Το πωλητήριο της ιστορίας

Εικόνα Τέτα Βαρλάμη

Δε με αφορά καθόλου η μερίδα των «αγωνιστών» που συστήνεται με το μεταπολιτευτικό σλόγκαν «Ήμουν κι εγώ εκεί» ή αυτοχαρακτηρίζεται ως «Γενιά του Πολυτεχνείου».

Δεν επιτρέπω να με αγγίξουν οι βολεμένοι, οι πουλημένοι, οι «γιάπηδες», οι συμβιβασμένοι, οι κάπηλοι μιας γενιάς που την υπερηφάνεια της την έκανε εμπόριο.

Δεν καταδέχομαι να ασχοληθώ με όσους βγήκαν μετά το ‘74 στο πολιτικό νυφοπάζαρο ως νυμφίοι, φέροντες προίκα τη μεγάλη θυσία της σύγχρονης ιστορίας.

Μένω στις μέρες του Πολυτεχνείου χωρίς να κρατώ θυμιατήρι, χωρίς να κάνω μνημόσυνο.

Διατηρώ την ιστορική μνήμη ατόφια με τις πραγματικές αιτίες, την αγωνιστική κορύφωση και τη σημασία της εξέγερσης.

Μέρες που είχαμε τη μεγάλη τύχη να ζήσουμε και μας δόθηκε η ευκαιρία να γράψουμε ερήμην μας ιστορία.

Μια και μοναδική νύχτα όπου δεν είχε θέση παρά μόνο η πίστη και η ανάσα του διπλανού να ξεχωρίζει ανάμεσα από τα συνθήματα, τα παράσιτα του σταθμού και την ανατριχίλα των ερπυστριών.

Ευτυχώς που υπήρξαν τέτοιες στιγμές για να υπερασπίζουν την Εθνική μας ταυτότητα.

Πρωταγωνιστές και σύμβουλοι η αγανάκτηση του αδικημένου, η αντίδραση του καταπιεσμένου και η επανάσταση του τρομοκρατημένου. Πάνω απ' όλα, όμως, η αφύπνιση της συνείδησης.

Τι κι αν κανείς δεν υπολόγισε ποτέ τη δύναμη που θα μπορούσε να έχει μια χούφτα παιδιών;

Τι κι αν θεωρήθηκε ότι η τρέλα της ηλικίας τους έβγαλε στους δρόμους;

Τι κι αν χαρακτηρίστηκε ως αποκοτιά ο εγκλεισμός τους στο Πολυτεχνείο;

Τα γεγονότα ήρθαν ως επιβεβαίωση του αντιθέτου.

Πώς να ζυγιστούν σε αντικρινά τάσια το επτάχρονο πνίξιμο και η νεανική ορμή, όταν η ανάγκη για ζωή, για αξιοπρέπεια, για τα αυτονόητα ήταν το μέγα ζητούμενο.

Η αδυναμία του φόβου έκλεινε στόματα κάνοντας τις νοικοκυρές να σταυροκοπιούνται στη θέα των παιδιών αυτών, τους καταστηματάρχες βλοσυρούς να τους κατσαδιάζουν, τους περαστικούς να απομακρύνονται με βιαστικά βήματα.

Όταν, όμως, άρχισαν να καταλαβαίνουν πως αυτοί οι «ανόητοι» πιτσιρικάδες έλεγαν κάτι πολύ σημαντικό φωνάζοντας για «ψωμί-παιδεία-ελευθερία» και για «εθνική ανεξαρτησία», τότε άρχισαν δειλά στην αρχή και με δύναμη και πάθος στη συνέχεια να αγκαλιάζουν, να συμμερίζονται και να συμμετέχουν.

Κρυφά και σιγανά έπαιζε στα σαλόνια ο σταθμός του Πολυτεχνείου, γέμιζαν οι δρόμοι σε κάθε γωνιά, άνοιγαν οι πόρτες των σπιτιών, έφθαναν σωροί οι σακούλες με τα τρόφιμα, άρχιζε η ενδυνάμωση της φωνής ενός ολόκληρου Έθνους.

Και πώς αλλιώς, άραγε;

Καθημερινότητα ο τρόμος και η καταπίεση, τα βασανιστήρια και οι εξορίες. Πώς να μιλήσεις ανοιχτά; Πώς να βρεθείς με δυο φίλους και να πεις αλήθειες; Ο ίσκιος σου κι αυτός ακόμα σε τρόμαζε.

Το σύνθημα που ποτέ δεν ακούστηκε από τα παιδιά αυτά και ήταν αυτό που έκανε τους τρομοκρατημένους να αναθαρρήσουν ήταν το «Ξυπνάτε ρε!».

Και ξύπνησε ένας λαός που άντε να τον κρατήσεις, γιατί στην ουσία ποτέ δεν κοιμήθηκε, ποτέ δεν υποδουλώθηκε, ποτέ δε λύγισε.

Ήρθαν τα παιδιά του Πολυτεχνείου και ένωσαν τις φωνές όλων σε μια, κάνοντας την κραυγή.

Μια κραυγή που τρόμαξε τα ανθρωπάκια της εξουσίας και τους έκανε να κρυφτούν πίσω από τα τανκς και τα όπλα τους, κάνοντας τα πιόνια να διατάξουν την εφόρμηση του άρματος.

Η κορύφωση του δράματος με τα παιδιά εκεί στην πόρτα να κρατούν μαζί με την αναπνοή τους και τη σημαία ψηλά, να τραγουδούν και να περιμένουν ως εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή όπου παγώνει ο χρόνος, απλώνεται νεκρική σιγή και μόνο οι ερπύστριες στριγκλίζουν όπως περνούν αργά πάνω από τη σιδερένια πόρτα, πάνω από ιδανικά.

Τελικά μέσα σε άπειρη στιγμιαία σιωπή γράφεται η ιστορία.

Και σήμερα ακόμα εδώ οι εμποράκοι του αγώνα να ξεπουλάνε τους εαυτούς τους σε ψιλικατζίδικες καρέκλες εξουσίας και να αγωνιούν για τη βολεμένη ζωή τους, συστηνόμενοι ως γενιά του Πολυτεχνείου.

Ουαί!

(Το παρών κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση αρθρογραφίας, της υπογράφουσας)

Διαβάστε ακόμα