Όταν ο λύκος δεν είναι εδώ

Σαμπό στο καπηλειό

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

“Εστίασε το βλέμμα σου στην ευθεία. Κράτησε απόσταση ασφαλείας από τις “πίσω” σου. Άπλωσε το χέρι σου περιμετρικά στον ώμο μου και κλείδωσε το “λεβιέ ταχυτήτων” σου μέχρι νεωτέρας”.

Αυτό γινόταν όλο το βράδυ. Ακούγαμε μία αφιονισμένη να προσπαθεί να “παρκάρει” τον δόλιο το φίλο της μέσα στην ταβέρνα και συγκεκριμένα στο δικό μας τραπέζι. Το κεφάλι μου είχε γίνει χύτρα ταχύτητος. Ζήτησα από το σερβιτόρο να φέρει το λογαριασμό, να δω τι αμαρτίες πληρώνω, αλλά με αγνόησε πλήρως. Ωστόσο, αυτή συνέχιζε να του διαβάζει το manual. “Μην πίνεις πολύ. Μη μιλάς όταν μασάς. Μην προσθέτεις πιπέρι στη λούζα. Μην τρως με τα χέρια. Μην σκουπίζεσαι στα μαλλιά μου”.

“Μη μου τους κύκλους τάραττε”, επιτέλους μαντάμ. “Μη”....τρόπος του λέγειν. Γιατί είχε ήδη καταφέρει να κάνει τους κύκλους μου μαλλιά κουβάρια. Μία μπουκιά θέλαμε να βάλουμε στο στόμα μας και την είχαμε να πεταρίζει μες στ' αυτιά μας. Και είναι το είδος του κουνουπιού που μου προκαλεί τη χειρότερη αναφυλαξία. Ξανθό πλατινέ του γάλακτος, που αν το ρωτήσεις “τι γνωρίζει από τη Σκύλλα” - το τάλε κουάλε της Χάρυβδης, θα σου απαντήσει το “εδώ σε θέλω καρδιά μου”.

Ζήτησα από το σερβιτόρο μία μυγοσκοτώστρα και αυτός εξακολουθούσε να με αγνοεί. Στην πορεία έμαθα ότι το παλικάρι δεν με αγνοούσε, απλά ήταν αλλοδαπός και τα μόνα ελληνικά που ήξερε είναι “ορίστε”, “ευχαριστώ” και “στο βάθος δεξιά”. Αν γνώριζα τι θα περνούσαμε, θα είχα φροντίσει να λουστώ από το σπίτι με εντομοαπωθητικό. Να βάλω μία ταμπλέτα στο πέτο. Να μάθω έστω λίγα ρουμάνικα, να συνεννοηθώ με τον “συνεργό” μου.

Αλλά έπρεπε να το φανταστώ εξ' αρχής ότι αυτή η βραδιά θα ήταν μια σκέτη αποτυχία. Γιουροβίζιον χωρίς πίτσα και εξάδα σόδες στο σπίτι είναι σαν γενέθλια χωρίς τούρτα. Σαν χωριάτικη χωρίς παπάρα. Σαν Επιτάφιος χωρίς “Μυρτώ”. Ήμουν απόλυτα σίγουρος. Ο Θεός με τιμωρούσε επειδή απαρνήθηκα τα χρηστά ήθη και έθιμα αυτού του θεσμού. Κοντοσούβλια και καλαμάρια γεμιστά με φέτα να πηγαινοέρχονται την ώρα που η Μπόνι Τάιλερ κατέθετε επί σκηνής ψυχή και σμιλευμένη μύτη; Αυτό ήταν ιεροσυλία. Χρειαζόμουν επειγόντως έναν ήρωα να με σώσει, αλλά με τέτοια μασαμπούκα που έπεφτε τριγύρω, ποιος θα μπορούσε να πάρει τα πόδια του;

Συν τοις άλλοις, ήμουν υποχρεωμένος κάθε τρεις και λίγο να έρχομαι αντιμέτωπος με τους “βαρβάτους” θαμώνες του μαγαζιού, οι οποίοι επιχειρούσαν να αλλάξουν κανάλι και να βάλουν αθλητικά στην καλωδιακή.

“Καλά είναι με το τόπι. Δε βαρεθήκατε”; προσπαθούσα να τους πείσω. “Ας δούμε λίγο Γιουροβίζιον”.

“Πώς λέγεται”; με ρωτούσαν, εκδηλώνοντας ξαφνικό ενδιαφέρον.

“Γιουροβίζιον” επαναλάμβανα εγώ και ένα πονηρό χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη τους.

“Εντάξει, ας το δούμε”, απαντούσαν και έτρεχαν με ενθουσιασμό στη θέση τους.

Έτσι έμαθα το κόλπο και σε παρόμοιες περιπτώσεις, τόνιζα επιτηδευμένα το δεύτερο συνθετικό της λέξης, για να τους μαλακώνω.

“Τι σου είναι το βίζιον (μτφ: θέαμα)... Μέχρι και μουστάκι σε βάζει να ξυρίζεις” είπε εύστοχα το δόλιο και όλοι οι υπόλοιποι ξεσπάσαμε σε γέλια.

“Μην λες κρυάδες”, τον μάλωσε το απόστημα του Παττακού και το καημένο ντράπηκε.

Από τις τόσες “παντοφλιές” που είχε φάει εκείνη τη νύχτα είχε αρχίσει να μωλωπίζει. Και αυτή δεν ήταν μια τυχαία παντόφλα, αλλά ένα αόρατο ανατομικό σαμπό της εντατικής που άμα πέσει επάνω στους γλουτούς σου, στους κάνει -μέχρι να πεις κύμινο- πασχαλινά αυγά. Το ίδιο σαμπό κοσμεί τα κεφάλια όλων μας και μόλις κάνουμε, πούμε, ή γράψουμε κάτι που ενδεχομένως ενοχλεί, αφυπνίζει, δυναμιτίζει, προβληματίζει και έρχεται σε κόντρα με προσωπικά συμφέροντα, μύχια συναισθήματα, κομπλεξικά γαϊτανάκια και απωθημένα, πέφτει η ράβδος. Αναπόφευκτη τιμωρία, επειδή πήρες θάρρος με την εκτίμηση ότι ελευθερία δεν είναι μόνο η Αρβανιτάκη. Αξίζει να επαναστατήσεις και να σπάσεις τις αλυσίδες, κληρονομώντας όμως μερικά κατάγματα στην πλάτη και στη μέση; Η ερώτηση δεν είναι ρητορική, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε να την απαντήσουμε ξεροσφύρι. Οπότε, παραγγείλαμε άλλα δύο μπουκάλια.

“Μάστορα, σήμερα alcohol is free;” ρώτησα τον ιδιοκτήτη.

“Αυτά στο Μάλμε. Εδώ 70 ευρώ”, πέταξε ωμά και το εγκεφαλικό ήδη έστριβε απ' τη γωνία.

Μέσα σ' όλα είχαμε και την άλλη να έχει βάλει τον αυτόματο και να θερίζει.

“Μη σκαλίζεις τα δόντια σου. Μη κουνάς την καρέκλα. Μην φαίνεσαι πιο ωραίος από μένα. Μη, μη μου κρύβεις το φως”.

“Μη βάζεις μαράζι και μη σε τρομάζει το σκληρό χαλάζι και η κακοκαιριά” άρχισα να κελαηδάω και εγώ μετά το έκτο κρασοπότηρο.

Όμως δεν θα την άφηνα έτσι. Πίσω είχε ο “αχλάδος” την ουρά. Μόλις πληρώσαμε, επέμενα να φύγουμε πρώτοι. Το δόλιο και η κύρια του κάθισαν λίγο ακόμα. Είπα στους άλλους να μην απομακρυνθούμε γρήγορα από το κατώφλι του μαγαζιού.

“Γιατί με ρώτησαν”;

“Θα δείτε”, τους απάντησα.

Και σε λίγα δευτερόλεπτα ακούσαμε το ξανθό πλατινέ να ουρλιάζει.

“Νερό, νερό! Ποιος έβαλε πιπέρι στη λούζα”;

Οι φίλοι μου γύρισαν και με κοίταξαν.

“Για την Ελλάδα ρε ντεκότο”, πανηγύρισα και πέταξα το κουτάκι με το μπαχαρικό στον διπλανό κάδο σκουπιδιών.

Διαβάστε ακόμα