Όταν ο λύκος δεν είναι εδώ

Τι να μας πει και η Μεγκ Ράιαν

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Αν είχε φωνή, θα με είχε βρίσει. Αν είχε χέρια, θα με είχε χτυπήσει και αν είχε πόδια θα με είχε κλωτσήσει. Γενικότερα αν είχε ανθρώπινη ύπαρξη, μία μορφή βίας θα την είχε ασκήσει επάνω μου ως αντίποινα για όλα τα βασανιστήρια που υπέστη εξαιτίας μου.

Το ποδήλατό μου δεν ήταν ένα οποιοδήποτε δίκυκλο. Ήταν ένα από τα οχήματα που είχαν οι Ολυμπιονίκες του 2004 για να προπονούνται και να σφίγγουν τους μηρούς τους. Αυτό επεσήμαναν οι ρασοφόρες “νονές μου” και μου “χρύσωσαν” το χάπι. Μεταχειρισμένο μεν, με κύρος και φήμη δε, που μόλις πέρασε στην ιδιοκτησία μου αμαυρώθηκε ολοσχερώς.

Όταν κάθισα στη σέλα για πρώτη φορά, είχα την αίσθηση ότι διακτινίστηκα στο Γύρο της Γαλλίας, από τον οποίο θα έφευγα τουλάχιστον με ασημένιο μετάλλιο. Οραματιζόμουν εκρηκτικά σπριντ, σκληρές αναβάσεις, απότομες κατηφόρες και αναμετρήσεις σε τεχνικά δύσκολες επιφάνειες, όπως το πλακόστρωτο στο Paris – Roubaix.

Τελικά, ούτε μέχρι τον “Βράχο” δεν κατάφερα να φτάσω από την κόπωση. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει κατακόκκινες κουκκίδες και ο δρόμος μου φαινόταν σαν κρεμασμένο σεντόνι στο μπαλκόνι μετά την πρώτη νύχτα γάμου.

Αφού το φιλοσόφησα, κατέληξα στην άποψη ότι δεν ήμουν για τέτοια. Μπες – βγες στο λεωφορείο, το μετρό και το ταξί για χρόνια ολόκληρα δε μου ήταν εύκολο να προσαρμοστώ σε ένα νέο τρόπο ζωής για λίγες μόνο ημέρες. Συνεπώς, το ποδήλατο σφραγίστηκε σε φιλικό γκαράζ και εγώ επέστρεψα στην αστική καθημερινότητά μου.

Όταν μετά από χρόνια, γύρισα στο νησί, η μετακίνηση ήταν η πρώτη εκκρεμότητα που έπρεπε να διευθετηθεί. Έτσι, οι πόρτες του γκαράζ άνοιξαν και το ποδήλατο, που με περίμενε υπομονετικά σαν πιστή Πηνελόπη είδε και πάλι το φως της ημέρας. Το πήρα μαζί μου και του υποσχέθηκα ότι η περίοδος σκοταδισμού είχε παρέλθει για αυτό ανεπιστρεπτί.

Τα πράγματα όμως ήταν ακόμη πιο δύσκολα, αφού η τοποθεσία του νέου μου σπιτιού δεν με βοηθούσε “να πάρω το ποδήλατο και να φύγω για τ' αδύνατο”, όποια ώρα και στιγμή το επιθυμούσα. Αρχικά, ξεκίνησα να το παίρνω παραμάσχαλα και να το ανεβάζω σιγά-σιγά από τα σκαλιά. Στη συνέχεια και επειδή κόντευα να βγάλω εισιτήριο διαρκείας στον ορθοπεδικό, σκέφτηκα άλλες λύσεις. Το πάρκαρα όπισθεν του Νοσοκομείου και το χρησιμοποιούσα για τη μετακίνησή μου στο κέντρο. Το ποδήλατο παρέμενε εκεί. Με περίμενε στωικά, υπομένοντας βροχές, λιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς.

Όταν η ταχύτητα και ο ρυθμός έγιναν επιτακτική ανάγκη, το ποδήλατο επέστρεψε στη γνωστή θέση του, έξω από το σπίτι και αντικαταστάθηκε από ένα σκουτεράκι. Δε δυσανασχέτησε. Κάθισε εκεί όπου το τοποθέτησα, προσπαθώντας να φανεί χρήσιμο με άλλους τρόπους, είτε σαν εικαστικό δρώμενο στη γειτονιά, είτε σαν πολυθρόνα για γάτες, είτε σαν προσωρινός κάδος απορριμμάτων μέχρι να περάσει ο υπάλληλος του δήμου και να μαζέψει τις τσάντες.

Δεν παραπονέθηκε ποτέ. Ούτε, όταν έμεινε για εβδομάδες παρατημένο μπροστά στην πιάτσα των ταξί, περιμένοντας να χαλάσει και πάλι η μηχανή για να το θυμηθώ και να το πάρω πίσω. Με περίμενε υπομονετικά. Και δε μίλησε, ούτε όταν το πήρα μαζί μου στο νέο σπίτι και το άφησα για μήνες κάτω από το παράθυρο.

Πριν λίγες ημέρες, ρίχνοντας μία κλεφτή ματιά από τις γρίλιες, κάτι μου κίνησε την περιέργεια. Κάτι έλειπε. Άνοιξα το παράθυρο και η γωνιά του ήταν άδεια. Έφυγε. Χάθηκε. Κουράστηκε. “Δεν πειράζει” σκέφτηκα. “Ο καινούριος ιδιοκτήτης του ίσως να το εκτιμήσει περισσότερο από εμένα”.

Όσο περνούσαν τα λεπτά ένα κενό άρχισε να σχηματίζεται κάτω από τα πόδια μου. Και η τρύπα συνεχώς μεγάλωνε. Λίγο πριν με καταπιεί, ανέβηκα στη μηχανή και πήρα τους δρόμους για να το αναζητήσω. Να του ζητήσω συγγνώμη και μία δεύτερη ευκαιρία. Όμως δεν το είδα πουθενά. Και μέσα σε όλα, με εγκατέλειψε και η μηχανή. Μου ζητούσε να την “ποτίσω”, πράγμα αδύνατο δύο τα ξημερώματα και χωρίς δραχμή.

Γύρισα με τα πόδια. Μόνος, απογοητευμένος και βυθισμένος στις σκέψεις μου. Γιατί η ζωή μοιάζει με ένα σπίτι που έχει κατασχεθεί; Γιατί βλέπεις κάθε μέρα να σου παίρνουν τα πράγματά σου, χωρίς πλέον να μπορείς να κάνεις κάτι; Και δεν μπορείς, γιατί είναι πια αργά. Δεν φανταζόσουν ότι κάποια στιγμή θα τα χάσεις και τα άφησες στην τύχη τους. Αμέλησες και τα παραμέλησες. Και τώρα, βρίσκεσαι στο δρόμο μόνος σου, να μετράς μαζί με το κράνος σου απώλειες. Απώλειες υλικές, ανθρώπινες, φιλικές, συγγενικές. Απώλειες που δεν είχες προβλέψει, απώλειες που δεν ήξερες ότι θα κληθείς να αντιμετωπίσεις.

Και όταν αρχίσεις πλέον να εκτιμάς αυτό που έχεις δίπλα σου, διαπιστώνεις ότι δε σε περιμένει άλλο, γιατί κίνησε για άλλες εμπειρίες λυτρωτικές.

Τι να μας πει λοιπόν και η Μεγκ Ράιαν, που στην “Πόλη των αγγέλων” είδε από κοντά το θαύμα της Χιουντάι; “Έφυγε” για την πόλη μαζί με το ποδήλατο της. Δεν έμεινε πίσω να το δει παλιοσίδερα, να πεθάνει από τη στεναχώρια της. “Έφυγαν” μαζί. Γιατί η απώλεια είναι ύπουλο συναίσθημα και χωρίς καλή παρέα....χάνεις το μέτρημα.

Διαβάστε ακόμα