Φθοροποιό Εγώ

Εικόνα Άννα - Τερέζα Δαλμυρά

“Όταν κατανοήσεις ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αντιμετωπίζει τη ζωή με το κιάλι... μόνο τότε θα μπορέσεις να συνυπάρξεις ομαλά με τους γύρω σου” σχολίασε μία φίλη μου σε έναν περίπατό μας, που περισσότερο με ψυχανάλυση θα έλεγες ότι μοιάζει παρά με “αυτοψία” στις “πληγές” της Ερμούπολης. Παρόλα αυτά, εγώ της απάντησα πως διαφωνώ!

Η συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή την απόφασή μας να πραγματοποιήσουμε μία πολύωρη βόλτα στο ιστορικό κέντρο του νησιού ώστε να καταγράψουμε στη μνήμη μας όσα βλέπουμε. Πήραμε “αγκαλιά” ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ και “ριχτήκαμε” στον αγώνα της παρατήρησης. Επισκεφθήκαμε κάθε γωνιά της πόλης και σκανάραμε κάθε κτήριο. Μπερδευτήκαμε ανάμεσα στα ψηλά αρχιτεκτονικά “διαμάντια”, αγγίξαμε τις πληγωμένες από το χρόνο κεντρικές ξύλινες εισόδους των νεοκλασικών, ξύσαμε τους σοβάδες από τα ξεθωριασμένα χρώματα που είχαν απομείνει σε κάποια από αυτά, “μυρίσαμε” την υγρασία που έχει στοιχειώσει το Είναι τους, μετρήσαμε... τα αμέτρητα ξύλινα κουφώματα, διαβάσαμε τις μαρμάρινες επιγραφές με τα αρχικά των παλαιών αλλά και νέων ιδιοκτητών και “γευτήκαμε” τη μυρωδιά των λουλουδιών αλλά και των ξερών χόρτων που έχουν φυτρώσει στα “θεμέλιά” τους.

Εκείνο το μεσημέρι, θα έλεγε κάποιος, πως απολαύσαμε έναν περίπατο στο χρόνο. Ήταν σα να διαβάζαμε βιβλία που έχουν γραφτεί για τον τόπο, για το δύσκολο αγώνα των πρώτων κατοίκων να επιβιώσουν, να αναπτυχθούν και να χαρίσουν στην πράξη ανάσα ζωής σε τούτο το μικρό νησί και όχι μόνο. Οι ώρες εκείνες έμοιαζαν σα να “σκαρφαλώσαμε” στα ψηλότερα ράφια μίας “σκοτεινής” και καλά φυλαγμένης βιβλιοθήκης και να ξεσκονίσαμε για να διαβάσουμε τις αξιόλογες αναφορές που έχουν καταγραφεί από πνευματικούς ανθρώπους για το νησί, ρίχνοντας φως στην άγνοιά μας. Η λαχτάρα μας να “φωτογραφίσουμε” με τα μάτια μας την πόλη που ζούμε, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε – έστω και καθυστερημένα - τί ακριβώς έχουμε στα χέρια μας και τί αφήνουμε να χαθεί στη φθορά του χρόνου. Ως μονάδες, ως ομάδες, ως συνδημότες μα πάνω από όλα ως συγκάτοικοι στη γενέτειρά μας.

Προσπαθώντας να εστιάσουμε στο κύριο πρόβλημα, καταλήξαμε στο γεγονός πως ουδείς έχει ενδιαφερθεί ουσιαστικά για τη Σύρο. “Ευθύνη έχουμε όλοι” τόνισε κατηγορηματικά η συνοδοιπόρος μου στον περίπατο της Ιστορίας, λέγοντας παράλληλα πως “αιτία της αδιαφορίας μας για τη φθορά του νησιού, που μοιάζει έντονα με εκείνη των κτηρίων της πόλης είναι το δεσπόζον Εγώ μας. Η ματαιοδοξία εκείνων, που η αδιαφορία μας τους έφερε και τους διατήρησε σε θέσεις ευθύνης και άφησαν τη φθορά να απλωθεί σε κάθε γωνιά του τόπου. Τελματώνοντας την καθημερινότητά μας, μηδενίζοντας την ανάπτυξή μας και αδυνατώντας να συλλάβουν την ανάγκη μας για αλλαγή και ζωή και όχι απλά για επιβίωση”.

Συνεχίζοντας τον περίπατό μας και φτάνοντας στο Νησάκι, προχωρήσαμε στον μόλο. Εκεί όπου είχαμε θέα ένα μεγάλο τμήμα του νησιού. Αφού θαυμάσαμε την άποψη της Σύρου από εκείνο το σημείο και λίγο πριν αποχαιρετίσουμε το ταξίδι στο χρόνο, κάναμε τον απαραίτητο παραλληλισμό και καταλήξαμε σε ένα συμπέρασμα. Η Σύρος και η Ερμούπολη, μοιάζει θα έλεγε κανείς με ένα από αυτά τα κτήρια που κουβαλούν στην πλάτη τους όλη την ένδοξη πορεία προς την ακμή και που φαινομενικά έχουν “αφήσει” όσα είχαν να “αφήσουν” στον ρου της Ιστορίας. Όμως, τα σημεία της μπογιάς που δεν έχουν ξεβάψει και που λειτουργούν ως “φωτεινοί σηματοδότες”, ψιθυρίζοντάς μας πως ετούτος ο τόπος όχι μόνο δεν τελείωσε αλλά έχει αγώνα και μέλλον, αυτά τα σημεία, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά, απαιτούν μάτια ικανά που να μην είναι εγκλωβισμένα σε ένα φθοροποιό Εγώ αλλά σε ένα δημιουργικό Εμείς.

Διαβάστε ακόμα