Η ενότητα του διχασμού

Ενότητα. Η “μαγική” λέξη, που τόσο συχνά ακούμε, κατά τις προεκλογικές περιόδους και αραιότερα, κατά τη διάρκεια της θητείας, από πολιτικά χείλη.

Η λέξη “ενότητα”, όπως και η λέξη “όραμα” αντικατοπτρίζουν έννοιες ιδιαίτερα εύηχες στο αυτί του πολίτη και εν δυνάμει ψηφοφόρου. Κανείς δε θέλει να περιθωριοποιείται, κανείς δεν θέλει να έρχεται απέναντι με το γείτονά του, κανείς δε θέλει να αντιπαρατίθεται. Από την άλλη βέβαια, ελάχιστοι είναι εκείνοι που προτίθενται να διαλεχθούν διατηρώντας ανοιχτό μυαλό με την αντίθετη άποψη, να βρουν μέσες λύσεις, να υποχωρήσουν, να σταθούν απέναντι σε κοινά προβλήματα ξεχνώντας κάθε προσωπικό ζήτημα, προκειμένου να συντηρήσουν ένα καλό κλίμα.

Η ενότητα είναι ασυζητητί επιθυμητή κατάσταση, ωστόσο – ένα περίεργο πράγμα – όσοι την επικαλούνται κατά τις δημόσιες τοποθετήσεις τους, είναι πολύ συχνά και εκείνοι που την υπονομεύουν. Ενότητα μεν, αλλά αυτό που πραγματικά εννοούν, αφορά στο να ενωθούν όλοι με την άποψη, ή τη δράση, του ίδιου.

Για πολλούς, σε μία μικρή κοινωνία η ενότητα είναι αυτονόητη, παρ' όλα αυτά, η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από την άποψη αυτή. Στις μικρές κοινωνίες, τα ζητήματα, τα προβλήματα, οι αντιθέσεις, οι πολώσεις μεγεθύνονται. Και αυτό, αν και για την πλειοψηφία των μελών της κοινωνίας είναι αρνητικό, σε ορισμένους φαίνεται ως μάννα εξ ουρανού, καθώς χρησιμοποιούν αυτό το χαρακτηριστικό, προκειμένου να διχάσουν, να δημιουργήσουν εντυπώσεις, να συσπειρώσουν ακολούθους, όχι επειδή μοιράζονται μαζί τους κοινές αξίας, κοινές επιδιώξεις, κοινή λογική κλπ, αλλά βάσει κοινού “αντιπάλου”.

Για ορισμένα πολιτικά “αρπακτικά” ο διχασμός, υπογείως, λειτουργεί ευεργετικά, καθώς βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αποφύγουν κάθε ουσιαστικό πολιτικό διάλογο – σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπάρχει καν η ικανότητα για κάτι τέτοιο – και να παρουσιάσουν εαυτόν σταυροφόρο της μίας άποψης, έναντι της άλλης. Αντί επιχειρηματολογίας, μπορούν να αρκεστούν σε άσκηση πίεσης προς τον ψηφοφόρο, χρησιμοποιώντας τη νοοτροπία, πως εφόσον δεν θέλεις το “Χ” και εφόσον κι εγώ δεν θέλω το “Χ”, τότε εσύ πρέπει να στηρίξεις εμένα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το “Χ”. Λογική του τύπου “ο μπαγλαμάς είναι όργανο, ο αστυνομικός είναι όργανο, άρα ο αστυνομικός είναι μπαγλαμάς”.

Όπως έχει διαφανεί, στην πραγματικότητα, τα πολιτικά “αρπακτικά”, όσο κι αν μέσα από τις δημόσιες δηλώσεις τους την επικαλούνται, αντιπαθούν την ενότητα και ωφελούνται από το διχασμό, τον οποίο και καλλιεργούν εντέχνως πίσω από κλειστές πόρτες, μέσω ύπουλων ψιθύρων στα αυτιά των ενδιαφερόμενων, μακριά από τις κάμερες και τα μικρόφωνα, που τόσο αγαπούν, ή ρίχνοντας “σπόρους” διχόνοιας μέσα σε κοινωνικά σύνολα.

Ως εκ τούτου και μέσω της πόλωσης, σταματάμε να κοιτάμε το δάσος και επικεντρωνόμαστε στο δέντρο. Χάνεται κάθε ενδιαφέρον για τις ικανότητες, το επίπεδο, την αξία, την ιδεολογία, την πολιτική επάρκεια του κάθε επίδοξου καρεκλοκατακτητή και η προσοχή μετατίθεται στην επιλογή στρατοπέδου.

Στρατόπεδα, που δημιουργήθηκαν από τους ίδιους, με στόχο τη δημιουργία δίπολων, επίπλαστων διλημμάτων, που δεν εξυπηρετούν σε τίποτε άλλο, παρά στις επιδιώξεις τους. Στρατόπεδα, που, έχουν μεν ως σημαία τους έναν από τους πόλους, οι εκστρατείες τους, ωστόσο, στόχο έχουν να καταλάβουν μόνο τα “κάστρα” που επιθυμεί ο υποψήφιος... “στρατηγός”, όπως επιδιώξεις, θέσεις, συμφέροντα κ.ο.κ. Όμως, ο καθένας που θα θέσει εαυτόν εντός στρατοπέδου, συνήθως δε δίνει σημασία σε αυτά, αρκεί να συμφωνεί με τη σημαία του στρατοπέδου και το έμβλημά της, που μπορεί να είναι κομματικό, τοπικιστικό, ακόμη και θρησκευτικό.

Η πολιτική, συχνά, θεωρείται τέχνη. Και όπως σε κάθε τέχνη, απαιτείται ένας ικανός τεχνίτης, προκειμένου να παράξει ένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Οι τυχοδιώκτες και όσοι στερούνται ουσιαστικών γνώσεων, αποδοχής από τον κόσμο και ταλέντου, αρκούνται σε φτηνά τερτίπια, προκειμένου να δημιουργηθεί συζήτηση, γύρω από την “τέχνη” τους και να αναδειχθούν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επί παραδείγματι, δημιουργώντας διχόνοια.

Το ουσιαστικότερο ζήτημα, είναι αν εμείς, έχουμε τη δυνατότητα, μέσω της κριτικής μας σκέψης, μέσω των γνώσεών μας, να αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό την κάθε φανφάρα, να αξιολογούμε ουσιαστικά το κάθε τι μας παρουσιάζεται ως “αριστούργημα”, να αντιλαμβανόμαστε τις πραγματικές προθέσεις του κάθε παρακινητή και εν τέλη να αποφασίζουμε αν όντως θα εργαστούμε για την ενότητα, ή αν θα διαλέξουμε να εισέλθουμε σε στρατόπεδα.

Διαβάστε ακόμα