Θύμισες από τη Σύρα!
- Παρασκευή, 23 Ιουνίου, 2023 - 06:12
“Γύρω στο έβγα του Φλεβάρη στα 1935, κοντά στο χάραμα, το καράβι που μας πήρε από τον Πειραιά μπήκε στο λιμάνι της Σύρας κι άραξε αρόδο, καθότι ακόμα η πόλη δεν είχε αποβάθρα για να πλευρίσει. Οι δικοί μου, μητέρα, πατέρας μέναν στην καμπίνα. Εγώ, όμως, δε βάσταξα, μ’ έτρωγε η περιέργεια και σάλταρα στο κατάστρωμα. Και τότε... μονοστιγμής φάνταξε μπρός μου η πολιτεία της Ερμούπολη, τυλιγμένη σ’ ένα λουλακιασμένο πέπλο. Τα σπίτια κολλημένα πάνω της, από την κορφή του Σαν – Τζώρτζη ίσαμε χαμηλά στο μουράγιο την έκαναν να μοιάζει με μία πελώρια δαχτυλόπετρα. Στο μώλο ένα τσούρμο Συριανοί, βαρκάρηδες και βαστάζοι του λιμανιού, προσμένοντας να βγουν επιβάτες με εμπορεύματα. Πραγματικά, απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες έκρινα πως εκείνη η φρεσκαδούρα που μπουκάριζε απ’ τη θάλασσα, ανατάραζε τις ψυχές των αγαθών Συριανών και δεν τους άφηνε να είναι ευχάριστοι. Οι φάμπρικες, το Καρνάγιο, οι δημόσιες υπηρεσίες και το διατηρημένο, απ’ τις παλιές δόξες της, εμπόριο βαστούσαν ατέλευτο με το μεροδούλι, αμάζωχτα τα σύνεργα του μεροκάματου και κάναν τη ζωή της πολιτείας κι ολάκερου του νησιού να χοχλακίζει ολοχρονίς σαν τα μελτέμια της. Οι κλωστηρούδες της, θυμούμαι, στο βάρεμα της μπουρούς αφήνανε τη φάμπρικα και τρέχαν να βρεθούν στην αγκαλιά κάποιου ξέμπαρκου ναυτικού ή κάποιου μεγαλωμένου ή σχολιαρόπαιδου. Οι βαρκάρηδες του λιμανιού όταν τέλειωναν τη δουλειά τους πήγαιναν στα “τηγανιτζίδικα” της αγοράς κι εκεί μ’ ένα κρασί και λίγη μαρίδα έμεναν αμίλητοι και ήθελαν να ξεχνούν τους καημούς της φτώχειας τους. Λίγο το μεροδούλι, μικρό το μεροκάματο, δεν έφτανε για καλή ζωή. Οι αξιωματικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι μένανε στους καφενέδες της πλατείας, μέχρι το σούρουπο και μ’ ενα ούζο ή καφέ, το ρίχνανε στο κουβεντολόι, σοβαροί κι αγέλαστοι μη και τους πάρουν για άχρηστους ή χαζούς. Κι η νεολαία “σπαρτάριζε” με γρηγοράδα πάνω – κάτω, μπροστά από το άγαλμα του καπετάν – Μιαούλη για να καταλαγιάσει την ξυπνημένη σάρκα της η νεολαία, δίχως να παραβεί τ’ απαγορευμένα. Τις Κυριακές και τις γιορτάδες σαν σχολούσε η εκκλησιά, η “αστική τάξη”, μικροί και μεγάλοι πηγαίνανε πάλι στους καφενέδες της πλατείας κι άκουγαν την μπάντα του Δήμου που έπαιζε διάφορα κομμάτια ανεβασμένη στην όμορφη μαρμαρένια εξέδρα. Κι ο συμπαθητικός τύπος Νάννος με το χαρτοφύλακα στο χέρι και το άνθος στο πέτο, γυρόφερνε ανάμεσα στα τραπεζάκια απαιτώντας τη συνδρομή για το ποιητικό έργο που θα έβγαζε και που ποτέ δεν έφτασε στο τυπογραφείο. Κάπου -κάπου έκανε την εμφάνισή του κι ο ταλαίπωρος Λαζαρίνος – Αλκοολικός από χρόνια, τρεκλίζοντας στηνόταν μπροστά στο άγαλμα του Μιαούλη και φωναχτά του έλεγε τα παράπονά του. Τώρα όσον αφορά την εργατική τάξη, αυτή είχε αλλού τα δικά της στέκια. Έτσι πορεύονταν τότε οι Συριανοί και μόνο την πρωτοχρονιά, την Ανάσταση και στις25 του Μάρτη ρίχνονταν στις καθιερωμένες εορταστικές εκδηλώσεις κι οι επίσημοι βρίσκαν ευκαιρία να φωτογραφιστούν στα σκαλοπάτια του Δημαρχείου, του υπέροχου αυτού νεοκλασικού κτιρίου. Όλα αυτά στη Σύρα που έβλεπα με είχαν οδηγήσει στη διαπίστωση πως οι κάτοικοι της πόλης ήσαν καθαρά χωρισμένοι σε τρεις τάξεις: Την εργατικά – την Αστική και κείνη των βιομηχάνων κι εφοπλιστών. Η Σύρα κείνο τον καιρό, με την ανάσα της κρατούσε ανέκοπτα όλο εκείνο τον κόσμο της και με τους χτύπους της καρδιάς της τον έσπρωχνε αδιαμαρτύρητα σε μια ασταμάτητη κίνηση. Μακριά ως ήταν, απ’ την Αθήνα και την άλλη Ελλάδα η Σύρα ξεκομμένη, ζούσε στο δικό της ρυθμό. Το θαλασσινό αγέρι σκορπούσε τις “οσμές” της πρωτεύουσας και δεν την άφηνε να φτάνουν αξεθύμαστες στα ρουθούνια των Συριανών. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ζούσα κι εγώ ακολουθώντας τη ρότα της πόλης. Καθημερινά τα πρωινά κατέβαινα στο καφενείο του Γιαννίρη αντάμωνα με τους φίλους μου για να παίξουμε κανένα τάβλι και να ακούσουμε το γραμμόφωνο να παίζει Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη. Μερικές φορές ξέκοβα απ’ την παρέα, τ’ απογεύματα, και τραβούσα ολομόναχος κατά τα Βαπόρια για περισυλλογή, γιατί η Σύρα σου φύτευε τη ρομαντική της διάθεση και τη συναισθηματική σαγήνη της. Τα βράδια καταλήγουμε σε κάποιο ταβερνάκι και στερνά ξεχυνόμαστε στα πλακοστρωμένα στεναδάκια με τις ανηφοριές και τα σκαλοπάτια για τη συνηθισμένη καντάδα μας. Πραγματικά στη Σύρο ξέγνοιαστο και ανέμελο παιδόπουλο, χόρτασα γλέντια και καντάδες με τη γλυκιά κιθάρα ενός καλού μου φίλου του Σπύρου Κουντούρη, στους εξαιρετικούς και γραφικούς μαχαλάδες. Νυχτοπερπάτησα στα καλντερίμια της Σύρου και ανεβοκατέβηκα ένα σωρό φορές τα “σκαλάκια” της. Στη Σύρα δεν είδα και δεν χάρηκα μόνο την θαυμάσια, την πανέμορφη πολιτεία της την Ερμούπολη με τα θαυμάσια αρχοντικά της, γυρόφερα και στο Πισκοπειό, στο Φοίνικα, στην Παρακοπή και στην Ντελαγράτσια και απόλαυσα την αριστουργηματική και παρθένα φύση. Η Σύρα είχε υποδεχθεί πολλά χρόνια πριν, Ευρωπαίους αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφους που σεβάστηκαν της αρχές της αρχαίας Ελληνικής τέχνης του 5ου αιώνα αλλά και ακολούθησαν και κουβάλησαν μαζί τους τον ρομαντισμό της Δύσης. Έτσι κατάφεραν να προσφέρουν στην Ερμούπολη θαυμάσιο “Ρομαντικό Κλασικισμό”. Μα κάποια μέρα, με λύπηση, άφησα την πανέμορφη Σύρα, ύστερα από τη μετάθεση του πατέρα μου στην Αθήνα... Κι όλα από τη στιγμή εκείνη γίνανε μια γλυκιά θύμηση της... αξέχαστης Σύρας”.
- Ήταν λόγια του Σταύρου Καλφιώτη που είχε επισκεφθεί τη Σύρο, όταν τον κάλεσε ο πατέρας του που είχε ζήσει στη Σύρο λίγο διάστημα με τους αξιωματικούς. Ήταν μικρός στην ηλικία και θέλησε να γράψει μόνος του την γνώμη του για τη Σύρο.
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Διαβάστε ακόμα
- Ο Στρατηγός Δημήτριος Θεοδωράκης
9 Ιαν. 2025 - 6:22 - Ο Αγιασμός των Υδάτων
3 Ιαν. 2025 - 6:30 - Άγια νύχτα
19 Δεκ. 2024 - 6:22 - Σύρος – Οι ναοί της!
14 Νοε. 2024 - 6:30 - Αλμύρα και φως!
10 Οκτ. 2024 - 6:12