Νιώθω ενοχές...

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Αν η γάτα της κολλητής μου δεν είχε χωθεί ολόκληρη μέσα στην τσάντα μου, τότε δεν θα είχε αποκαλυφθεί το μυστικό μου. Αλλά η έντονη μυρωδιά ιχθυόσκαλας που αναδυόταν μέσα από αυτή, της κίνησε την περιέργεια και εν τέλει, ξεμπροστιάστηκα.

“Ψόφησε κάτι”; απόρησε η φίλη μου, όσο η Μπουμπού άφηνε το DNA της σε κάθε ραφή της τσάντας.

“Ο σολομός που έφαγα χθες σε σάντουιτς” απάντησα δειλά, όμως το βλέμμα της συνέχιζε να είναι αχανές.

“Και γιατί το έβαλες εκεί; Το έκλεψες”; ρώτησε συγκλονισμένη, σαν να είχε μπροστά της ένα νέο Γιάννη Αγιάννη με πιο ακριβά γούστα.

Οφείλω να ομολογήσω πως δε μου ήταν καθόλου εύκολο να της εξηγήσω τη νέα τρέλα που υιοθέτησα κατά την ολιγοήμερη διαμονή μου στην Αθήνα. Όταν μάλιστα εξομολογήθηκα ότι, παρόλο που έφυγα για να ηρεμήσω, εγώ επέστρεψα με περισσότερα ψυχολογικά, φοβήθηκα ότι θα μου φέρει την τσάντα καπέλο, μαζί με το αιλουροειδές.

Δεν το έκανε όμως, διότι γνωρίζει και η ίδια, ότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Κάποτε, γύριζες από την πρωτεύουσα φορτωμένος με ψώνια και πεσκέσια συγγενών και τώρα το κάνεις, κρατώντας το τρελόχαρτο κορνιζωμένο, με την αφιέρωση, “τα άσπρα σου φωτίζουν τα μάτια. Με αγάπη, το προσωπικό του Δαφνί”.

“Ανησυχώ”, αναφώνησε η φίλη μου. “Έφυγες “άλλος με τη βάρκα μας” και γύρισες “εγώ δεν έχω τίποτα. Είμαι σαν τα πουρνάρια. Μονάχος μου ξεφύτρωσα σ' αυτό τον μαύρο κόσμο”. Τι σου συμβαίνει”; με ρώτησε ανησυχητικά.

Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να της μιλήσω, για να καταλάβει επιτέλους για ποιο λόγο άρχισα να της θυμίζω την Αστέρω.

Ήταν νύχτα. Η άμαξα είχε ξαναγίνει κολοκύθα. Ωστόσο, επειδή αποδείχθηκα αδύναμος να δαμάσω το άδειο στομάχι μου, κατευθύνθηκα στο πλησιέστερο ταχυφαγείο. Δέκα λεπτά αργότερα, βγήκα από το κατάστημα με τη σακούλα στο χέρι, ανυπομονώντας να φτάσω στο σπίτι. Λίγο πριν περάσω το δρόμο απέναντι, με σταμάτησαν δύο άντρες με σακ βουαγιάζ στην πλάτη.

“Φίλε, μήπως έχεις είκοσι λεπτά”; με ρώτησε ο ένας, μιλώντας σπαστά ελληνικά, όσο ο άλλος πήγε και στάθηκε πίσω μου.

Παρόλο που για δευτερόλεπτα σκέφτηκα να βάλω το χέρι μου στην τσέπη και να του δώσω ό,τι πιάσουν τα δάχτυλά μου, το ένστικτό μου με έπεισε να το αποφύγω.

“Δυστυχώς, όχι. Συγγνώμη!” απάντησα γρήγορα και επιτάχυνα το βήμα μου.

Έχοντας στο μυαλό μου ότι το περιστατικό αυτό ήταν σαν όλα τα άλλα που αντιμετώπιζα κατά το παρελθόν, ως μόνιμος κάτοικος Αθήνας, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, όταν ξαφνικά άκουσα τον έναν από τους δύο άνδρες να φωνάζει με οργή και αγανάκτηση, “εσύ όμως ΤΡΩΣ!”.

Πάγωσα και προς στιγμήν, κοντοστάθηκα. Τότε, ένα αόρατο τηλεκοντρόλ άλλαξε τα χρώματα της πραγματικότητας και όλα έγιναν ασπρόμαυρα. Προσπαθώντας να κατανοήσω τι συμβαίνει, με το άρωμα της φρεσκοτηγανισμένης πατάτας να μην τρυπώνει άλλο πια στα ρουθούνια μου, άρχισα να βλέπω γύρω μου πράγματα που ο πρωινός ήλιος τα κρατούσε σκοπίμως στη σκιά του. Ανθρώπους, να “ψαρεύουν” με αυτοσχέδια καλάμια φαγώσιμα από τα σκουπίδια. Τσάντες με περισσευούμενο φαγητό, κρεμασμένες σε πόρτες σπιτιών και μαγαζιών, για να βρουν αντίκρισμα σε εκείνους που αναζητούν κάτι, να “ξεγελάσουν” την πείνα τους. Αποστεωμένες φιγούρες, σκυμμένες σε στάσεις λεωφορείων, σαν να παίζουν “στρατιωτάκια ακούνητα μέρα ή νύχτα”, χωρίς να ξέρεις αν θα επιστρέψουν στην αρχική θέση τους, ή αν θα πρέπει εσύ να τους πλησιάσεις και να τους πληροφορήσεις ότι το “παιχνίδι” δυστυχώς τελείωσε.

Από την επόμενη κιόλας ημέρα, η τσάντα μου μετατράπηκε σε ψυγείο. Ό,τι φαγώσιμο αγόραζα, το έκρυβα, μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Όχι, γιατί φοβόμουν ότι κάποιο χέρι θα βρεθεί να μου το αρπάξει, αλλά γιατί αισθανόμουν ότι περιφέροντάς το, ακόμα και με τη σακούλα προκαλώ και στεναχωρώ εκείνους που το λαχταρούν. Εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν το παράδειγμά μου και να διαβούν το κατώφλι του σούπερ μάρκετ. Εκείνους που βλέπουν πλέον το φαγητό σαν ένα χρυσό περιδέραιο στη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου. Εκείνους που δεν έχουν τα χρήματα να επισκεφτούν το μανάβη και παρατηρούν εσένα να περνάς από μπροστά τους κρατώντας μια σαλάτα, άνω των 5 ευρώ, που αγόρασες είτε επειδή βαριόσουν να κόψεις το μαρούλι στο σπίτι σου ή γιατί πολύ απλά, είχες και το έκανες.

“Δηλαδή, εκτός των άλλων, τώρα θα πρέπει να κρύβουμε και ότι τρώμε”; αναρωτήθηκε η φίλη μου.

“Δεν ξέρω”, αποκρίθηκα, αδυνατώντας να φανταστώ σε ποια “όχθη” πιθανόν να βρεθώ εγώ αύριο.

“Θα φτάσουμε ποτέ σε αυτή την κατάσταση; Εδώ είναι διαφορετικά τα πράγματα” είπε, χωρίς να λάβει καμία απάντηση.

Εκείνο το βράδυ, πήραμε τη μηχανή και πήγαμε βόλτα όπου πιο μακριά μπορούσαμε. Κάτσαμε σε ένα πεζούλι μπροστά από τη θάλασσα, βγάλαμε από την τσάντα της δύο λαχταριστές πίτες και αναψυκτικά. Λίγο πριν δαγκώσω τη δική μου, με σταμάτησε απότομα.

“Ένα αμάξι είναι παρκαρισμένο εκεί στα σκοτεινά. Μας παρακολουθούν” φώναξε τρομοκρατημένη.

“Μην ανησυχείς, αυτή τη στιγμή δεν κοιτάζουν εμάς”, απάντησα χαλαρά.

“Αλλά”;

“Την οροφή του αυτοκινήτου”, χαμογέλασα.

Και αφού την καθησύχασα, τσουγκρίσαμε τις ξεροψημένες πίτες μας, αρχίζοντας και επίσημα το φαγοπότι.

Διαβάστε ακόμα