα αφού είχαμε ζήσει αρκετά θαυμαστά χρόνια ευημερίας και άνεσης, μας άφησε σε μια σύγχυση ενώ οδήγησε σε εθελούσια μετανάστευση σημαντικό αριθμητικά επιστημονικό δυναμικό».

 

Μετά από κάποια χρόνια που είχατε «περιοριστεί» ως ομάδα στις δύο παραστάσεις ανά έτος επιστρέφετε με ένα πλούσιο και πολυποίκιλο πρόγραμμα. Τι σας έδωσε ξανά την ώθηση για πολλαπλά και συνεχόμενα ραντεβού στο θεατρικό σανίδι;

«Α, μα είμαστε πια τόσο πολλοί, που δεν μας χωρούν δυο παραστάσεις. Βέβαια σημαντικός και κάποιες φορές ανασταλτικός παράγοντας είναι ο χρόνος που πρέπει όλοι να μοιράζουμε ανάμεσα στο θέατρο και σε άλλες δραστηριότητές μας. Πάντως έχουμε όρεξη, καλή συνεργασία, συμπόρευση χωρίς εγωισμούς και μικρότητες  και έναν χώρο δικό μας που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε και τρεις και τέσσερις παραγωγές τον χρόνο».

 

Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαρία Κίτρα, Αλέκος Σακελλάριος, Γεώργιος Σουρής. Όλα τα έργα που θα ανεβάσετε τη φετινή θεατρική σεζόν φέρουν την υπογραφή Ελλήνων συγγραφέων. Είναι κι αυτό μία σύμπτωση;

«Ας μην ξεχνάμε και τα σχέδια μας για Νίκο Καζαντζάκη, αφού έχουμε στα χέρια μας μια υπέροχη θεατρική απόδοση του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» από τους Νότη Περγιάλη και Γεράσιμο Σταύρου. Αλλά εκεί θα χρειαστεί όλο το δυναμικό μας κι άλλο τόσο ακόμη. Το θέλουμε όμως και θα το παλέψουμε.

Όπως επίσης έχουμε ανοιχτή την πόρτα για τον δικό μας Αντώνη Μπούμπα και το επόμενο παιδικό θεατρικό του που θα μας πλημμυρίσει «συναισθήματα».

Ναι, αυτή τη διετία έχουμε αφοσιωθεί στο ελληνικό ρεπερτόριο όχι για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, αλλά απλά επειδή εκεί μας έβγαλε ο δρόμος.

Ας τον περπατήσουμε όλοι μαζί, ηθοποιοί και θεατές κι ελπίζουμε ότι το τέλος του μόνο χαρά θα δώσει σε όλους μας».