Ο θάνατός σου, η ζωή μου
- Τετάρτη, 12 Οκτωβρίου, 2016 - 06:10
Δεν θα μείνω ούτε στην ανορθογραφία, ούτε στην ασυνταξία, ούτε στις ερωτήσεις – τύπου πρωϊνάδικου που, αν μη τι άλλο, εκθέτουν και υποβιβάζουν το κύρος του κάθε συνεντευξιαζόμενου.
Δεν είμαι σε θέση να παραδίδω μαθήματα δημοσιογραφίας, όταν κι εγώ καθημερινά εκπαιδεύομαι πάνω στο αντικείμενο, αλλά από τη θέση του αναγνώστη, μπορώ να κρίνω ότι μία συνέντευξη πολιτικού προσώπου διαφέρει παρασάγγας από μία συνέντευξη που θα κάναμε πχ. στην Πέγκυ Ζήνα.
Θα επικεντρωθώ όμως, στην «εν ψυχρώ δολοφονία» της δεοντολογίας που επιχειρείται άτσαλα και απροκάλυπτα μέσα από στενόμυαλες και αποπροσανατολιστικές «δημοσιογραφικές» τοποθετήσεις που συνδέουν την άσκηση κριτικής με επιχειρηματικά συμφέροντα.
Στο παρελθόν έχω φτύσει άπειρες φορές αίμα, προασπίζοντας την ελευθερία λόγου και έκφρασης με έμφαση στη σημασία της δημοκρατίας. Θα συνεχίσω τις αιμοπτύσεις, γιατί θεωρώ ακράδαντα πως ο καθένας από εμάς έχει δικαίωμα να παραθέτει άφοβα την άποψή του, αρκεί να το πράττει ανυστερόβουλα και χωρίς πρόθεση να «αδειάσει», να θίξει ή και να «τσουβαλιάσει» κόσμο, που μιλάει άλλη γλώσσα. Για το λόγο αυτό, κάθε θέση καλό είναι να συνοδεύεται και από μία υποτυπώδη επιχειρηματολογία. Το να παρουσιάζουμε την προσωπική μας άποψη ως κάτι δεδομένο και αποδεδειγμένο πέρα από ατυχές ή αφελές, είναι και επικίνδυνο, γιατί κάνει αχταρμά όσα διδαχτήκαμε από την πρώτη κιόλας στιγμή που κάτσαμε μπροστά σ’ ένα πληκτρολόγιο.
Ένα από αυτά αφορούσε και στις συνεντεύξεις. Οι ερωτήσεις που θέτεις, πρέπει να είναι συγκεκριμένες και να μην «καίνε» τις απαντήσεις που θα ακολουθήσουν. Να μην είναι κατευθυνόμενες, αλλά να αφήνουν το περιθώριο στον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του κι όχι να πει απαραίτητα αυτά που θα ικανοποιήσουν εσένα. Θέλω επίσης να πιστεύω, ότι δεν χρειάζεται να υπεραναλύσουμε τις διαφορές μεταξύ ενός χρονογραφήματος και ενός δημοσιογραφικού κειμένου, γιατί είναι πλέον γνωστές. Στο χρονογράφημα, ο κάθε συντάκτης εκφράζει την προσωπική θέση του, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για τη δική του σκοπιά, ενώ στο δημοσιογραφικό κείμενο, τα γεγονότα παρουσιάζονται αντικειμενικά και χωρίς να ξεφεύγουν από την αυστηρή φόρμα του.
Όταν λοιπόν, σε μια συνέντευξη περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ερώτηση που αποδίδει την οποιαδήποτε κριτική στην ύπαρξη συμφερόντων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το σύνολο εκείνων που την ασκούν, ακολουθούν συγκεκριμένη γραμμή, χωρίς έχουν τη γνώση, την ικανότητα και το λόγο για να το κάνουν, λυπάμαι αλλά αυτό ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δημοσιογραφία και ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να εκλαμβάνεται ως δημοσιογραφία.
Το «συνάφι» των δημοσιογράφων, εντός και εκτός εισαγωγικών, έχει κατηγορηθεί ουκ ολίγες φορές για εμμονές και για «στοχευμένες επιθέσεις» σε συγκεκριμένα πρόσωπα, που σύμφωνα με κάποιους θεωρούνται εύκολοι στόχοι. Μέσα όμως από την προσωπική πορεία του καθενός έχει αποδειχθεί «ποιος πυροβολεί στον αέρα» και ποιος έχει λόγο να τραβήξει τη σκανδάλη. Είναι αντιδεοντολογικό να στοχοποιούμε με γενικολογίες πρόσωπα που κάνουν τη δουλειά τους. Είναι άστοχο να χαρακτηρίζουμε «κακοπροαίρετη» κάθε παρατήρηση που δεν «συγκαλύπτει» αλλά αναδεικνύει τα κακώς κείμενα, προκειμένου αυτά να εξαλειφθούν. Και είναι κουτό να αυτοαποκαλείσαι «συνάδελφος» με κάποιον, τον οποίο κατηγορείς ευθέως για κάτι που δεν ανταποκρίνεται ούτε στην πραγματικότητα, ούτε στην ιδιότητα που κι εσύ ο ίδιος «καρπώνεσαι».
Δεν είναι όλοι επιχειρηματίες. Και δεν είναι όχι μόνο γιατί δεν μπορούν. Κάποιοι εξ΄ αυτών δεν το θέλουν κιόλας. Είναι σημαντικό λοιπόν, ως εργαζόμενος να έχεις την ελευθερία να κάνεις τη δουλειά σου σωστά, όπως σου υπαγορεύει το ήθος σου και η αξιοπρέπειά σου. Όπως παρουσιάζεις τα θετικά, το ίδιο πρέπει να κάνεις και με τα αρνητικά. Σαφώς και αυτό έχει το τίμημά του, γιατί αφενός η κακή κριτική δεν είναι κοινώς αρεστή, ιδίως στους άμεσα θιγόμενους κι αφετέρου γιατί τις περισσότερες φορές μεταφράζεται είτε ως «αντιπάθεια» είτε ως «δάκτυλος» κάποιου δυνατού που κρύβεται από πίσω.
Λυπάμαι και πάλι που τη χαλάω σε κάποιους, αλλά δεν είναι έτσι… τουλάχιστον σε όλες τις περιπτώσεις. Γιατί όπως λέει και η μαμά μου, «όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια». Γι’ αυτό και θα πρέπει να αποφεύγονται τα «τσουβαλιάσματα» και τα ανούσια «καρφώματα», που αυτά πράγματι γίνονται για λόγους συμφερόντων.
Κι επίσης, θα πρέπει να σταματήσουμε να παρουσιάζουμε τους ανθρώπους που εκτίθενται, ως «καημένα» και «ανυπεράσπιστα» πλάσματα που κάποιοι τα μισούν, τα ζηλεύουν και θέλουν να τα βλάψουν. Όταν λοιπόν, αποδεχτούμε όλοι ότι δεν υπάρχουν φαντάσματα και θεωρίες συνωμοσίες, παρά αγάπη, πάθος και γνώση γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος, τότε μπορούμε να ξαναμιλήσουμε για «δημοσιογραφία».
Διαβάστε ακόμα
- Θα δείξει
24 Μαρ. 2020 - 6:15 - Πολλά τα σενάρια
23 Μαρ. 2020 - 6:20 - Ποιοι ήρωες;
20 Μαρ. 2020 - 6:15 - Η σκέψη “ταξιδεύει” στους μόνους
19 Μαρ. 2020 - 6:19 - Είναι να μη σου τύχει
18 Μαρ. 2020 - 6:18