Συριανή διάκριση στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα “Κύπρος 1974 – 2014”: Δεν ξεχνώ, Διεκδικώ, Δημιουργώ”

“Η αγάπη δεν γνωρίζει έθνη” από το ΓΕΛ Σύρου

Το 3ο βραβείο γραπτού λόγου στο πανελλήνιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα “Κύπρος 1974 – 2014”: Δεν ξεχνώ, Διεκδικώ, Δημιουργώ”, απέσπασε το διήγημα “Η αγάπη δεν γνωρίζει έθνη” των μαθητών Αλμπέρτου Βαρθαλίτη (Α1), Λάζαρου Ερμίδη (Α1), Ευμορφίας Κατσάβη (Β2) και Μαρίας Πολυδούλη (Γ3) από το Γενικό Λύκειο Σύρου.

Ο διαγωνισμός διοργανώθηκε από τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, το Σπίτι της Κύπρου – Μορφωτικό γραφείο της Κυπριακής Πρεσβείας στην Ελλάδα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου και το Τμήμα Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας.

Στόχος του διαγωνισμού ήταν η γνωριμία των μαθητών όλων των βαθμίδων τόσο με τον Κυπριακό Ελληνισμό όσο και με τη σκλαβωμένη κυπριακή γη, η κατανόηση του Κυπριακού ζητήματος, ο προβληματισμός, η κριτική και γόνιμη τοποθέτηση ως προς αυτό, η διεκδίκηση της επανένωσης της Κύπρου και των δημοκρατικών ιδεωδών μέσα από την καλλιέργεια του πνεύματος αγάπης, αποδοχής και ομόνοιας.

Δύο “γεννημένοι εχθροί” που δεν υπακούουν στους κανόνες

Στο πλαίσιο του διαγωνισμού, οι τέσσερις μαθητές της Σύρου συνεργάστηκαν και ολοκλήρωσαν τη συγγραφή μόνοι τους. Το αρχικό τους σχέδιο ήταν η δημιουργία μίας εικονογραφημένης ιστορίας, αλλά λόγω περιορισμένου χρόνου καταπιάστηκαν με τη συγγραφή ενός κειμένου με πρωταγωνίστρια την αληθινή αγάπη που καταφέρνει να βγει νικήτρια από έναν “πόλεμο” δίχως τέλος.

Ο Ελληνοκύπριος Παύλος και η Τουρκοκύπρια Τζεμιλέ συναντιούνται, γνωρίζονται, αγαπιούνται και αψηφώντας τις διαφορές που προβάλλουν οι οικογένειες, καταφέρνουν να σηκώσουν ψηλά το κεφάλι και να υπερασπιστούν μαζί την ενωμένη Κύπρο. Πέρα από τα στοιχεία μυθοπλασίας, τα ιστορικά γεγονότα δεν λείπουν από το κείμενο των μαθητών, οι οποίοι παράλληλα καταθέτουν και τις δικές τους απόψεις. Για τη συγγραφή του κειμένου, οι μαθητές μελέτησαν, αναζήτησαν πληροφορίες σε βιβλία και στο διαδίκτυο και συνάντησαν ανθρώπους με καταγωγή από την Κύπρο.

Ένα θέμα που “αγγίζει”

Την ενημέρωση, τη συνεργασία με τους μαθητές και τη διεκπεραίωση ανέλαβε η Διευθύντρια του ΓΕΛ Σύρου, Ειρήνη Δράκου. “Το θέμα άγγιξε πολύ τα τέσσερα παιδιά. Τα κορίτσια ήταν πιο ενθουσιώδη, τα αγόρια πιο πρακτικά, όμως όλα μαζί το πάλεψαν. Έγραφαν, διόρθωνα, προχωρούσαν και συνεργάζονταν άψογα” δήλωσε στην “Κοινή Γνώμη” η κ. Δράκου. Παράλληλα, έκανε γνωστό ότι το διήγημα των Συριανών μαθητών ξεχώρισε ανάμεσα σε 420 σχολεία που έλαβαν μέρος και σε 3.000 δημιουργίες που υποβλήθηκαν συνολικά. Λόγω της αθρόας συμμετοχής, οι υπεύθυνοι δημιούργησαν 13 κατηγορίες έργων. Η απονομή των βραβείων θα πραγματοποιηθεί στις 13 Μαΐου στο Υπουργείο Παιδείας. “Δυστυχώς, δεν μπορούμε να παραστούμε, καθώς είναι η τελευταία ημέρα των μαθημάτων και ξεκινούν αμέσως οι εξετάσεις”, σημείωσε η Διευθύντρια του σχολείου.

Ακολουθεί το βραβευμένο διήγημα:

“«Ποιός ο λόγος να είναι ένας λαός χωρισμένος;» αναρωτιόταν ο Παύλος καθώς περίμενε στο Ελευθέριος Βενιζέλος, γνωστό αεροδρόμιο της Ελλάδας, να γίνει ανακοίνωση πως είχε έρθει η ώρα της πτήσης του. Ήταν μήνας Ιούνιος και είχαν καθυστέρηση όλες οι πτήσεις από και προς την Ελλάδα.

Σκοπός του ήταν να γυρίσει στην πατρίδα του, την Κύπρο. Εκεί είχε γεννηθεί, εκεί είχε μεγαλώσει και θα μπορούσε κάποιος να πει πως εκεί είχε περάσει τα καλύτερά του χρόνια. Όμως η αγάπη του για την Ελλάδα, καθώς η μητέρα του ήταν Ελληνίδα που ζούσε στην Κύπρο, τον κατέκλυσε και διάλεξε να σπουδάσει στην Ελλάδα και να κάνει και το μεταπτυχιακό του εκεί.

Βαθιά μέσα του, ο Παύλος ένοιωθε μεγάλη λύπη που δεν μπορούσαν οι δύο χώρες που αγαπούσε παρά πολύ να είναι ενωμένες, αλλά και πιο πολύ ακόμα που η μισή Κύπρος ήταν κατακτημένη από τους Τούρκους. Όχι, δεν ήταν ρατσιστής και δεν μισούσε τους Τούρκους, απλά τον στεναχωρούσε που υπήρχε αυτή η διαμάχη.

Δεν άντεχε να βλέπει τους Κυπρίους από την μια να θέλουν να είναι ενωμένοι με την Ελλάδα και από την άλλη να θέλουν να έχουν την αυτονομία τους σαν χώρα ξεχνώντας πως ό,τι και να έκαναν, το πάνω χέρι θα είχαν Άγγλοι και Ρώσοι επιχειρηματίες, αφού σχεδόν όλες οι εταιρίες στις οποίες βασίζεται η οικονομία της Κύπρου είναι αγγλικές ή ρωσικές.

Οι Τούρκοι σύμφωνα με πολλούς Κύπριους ήταν οι ανελέητοι κατακτητές που κατέλαβαν την μισή Κύπρο και ιδιαίτερα το πιο εύφορο κομμάτι της”.....

Ο Παύλος πάντα ήθελε να βάλει ένα τέλος σε αυτό, αλλά τι μπορούσε να κάνει; Τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν μόνος ενάντια σε πολλούς, όπως λένε στα αγγλικά "swimming against the tide". Πηγαίνοντας ενάντια στο ρέμα.

Τα σκεφτόταν αυτά για ώρα και δεν είχε προσέξει πως είχε γίνει η ανακοίνωση της πτήσης του από Αθήνα για Λάρνακα και μία νεαρή γυναίκα περίπου 28 ετών στεκόταν δίπλα του.

«Με συγχωρείτε, κύριε..» είπε εκείνη με την γλυκιά φωνή της τραβώντας την προσοχή του Παύλου. Γύρισε και την κοίταξε προσέχοντας την κάθε λεπτομέρεια του σώματος της.

Ήταν μια γυναίκα γύρω στο 1.65 , αδύνατη αλλά τα κιλά που είχε αναδείκνυαν πολύ καλά της καμπύλες της. Είχε πράσινα μάτια που στο φως φαίνονταν να λάμπουν σαν σμαράγδια. Τα καστανά μαλλιά της έδιναν μία αγγελική όψη και τα ευγενικά χαρακτηριστικά της φαίνονταν τόσο τέλεια που ο Παύλος είχε μείνει άναυδος. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ του. Όταν κατάφερε επιτέλους να μιλήσει, της απάντησε.

«Ναι, πείτε μου, τι μπορώ να κάνω για εσάς;» ρώτησε και χαμογέλασε στην κοπέλα καταφέρνοντας να την κάνει να χαμογελάσει και αυτή.

«Πηγαίνετε στη Λάρνακα με την πτήση στις τέσσερις;»

«Ναι, έγινε η ανακοίνωση;»

«Μόλις τώρα, πρέπει να επιβιβαστούμε άμεσα αλλιώς θα χάσουμε την πτήση.» είπε η κοπέλα και αφού σήκωσε τη μωβ τσάντα της περπάτησε προς τον έλεγχο των εισιτηρίων. Αφού τα έδειξε, χάθηκε μέσα στο πλήθος που είχε μαζευτεί για να βγει από την αίθουσα και να μεταφερθεί με το λεωφορειάκι προς το αεροπλάνο.

Ο Παύλος είχε σαγηνευτεί από την κοπέλα. Την ομορφιά της, τον τρόπο που μιλούσε αλλά και την αύρα που είχε γύρω της. Δεν ήταν αύρα γυναίκας που αλλάζει τους άντρες σαν τα πουκάμισα, αλλά μιας κοπέλας που είχε πληγωθεί πολύ και χρειάζεται κάποιον να την αγαπήσει πραγματικά όπως ο Παύλος ένοιωθε πως θα έκανε και η ίδια.

Μετά από λίγο, ο Παύλος πήρε και αυτός την τσάντα και το λάπτοπ του και άρχισε να περπατάει μέχρι τον έλεγχο των εισιτηρίων. Με την σειρά του χάθηκε και εκείνος στο πλήθος, στο μυαλό του όμως δεν ήταν πια η σκέψη της Κύπρου αλλά της κοπέλας.

Τον Παύλο δεν θα μπορούσες να τον πεις άσχημο. Αντιθέτως, ήταν πολύ ελκυστικός. Ήταν 30 χρόνων, ψηλός γύρω στο 1.82 με καταγάλανα μάτια που κάθε κοπέλα που τα αντίκριζε έλιωνε όταν τα κοιτούσε. Ήταν καστανόξανθος με λίγο μούσι που έκανε τις γυναίκες να τον κυνηγάνε όπως οι μέλισσες το μέλι.

Η θέση του ήταν δίπλα στο παράθυρο και όπως όλες οι θέσεις προς τα παράθυρα είχαν δύο καθίσματα. Δίπλα υπήρχε διάδρομος και στη μέση υπήρχε λωρίδα με τρία καθίσματα.

Ευχόταν συνεχώς από μέσα του να ξαναέβλεπε την κοπέλα με σκοπό να προσπαθήσει να ακούσει το όνομά της ή στην καλύτερη περίπτωση να του δώσει το τηλέφωνο της.

Μια φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του για εκείνη.

«Ξαναβλεπόμαστε. Τι ευχάριστη σύμπτωση.» είπε χαμογελώντας η κοπέλα που είχε γνωρίσει νωρίτερα και του είχε κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση. Κάθισε στη θέση δίπλα του.

«Έτσι φαίνεται.» είπε ο Παύλος χαμογελώντας και αυτός.

«Είμαι η Τζεμιλέ». συστήθηκε εκείνη.

«Είμαι ο Παύλος.» είπε και το αεροπλάνο απογειώθηκε οδηγώντας και τους δύο στον ίδιο προορισμό.

Σε όλη τη διαδρομή οι δυο τους συζητούσαν για διάφορα θέματα. Για τις οικογένειες τους, την αγάπη τους για την Ελλάδα, πόσο ήθελαν να σταματήσει η διαμάχη στην Κύπρο.. Και τότε κατάλαβε ο Παύλος ότι είχε βρει το άλλο του μισό. Είχαν εξάλλου τις ίδιες αγάπες, τα ίδια πράγματα απεχθάνονταν και πάνω απ όλα, ο Παύλος δεν μπορούσε να πει όχι σε εκείνα τα γλυκά μάτια.

Μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο, συμφώνησαν να πάνε για καφέ. Δεν τους πείραξε που είχαν και τις βαλίτσες τους μαζί. Μιας και οι δύο έμεναν στη Λεμεσό πήγαν σε μια καφετέρια εκεί και αργότερα πήγαν να φάνε μαζί σε ένα εστιατόριο. Ούτε ο Παύλος ούτε η Τζεμιλέ ήθελαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο και έτσι αντάλλαξαν τηλέφωνα και διευθύνσεις.

Μετά από ένα δίμηνο άρχισαν αυτοί οι δύο να βγαίνουν σαν ζευγάρι και έτσι κοιμόταν ο ένας στο σπίτι του άλλου. Ο Παύλος επειδή ακόμα δεν είχε νοικιάσει δικό του σπίτι έμενε με τους γονείς του και κάθε φορά που έβγαινε έλεγε πως θα κοιμόταν στο σπίτι ενός φίλου του. Η Τζεμιλέ από την άλλη είχε δικό της σπίτι και πολλές φορές ο Παύλος την έβαζε κρυφά στο σπίτι των γονιών του μετά τη βραδινή τους έξοδο. Σχεδόν κάθε βράδυ έβγαιναν αλλά αυτό δεν σήμαινε πως κάθε βράδυ γινόταν κάτι ερωτικό. Πολλά βράδια τα περνούσαν αγκαλιά να κοιτάει ο ένας τα μάτια του άλλου.

Έτσι ευχάριστα πέρασε το καλοκαίρι και για τους δύο, αλλά τον Σεπτέμβρη κάθε επαφή χάθηκε απότομα για κάποιο άγνωστο λόγο. Η Τζεμιλέ δεν απαντούσε στο τηλέφωνό της, δεν απαντούσε στα e-mail της, δεν ήταν ούτε καν στο σπίτι της στη Λεμεσό. Πέρασε μια σκέψη από το μυαλό του Παύλου.. Πως ήταν απλά το πιόνι της για το καλοκαίρι. Αργότερα όμως κατάλαβε ότι βαθιά μέσα του ένοιωθε πως δεν συνέβαινε αυτό. Ήξερε ότι η Τζεμιλέ δεν ήταν "player" για να παίζει με τα συναισθήματα του.

Μπήκε ο Οκτώβριος και ο Παύλος δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από μια γνωστή αγγλική εταιρεία στην οποία είχε στείλει το βιογραφικό του. Τον κάλεσαν για συνέντευξη. Η εταιρεία φυσικά ήταν στην Λευκωσία. Ο Παύλος είχε σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων και η εταιρεία χρειαζόταν ένα manager στο τμήμα διαφήμισης. Πέρασε μια εβδομάδα και τον ξανακάλεσαν για να του πουν πως η θέση ήταν δική του. Στο σπίτι του μετά έγινε πάρτυ, κάλεσαν συγγενείς, γνωστούς και φίλους του Παύλου για να γιορτάσουν, ένα πρόσωπο το οποίο εκείνος ήθελε να ήταν εκεί έλειπε όμως. Η Τζεμιλέ.

Ο Παύλος εύκολα βρήκε ένα διαμέρισμα στη Λευκωσία και την επόμενη μέρα πήγε στην καινούρια του δουλειά.

Το κτήριο ήταν μοντέρνο με έξι ορόφους και το γραφείο του ήταν με εξίσου μοντέρνα έπιπλα. Το design του άρεσε πολύ. Κάποια στιγμή μια γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο αλλά ο Παύλος δεν την είδε απασχολημένος καθώς ήταν με τα χαρτιά που είχε στο γραφείο του.

«Εσείς είστε ο καινούριος μας manager; Χάρηκα για την γνωριμία, είμαι η Τζεμιλέ Γκιουλσούμ, η γραμματέας σας.» είπε η γυναίκα και ο Παύλος έστρεψε απότομα το βλέμμα του πάνω της μόλις άκουσε το όνομα της

«Τζεμιλέ;» είπε μόλις την αναγνώρισε.

«Παύλο;» είπε εκείνη σοκαρισμένη.

«Τζεμιλέ, τι έγινε; Πού χάθηκες; Γιατί εξαφανίστηκες τόσο ξαφνικά;» την ρώτησε εκείνος, χαρούμενος που την έβλεπε.

«Παύλο, εγώ.. Συγγνώμη... Κάποιοι γνωστοί μου στη Λεμεσό είπαν στους γονείς μου ότι βγαίνω με Κύπριο και μπορείς να φανταστείς πως έκαναν.. Μου ξενοίκιασαν το σπίτι στη Λεμεσό και δεν μου άφησαν τίποτα»" απάντησε εκείνη κοιτώντας στο πάτωμα θλιμμένη που δεν μπορούσε όλο εκείνο τον καιρό να είναι μαζί με τον Παύλο.

«Είναι όλα εντάξει, μην ανησυχείς.. Είμαστε μαζί τώρα και κανείς δεν θα σε ξαναπάρει από εμένα.» είπε εκείνος αποφασισμένος.

«Μα Παύλο.. Οι γονείς μου..» ξεκίνησε εκείνη αλλά την διέκοψε.

«Έλα να μείνεις μαζί μου. Εκεί δεν θα σε βρει κανείς. Είσαι μεγάλη κοπέλα έτσι κι αλλιώς, εσύ η ίδια πρέπει να έχεις τον έλεγχο της ζωής σου.» Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά χαμογέλασε, συμφώνησε με την ιδέα του και τον αγκάλιασε αλλά όχι για πολύ αφού στην εταιρεία απαγορεύονταν οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων.

Τέσσερις μέρες αργότερα, η Τζεμιλέ επισκέφτηκε για άλλη μια φορά τον Παύλο, αυτή τη φορά με την βαλίτσα της στο χέρι. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα να μείνει ξανά με τον αγαπημένο της. Ο Παύλος πετούσε απ' τη χαρά του.

Η Τζεμιλέ αναγκάστηκε να πει ψέματα στους γονείς της. Τους είπε πως θα έφευγε για επαγγελματικό ταξίδι στην Ελλάδα. Ήταν επικίνδυνο γιατί κάποιος θα μπορούσε να την δει αλλά και εκείνη και ο Παύλος ήταν διατεθειμένοι να πάρουν αυτό το ρίσκο. Την στεναχωρούσε που έπρεπε να πει ψέματα γιατί σεβόταν τους γονείς της, αλλά για την αγάπη θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε.

Οι μήνες περνούσαν και το ζευγάρι ήταν ευτυχισμένο. Το πρωί στη δουλειά είχαν υποχρέωση να παρουσιάζουν μια απόλυτα τυπική και επαγγελματική σχέση μεταξύ τους λόγω των κανονισμών της εταιρείας. Στο σπίτι όμως ξεχείλιζε από μέσα τους η αγάπη και ο ερωτισμός. Το χαμόγελο του Παύλου έδινε δύναμη στη Τζεμιλέ. Τα μάτια της Τζεμιλέ φώτιζαν τον κόσμο του Παύλου.

Οι γονείς τους δεν είχαν καταλάβει ακόμα τίποτα. Οι μόνοι που ήξεραν πως έμεναν μαζί αυτοί οι δύο ήταν οι φίλοι του Παύλου τους οποίους εμπιστευόταν τυφλά πως δεν θα αποκάλυπταν το μυστικό.

Σχεδόν ενάμιση χρόνος είχε περάσει από την μέρα που γνωρίστηκαν σε εκείνη την κρύα αίθουσα του αεροδρομίου. Ενάμιση χρόνος από την μέρα που γνώρισαν το άλλο τους μισό. Εκείνη την μέρα η ζωή του Παύλου είχε αλλάξει. Η χαρά του ήταν απίστευτη. Και την χαρά αυτή ήθελε να την νοιώθει κάθε μέρα... Για το υπόλοιπο της ζωής του. Ίσως να ήταν λίγο νωρίς αλλά ήξερε σίγουρα πως ποτέ δεν θα αγαπούσε άλλη γυναίκα όπως αγάπησε την Τζεμιλέ. Το είχε πάρει απόφαση πια. Θα την έκανε γυναίκα του. Οι οικογένειές τους θα το μάθαιναν μόνο αφού θα ήταν πια πολύ αργά για να επέμβουν.

Ένα απόγευμα ο Παύλος βρήκε το θάρρος και ζήτησε, μπροστά σε όλους τους φίλους του, από την Τζεμιλέ να τον παντρευτεί, με το δαχτυλίδι περασμένο στην καρδιά ενός κόκκινου τριαντάφυλλου. Φυσικά εκείνη δέχτηκε και όλοι χειροκρότησαν το μόλις αρραβωνιασμένο ζευγάρι.

Όμως δεν ήταν όλα ρόδινα για όλους τους φίλους τους. Το μίσος και η ζήλεια μεγάλωναν κάθε μέρα όλο και περισσότερο μέσα στη καρδιά του Αντρέα, του κολλητού του Παύλου. Ήθελε την Τζεμιλέ. Ήθελε να την κάνει δική του, να ζει μόνο για εκείνον. Μόλις άκουσε την πρόταση γάμου του Παύλου, ένοιωσε το αίμα του να βράζει. Ήθελε να σκοτώσει τον Παύλο, ήθελε να τον κάνει να πονέσει.

Την επόμενη μέρα ο Αντρέας πήγε στους γονείς του Παύλου και τους τα είπε όλα. Μετά έστειλε γράμμα στους γονείς τις Τζεμιλέ, αφού μιλούσε τούρκικα πολύ καλά και έδωσε και στις δύο οικογένειες διεύθυνση και την ώρα που το ζευγάρι είχε κανονίσει να βγει για δείπνο. Ήθελε να τους χωρίσει όσο τίποτε άλλο.

Πέντε μέρες αργότερα, ο Παύλος και η Τζεμιλέ βγήκαν από το διαμέρισμα τους και προχώρησαν προς το αυτοκίνητο όταν μια φωνή τους σταμάτησε.

«Παύλο!! Αλήτη, πρόδωσες τους Έλληνες και τους Κυπρίους και πηγές με αυτή την ξεδιάντροπη!» φώναξε η φωνή και ο Παύλος εκνευρισμένος γύρισε και είδε τον πατέρα του μαζί με την μάνα του.

«Μπαμπά, τι κανείς εδώ; Δεν θα πήγαινες στην Ελλάδα αυτό τον μήνα;;» είπε σοκαρισμένος ο Παύλος.

«Πώς μπορώ να πάω στην Ελλάδα ενώ ξέρω ότι πας να παντρευτείς μια Τουρκάλα, μια από αυτούς που επιτέθηκαν στη χώρα μας;» φώναξε πάλι και ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στα μπαλκόνια.

«Και τι σε νοιάζει εσένα ποιά θα παντρευτώ, εε!; Μου λες!; Εγώ αυτήν αγαπώ και δεν με νοιάζουν καθόλου η διαμάχες τις Κύπρου με άλλους λαούς, πάντα ήξερες την γνώμη μου γι'αυτό!» αντιμίλησε ο Παύλος και τότε μια άλλη φωνή ακούστηκε πίσω τους.

«Τζεμιλέ!!» γύρισαν όλοι και είδαν έναν μουστακαλή μεσήλικα που μιλούσε σπαστά ελληνικά μαζί με δύο ψηλά παλικάρια. Τούρκοι.

«Μπαμπά, τι κανείς εδώ;!» τσίριξε η Τζεμιλέ με τη σειρά της.

«Πως τολμάς να παντρευτείς Έλληνα;! Δεν έχεις τσίπα πάνω σου;! Γι'αυτό δεν ήθελες να δεχτείς τον άντρα που σου διάλεξα! Και τώρα που υποτίθεται λείπεις στην Ελλάδα, είσαι εδώ και χαϊδεύεσαι με αυτόν τον άπιστο! Τι θα πει η μάνα σου, εεε; Μακάρι να σε κάψει ο Αλλάχ στην κόλαση!» φώναξε ο πατέρας της Τζεμιλέ και έβγαλε ένα όπλο από την πίσω μεριά του παντελονιού του.

«Αλλά πρώτα θα σκοτώσω εσένα!» ούρλιαξε και τράβηξε τη σκανδάλη αφού σημάδεψε τον Παύλο.

«ΟΧΙ !!!» Ακούστηκε και μετά ένας κρότος.

Ο χρόνος σταμάτησε. Ο πατέρας του Παύλου ετοιμάστηκε να τρέξει προς το παιδί του αλλά μπήκε μπροστά η Τζεμιλέ. Ο πατέρας της φώναξε το όνομα της. Η μητέρα του Παύλου έκλαιγε..

Ο χρόνος περνούσε πολύ αργά.. Ο Παύλος κρατούσε στα χέρια του το τραυματισμένο σώμα της Τζεμιλέ, στο πλευρό του ήταν η μητέρα του, οι δύο πατεράδες απλώς έβλεπαν...

Οι γείτονες κάλεσαν ασθενοφόρο. Ο Παύλος ήταν υπερβολικά σοκαρισμένος για να κουνηθεί. Η μητέρα του έκλαιγε και έβριζε τον άντρα της που μίλησε έτσι στον γιο τους. Ο πατέρας της Τζεμιλέ ένοιωθε απίστευτες τύψεις ενώ τα αδέλφια της βοήθησαν τον Παύλο να ακολουθήσει την Τζεμιλέ στο ασθενοφόρο προσπαθώντας να κρατήσουν την ψυχραιμία τους.

Στο νοσοκομείο ήταν και οι δύο οικογένειες και όλοι προσεύχονταν να γίνει η Τζεμιλέ καλά. Είχε έρθει και η μητέρα της. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά. Δύο ώρες είχαν περάσει από την ώρα που έβαλαν την Τζεμιλέ στο χειρουργείο με ελπίδα να την σώσουν. Τότε βγήκε έξω ο γιατρός.

«Γιατρέ! Πείτε μου σας παρακαλώ!» είπε ο Παύλος αναστατωμένος.

«Καταφέραμε να βγάλουμε τη σφαίρα αλλά έχει χάσει πολύ αίμα και το νεφρό της έχει καταστραφεί. Πρέπει να βρούμε μόσχευμα σύντομα αλλιώς θα πεθάνει.» απάντησε ο γιατρός και ο Παύλος έπεσε στη καρέκλα πίσω του με δάκρυα στα μάτια. Όλος του ο κόσμος είχε γίνει κομμάτια απ' τη μια στιγμή στην άλλη.

«"Πρέπει να πάρω δείγμα από όλους σας για να βρούμε ποιος είναι συμβατός δότης.» συμπλήρωσε ο γιατρός και όλοι συμφώνησαν.

Ο καθένας με τη σειρά του έμπαινε στο γραφείο της νοσοκόμας που τους έπαιρνε αίμα και μόλις τελείωσαν όλοι περίμεναν τα αποτελέσματα.

Μετά από περίπου μισή ώρα η οποία φάνηκε αιώνας, γύρισε ο γιατρός.

«Ο μόνος συμβατός δότης είναι ο κύριος Γιώργος Ανδρέου.» ανακοίνωσε ο γιατρός και όλοι ξαφνιάστηκαν.,

«Πατέρα, σε παρακαλώ.. Δεν θέλω να την χάσω, είναι η ζωή μου, το καταλαβαίνεις!; Όλοι είμαστε άνθρωποι, όλοι ζούμε και αγαπάμε, ξεχνά τον ρατσισμό και τις κόντρες. Δεν παίζει ρόλο η εθνικότητα και όλα αυτά.. Εσύ ένωσες την Κύπρο με την Ελλάδα όταν παντρεύτηκες

τη μαμά, εγώ θα ενόσω την Κύπρο και την Τουρκία. Δες το έτσι αφού σ' αρέσει..» είπε ο Παύλος και όλοι τον κοιτούσαν με συμπόνια. Τον λόγο πήρε η μητέρα της Τζεμιλέ.

«Το παιδί έχει δίκιο, γίνεστε άδικοι.. Σας παρακαλώ κύριε Ανδρέου, σώστε την κόρη μου..» παρακάλεσε εκείνη με την σειρά της.

«Αν αυτό ενώνει την Κύπρο και θα σε κάνει χαρούμενο γιε μου τότε έτσι θα γίνει. Θα σώσω την κοπέλα σου.» είπε αποφασιστικά ο πατέρας του Παύλου και ακολούθησε τον γιατρό μέσα στο χειρουργείο.

«Να σε έχει ο Αλλάχ καλά!» προσευχόταν η μητέρα της Τζεμιλέ και περίμεναν να τελειώσει το χειρουργείο.

Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Ένα χρόνο μετά από εκείνη τη μέρα. Η Τζεμιλέ και ο Παύλος σήμερα παντρεύτηκαν, χάρη στον πατέρα του Παύλου που έδωσε το ένα του νεφρό για να ζήσει η κοπέλα. Οι οικογένειες δένονταν όλο και περισσότερο μεταξύ τους καθώς κάθε Κυριακή έτρωγαν μαζί στο σπίτι των παιδιών τους. Αν και είναι μόνο μια μικρή ομάδα ανθρώπων, κατάφεραν να περάσουν ένα μήνυμα παρουσιάζοντας μέσα από τον κόσμο τους την κατάσταση της Κύπρου. Η οικογένεια του Παύλου είναι η ένωση Ελλάδας και Κύπρου και ο Παύλος με την Τζεμιλέ είναι η ένωση των δύο κομματιών της Κύπρου. Μπορεί να είναι ένα απλό ζευγάρι αλλά η αγάπη τους κατάφερε να νικήσει τις διαμάχες μεταξύ διαφορετικών λαών.

«Ο Θεός δεν δημιούργησε έθνη, μόνο ανθρώπους ικανούς να αγαπήσουν άνευ όρων».

 

 

Ετικέτες: