Όταν ο λύκος δεν είναι εδώ

Μυρίζει μανούλα...

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Αλήθεια...δεν ήταν “μαμάκιας”

Κι ας πάσχιζαν να τον διαψεύσουν τα παιδικά χαρακτηριστικά του, οι παρεξηγήσιμοι λεπτοί τρόποι του, το ανενεργό ηφαίστειο τεστοστερόνης και οι συχνές τάσεις του για απομόνωση και περισυλλογή εντός των τεσσάρων τοίχων.

Δεν επιζητούσε την προσοχή της... Τη θεωρούσε δεδομένη. Αυτονόητη. Και δεν έβλεπε το τείχος, που εν αγνοία του είχε αρχίσει να ορθώνεται ανάμεσά τους. Εκείνος εξερευνούσε το “άγνωστο”. Εκείνη ήταν απασχολημένη με τον διττό και άχαρο ρόλο που της είχε ανατεθεί, αντικαθιστώντας μία φιγούρα, που δεν κατάφερε ποτέ να πάρει σάρκα και οστά, όσο κι αν το απαίτησε ή το εξαγόρασε.

Οι εμφύλιες συγκρούσεις τους ήταν σφοδρές. Εκείνος μπερδεμένος και αντιδραστικός. Εκείνη φοβισμένη και προσκολλημένη στον μικρότερο γιο της. “Εσύ είσαι σοβαρός. Θα τα καταφέρεις” του είπαν και αδυνατώντας να ξορκίσουν κάθε στερεοτυπικό δαίμονα που τους “έτρωγε” τα σπλάχνα, τον εγκατέλειψαν στην αφετηρία για να ανηφορίσει μόνος του στον Γολγοθά της εφηβείας. Για να ανακαλύψει μόνος του την προσωπική του “Αμερική”. Για να αντιμετωπίσει μόνος του την σκληρότητα της ανθρώπινης φύσης. Σερνόταν και κοιτούσε πεισματικά πίσω του, προσμένοντας ένα νεύμα.

Δεν ήταν “μαμάκιας”... αλλά ήθελε έναν συνοδοιπόρο.

Και όταν ο αέρας τελείωσε για τον ίδιο και τα λεπτά του ήταν μετρημένα, εκείνη δίστασε να του δώσει λίγο από το οξυγόνο της. Κι ας του είχε πει: “μην φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ”. Δεν τον ακολούθησε. Τον άφησε να κολυμπήσει μονάχος στα βαθιά. Τον είδε να βουλιάζει, να καταπίνει νερό, να κουράζεται. Εκείνη τον πλησίαζε πότε-πότε και του έδινε κρυφά μία πετσέτα για το πρόσωπό του. Αυτό μπορούσε. Αυτό της επιτρεπόταν. Εκείνος ζητούσε κι άλλα.

Δεν ήταν “μαμάκιας”, αλλά ήθελε ένα χέρι. Ένα χέρι δυνατό και σταθερό να τον τραβήξει έξω.

Σήμερα, δείχνει να τα έχει καταφέρει και εκείνη καμαρώνει γι' αυτόν. Είναι περήφανη και καυχιέται για την επιτυχία του. Όμως, εκείνος ζητάει κι άλλα. Όπως κάθε μεσημέρι, πήρε από τα χέρια της το κρύο ταπεράκι με το κρύο φαγητό, μπήκε στο κρύο σπίτι του και το πέταξε στον κρύο νεροχύτη μαζί με τα υπόλοιπα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κρύωνε. Τρύπωσε κάτω από τα παπλώματα. Βρήκε την κάρτα για τη “Γιορτή της Μητέρας” που έγραψε και έκρυψε στο μαξιλάρι.

Όχι, δεν είναι μαμάκιας... απλά ήθελε τη μαμά του.

Η παρα-μάνα

(β' ιστορία)

“Θα κρυώσει το γάλα σου”! “Μιλάω με τον μπαμπά μου”.

“Έχω σερβίρει”! “Μιλάω με τον μπαμπά μου”.

“Είναι ώρα να ξαπλώσεις”! “Μιλάω με τον μπαμπά μου”.

Το ρεφρέν επαναλαμβανόταν από τότε που ο σούπερ μπαμπάς της έκρινε σωστό να της αγοράσει κινητό. Εκείνη διαφωνούσε με τη λογική ένα οχτάχρονο κοριτσάκι να έχει το δικό του κινητό, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αν έφερνε αντίρρηση, θα ήταν η κακιά (παρα)μάνα που θέλει να απομακρύνει την κόρη της από τον σούπερ μπαμπά της.

Έτσι αισθανόταν τον τελευταίο καιρό. Παραμάνα, που φροντίζει την “κυρία” της, την ταΐζει, την ποτίζει, την διαβάζει, την κανακεύει και την προετοιμάζει για να συναντήσει τον “Ρωμαίο” σούπερ μπαμπά της. Πώς μπορούσε να μπει εμπόδιο σε έναν τέτοιο μεγάλο “έρωτα”;

Στα μάτια της μικρής, το σπίτι της μαμάς έμοιαζε με εσώκλειστο σχολείο, από το οποίο δεν έβλεπε την ώρα να δραπετεύσει για να βρεθεί στον “παράδεισο” του σούπερ μπαμπά, που δεν της χαλούσε ποτέ χατήρι και δεν άρχιζε τα “πρέπει” και τα “μη” των αδερφών της.

Δεν ήξερε τι είχε κάνει λάθος. Δεν ήξερε αν είχε κάνει λάθος. “Τρέμουμε στην ιδέα μήπως ανοίξουμε την πόρτα και σε βρούμε νεκρή στο πάτωμα. Ή αυτός, ή εμείς”, της είπαν τα μεγάλα παιδιά της ένα βράδυ και πήρε την απόφασή της. Όχι, δεν είχε κάνει λάθος, αλλά η επιλογή είχε και το τίμημά της.

“Θα μείνω στον μπαμπά το σαββατοκύριακο. Θα πάμε και σινεμά”, την ενημέρωσε η μικρή.

Τα παιδιά ήταν στους φίλους τους και το σπίτι φαινόταν σαν σχολικό προαύλιο το καλοκαίρι.

Η μικρή είδε τις ξαδέρφες της να ετοιμάζουν ζωγραφιές και κάρτες για τη γιορτή της μητέρας. “Σ' αγαπώ μαμά”, ήταν γραμμένο με κόκκινο μαρκαδόρο. “Εσύ τι δώρο έκανες στη μαμά σου”; τη ρώτησαν. “Τίποτα” απάντησε δειλά. “Θα έπρεπε, τόσα έχουν κάνει εκείνες για εμάς”, τη συμβούλευσε η μεγαλύτερη. “Ναι, αλλά μας φωνάζουν και μας μαλώνουν”, ανταπάντησε η μικρή. Η ξαδέρφη της την πλησίασε και της έπιασε το χέρι. “Γιατί μας αγαπάνε και μας νοιάζονται πραγματικά”, της είπε γλυκά.

Το ίδιο απόγευμα τα τηλέφωνα είχαν σπάσει. Η μικρή εξαφανίστηκε και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Όλοι είχαν ανησυχήσει. Εκείνος αναγκάστηκε να καλέσει σπίτι. Εκείνη έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Άρπαξε το σακάκι της και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Η μικρή στεκόταν στο κατώφλι.

“Κόρη μου, είσαι καλά;” τη ρώτησε ταραγμένη. “Γιατί έφυγες; Ο πατέρας σου σε ψάχνει να πάτε σινεμά”.

“Θέλω να πάμε μαζί” της είπε, με κατακόκκινα μάτια.

Εκείνο το απόγευμα ξαναβρήκε κάτι που το είχε χάσει και δεν το άφησε να ξεγλιστρήσει ούτε στιγμή από τα χείλη της. Όχι, δεν είχε κάνει λάθος.

Διαβάστε ακόμα