Δημοψήφισμα υπό τη σκιά εκβιαστικών διλημμάτων και μεθοδεύσεων

Το «ΟΧΙ» και το «ΝΑΙ» ενός λαού

Η κυβερνητική πρόταση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, η οποία υπερψηφίστηκε από την Βουλή, άνοιξε μία νέα σελίδα στην ιστορία της χώρας, μετά την παγιωμένη πολιτική στάση των τελευταίων ετών, δίνοντας στους Έλληνες πολίτες την ευχέρεια, με την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος τους, να αποφασίσουν για το μέλλον τους. 

Η προοπτική αυτή που έδωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, με την απόφαση του για δημοψήφισμα, ώστε να λειτουργήσει η κυβέρνηση βάσει της λαϊκής ετυμηγορίας, αποτελεί και την πλέον καθαρή λύση στο αδιέξοδο που προκάλεσαν οι πιστωτές.

Η αποτροπή, πάση θυσία, διενέργειας του δημοψηφίσματος που επιδιώκεται, δεν αποτελεί απλά μία αντιπολιτευτική πολιτική αντίδρασης αλλά κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, όταν αυτό ορίζει ρητά πως για τις αποφάσεις επί σοβαρών και κρίσιμων εθνικών θεμάτων, για τις οποίες δεν έχει εξουσιοδοτηθεί η εκλεγμένη κυβέρνηση, τον λόγο έχει ο λαός. 

Σε κάθε περίπτωση η κίνηση αυτή της κυβέρνησης θα σημάνει την εκκίνηση εξελίξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενισχύοντας τις φωνές εκείνες των χωρών της Ένωσης που πιστεύουν στα ευρωπαϊκά ιδεώδη της αλληλεγγύης των λαών και επιθυμούν να τα επαναδιεκδικήσουν.

Το  δημοψήφισμα

Την διενέργεια του δημοψηφίσματος υπερψήφισε η Βουλή, με 178 θετικές ψήφους και 120 αρνητικές, με αποτέλεσμα αυτό να έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί την ερχόμενη Κυριακή στις 5 Ιουλίου, με το βασικό ερώτημα περί της αποδοχής ή μη της πρότασης των δανειστών.

Αυτό που, μέσω της ψήφου τους, θα κληθούν να κρίνουν οι πολίτες αφορά στην αποδοχή του σχεδίου συμφωνίας, που κατατέθηκε στο Eurogroup της 25/6/2015 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. 

Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει την πρόταση των πιστωτών, όπως αυτή καταγράφεται στα 2 έγγραφα, εκ των οποίων το πρώτο φέρει τον τίτλο «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» και αφορά, όπως μεταφράζεται, τις μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού και το δεύτερο έγγραφο «Preliminary Debt sustainability analysis» για την προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους.

Όσοι  πολίτες απορρίπτουν  την πρόταση των  τριών θεσμών ψηφίζουν ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΟΧΙ

Όσοι  πολίτες συμφωνούν  με την πρόταση  των τριών θεσμών ψηφίζουν ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΝΑΙ

Πρωθυπουργικές  διευκρινίσεις 

Η αντίσταση της κυβέρνησης έναντι των τελεσίγραφων, τα οποία απροσχημάτιστα τέθηκαν από τους «θεσμούς», δεν είναι τίποτε άλλο από την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας μιας χώρας και του λαού της, με μία κίνηση η οποία είναι πέρα από κομματικές αποχρώσεις και θα έπρεπε να είχε επιχειρηθεί ήδη από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις, όταν τέθηκαν οι μνημονιακοί όροι στη χώρα. 

Άλλωστε ουδέποτε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, δήλωσε αντιευρωπαϊστής, ενώ και στις προεκλογικές του εξαγγελίες είχε καταστήσει σαφές πως τάσσεται υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας.

Άρα η μεταστροφή του ερωτήματος του δημοψηφίσματος που επιχειρείται, ως μέρος του σχεδίου αποδόμησης της κυβέρνησης, σχετικά με την παραμονή ή όχι της χώρας στο ευρώ και την Ε.Ε., πέφτει στο κενό. 

Και όπως ο ίδιος τόνισε «δεν αποτελεί πρόθεση ούτε επιλογή της Κυβέρνησης ούτε του ελληνικού λαού να ταυτίσουν το μνημόνιο σώνει και καλά με την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε επισκέπτης ούτε φιλοξενούμενος στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Είμαστε ίσοι μεταξύ ίσων. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα, ούτε καν θεσμικά με βάση τις ευρωπαϊκές συνθήκες που όλοι συνυπογράψαμε, να μας δείξει την πόρτα της εξόδου από το κοινό μας σπίτι. Αυτό το δικαίωμα δεν σκοπεύουμε να το παραχωρήσουμε σε κανέναν και για κανέναν λόγο».

Στο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός ήταν σαφής πως η κυβέρνηση κινείται με γνώμονα την υπεράσπιση των ιδρυτικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μίλησε ξεκάθαρα για «ταπείνωση ενός ολόκληρου λαού», για «ιστορική ευθύνη απέναντι στο μέλλον της χώρας» και ζήτησε «η Ελλάδα να στείλει ένα μήνυμα δημοκρατίας», ενώ κάλεσε «όλους και όλες με εθνική ομοψυχία ενότητα και ψυχραιμία να πάρουμε τις αποφάσεις που μας αξίζουν για την κυριαρχία και την αξιοπρέπεια του λαού μας».

Κατά τη διάρκεια δε της ομιλίας του στη Βουλή, στη συζήτηση για την ψήφιση της πρότασης δημοψηφίσματος αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην «προπαγάνδα φόβου» που έχει στηθεί και θα «κλιμακωθεί μέχρι την επόμενη Κυριακή», σημειώνοντας πως «Ας ξέρουν όμως ότι καμιά φορά η τρομοκρατία όταν γίνεται τόσο εξόφθαλμα, οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Πεισμώνει ο κόσμος».

Όσον αφορά στα μέτρα που απαιτήθηκαν από τους πιστωτές ανέφερε ότι «σε μια προσπάθεια να υπάρχει συμφωνία καταθέσαμε ισοδύναμα μέτρα στις υπερβολικά υψηλές απαιτήσεις των δανειστών…με τη διαφορά όμως ότι επιλέξαμε τα βάρη να κατανεμηθούν με το κριτήριο της δικαιοσύνης σε αυτούς που αντέχουν να τα σηκώσουν και όχι σε αυτούς που έχουν σηκώσει πέντε χρόνια όλα τα βάρη και δεν αντέχουν άλλο.  
Όμως, την κρίσιμη ώρα, με επιμονή κυρίως του Ταμείου, ζήτησαν να αφαιρέσουμε ή να μετριάσουμε τις προτάσεις μας για τη φορολόγηση του πλούτου. Την επιβολή έκτακτης εισφοράς ζήτησαν να την απαλείψουμε στα κέρδη των επιχειρήσεων πάνω από 500.000 ευρώ. Ζήτησαν και την αύξηση του συντελεστή φορολόγησης νομικών προσώπων κατά 3%, καθώς και την πρόταση για επαναφορά των εργοδοτικών εισφορών στο προηγούμενο επίπεδό τους, πριν από ενάμιση χρόνο, στο 2,9%
Αν ρίξουμε τα βάρη –λέει- στους πλουσιότερους, θα έχουμε υφεσιακά μέτρα. Αν τα ρίξουμε στις συντάξεις και τους μισθούς, δεν θα έχουμε υφεσιακά μέτρα. Αν αυξήσουμε το ΦΠΑ, δεν θα έχουμε υφεσιακά μέτρα.  
Στο όνομα, λοιπόν, αυτής της ιδεοληψίας τους, μας ζήτησαν να ξαναφορτώσουμε τα βάρη στους συνταξιούχους, να κόψουμε συντάξεις, ακόμα και το επίδομα και τις πιο χαμηλές συντάξεις
Παράλληλα, μας κατέστησαν σαφές ότι δεν τους ενδιαφέρουν τα πρόσθετα έσοδα από τον έλεγχο του παράνομου πλούτου και ότι δεν πρόκειται να τα υπολογίσουν στα μακροοικονομικά τους σενάρια.  
Μας ζήτησαν, επίσης, να αυτοεξαιρεθούμε από το ευρωπαϊκό κεκτημένο των συλλογικών διαπραγματεύσεων που κατοχυρώνει το άρθρο 28 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διατηρήσουμε τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα στο σημερινό επίπεδο της φτώχειας.  
Μας ζήτησαν τη νομοθέτηση των ομαδικών απολύσεων και του εργοδοτικού lock out, όταν η ίδια η τρόικα είχε συμφωνήσει στην εξαίρεσή τους από τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού το 2013.  
Και ενώ είχαμε συμφωνήσει να ξεκινήσουμε τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος τον ερχόμενο Οκτώβρη, απαίτησαν να προηγηθεί η μείωση των κύριων και των επικουρικών συντάξεων, ώστε να προκαταλάβουν το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης.  
Απαίτησαν, επίσης, την εκτόξευση του ΦΠΑ στον τουρισμό, δηλαδή στα ξενοδοχεία και την εστίαση, από το 6,5% στο 23%. Με αυτή την επιμονή τους οι ίδιοι προκαλούν εύλογα ερωτήματα: Άραγε για ποιον δουλεύουν; Ποια συμφέροντα εξυπηρετούν; Ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούν αυτοί που θέλουν να οδηγήσουν σε ξαφνικό θάνατο το πιο ισχυρό, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας διεθνώς, τον τουρισμό; 
Τέλος, δεν έδωσαν τίποτα πιο συγκεκριμένο για το θέμα του χρέους, παρά μονάχα την ίδια αόριστη υπόσχεση που έδωσαν και στις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι κάποια στιγμή θα το δούμε κι αυτό. 

Επιπλέον, έδωσαν ένα εξαιρετικά ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα χρηματοδότησης, ενώ σύμφωνα με την Απόφαση της 20ης Φλεβάρη, η ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης στις 30 του Ιούνη συνεπάγεται αυτόματα την εκταμίευση της τελευταίας δόσης σε εκκρεμότητα ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων. Με την παράταση της ισχύουσας συμφωνίας ως το Δεκέμβρη του 2015, προσέθεσαν τέσσερις μηνιαίες αξιολογήσεις.  
Με δυο λόγια, μας είπαν ρευστότητα με το σταγονόμετρο και σκληρή επιτήρηση, ενώ την ίδια στιγμή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα διατηρούσε το δικαίωμα να αποφασίσει μονομερώς τον Οκτώβρη αν θα εκταμίευε ή όχι τις οφειλόμενες από το 2014 δόσεις των 3,5 δισεκατομμυρίων.  
Με άλλα λόγια, δεν μας ζήτησαν να συμφωνήσουμε. Μας ζήτησαν να παραδώσουμε την πολιτική μας αξιοπρέπεια».

Για την επόμενη του δημοψηφίσματος ανέφερε πως «η πρόθεσή μας για έναν αληθινά έντιμο συμβιβασμό και για μια πραγματικά βιώσιμη συμφωνία θα παραμένει διαρκώς εκεί στο τραπέζι, αλλά στο τραπέζι και μια ειλικρινή διαπραγμάτευση, όχι στο τραπέζι των εκβιασμών» και συμπλήρωσε ότι «ο ελληνικός λαός θα σταθεί στο ύψος της ιστορίας του και θα πει το μεγάλο «όχι» στο τελεσίγραφο».

Εσωτερική μεθόδευση

Με την κινδυνολογία να εκτινάσσεται αμέσως μετά το πρωθυπουργικό διάγγελμα, με κινήσεις πανικού από το εγχώριο αλλά και ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, επιστρατεύθηκε το μέγα όπλο της παραπληροφόρησης, αποδεικνύοντας ότι ζητούμενο αποτελεί η κορύφωση της προσπάθειας αποσταθεροποίησης της ελληνικής κυβέρνησης

Πέραν του πολιτικού κλονισμού δρομολογήθηκε και μία φαλκίδευση της οικονομικής βάσης, με τεχνητή πρόκληση φόβου ώστε μέσω της χρησιμοποίησης του να δημιουργηθεί μία τραπεζική κατάρρευση σε μέγεθος και εύρος τόσο που να είναι σίγουρα ελέγξιμο, αρκετό όμως να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά.

Ενάντια σε αυτή τη σπέκουλα που ανερυθρίαστα στήθηκε επάνω στην ανασφάλεια και τον φόβο των πολιτών, θα πρέπει να υπάρξει η ενημέρωση πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να διακόψει τη χρηματοδότηση της, καθώς απαιτείται γι’ αυτό η συναίνεση των 3/5 των μελών του συμβουλίου της, όπως και της ελληνικής κυβέρνησης. 

Αυτή η καλλιέργεια του φόβου, με στόχευση να πληγεί η πλειοψηφική στήριξη της κυβερνητικής πρότασης, λειτούργησε προβοκατόρικα στην αρχή και εξαπλώνοντας την ανησυχία στη συνέχεια, προκάλεσε ένα τεχνητό bank run με τις ουρές στα μηχανήματα αναλήψεων των τραπεζών, παραλύοντας την λογική του μέσου πολίτη.

Κανείς βέβαια, από όσους δρομολόγησαν αυτό τον τραπεζικό πανικό, δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει πως ο έλεγχος των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών δεν μπορεί να εφαρμοστεί από κανέναν εταίρο, παρά αποφασίζεται και νομοθετείται από την ελληνική Βουλή. 

Πάντως για την διασφάλιση του τραπεζικού συστήματος και τον περιορισμό των μεγάλων εκροών καταθέσεων το Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας αποφάσισε να παραμείνουν κλειστές οι τράπεζες την Δευτέρα, ενώ περιορισμοί θα τεθούν και στις συναλλαγές, μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Εκτός από τις τράπεζες δεν θα λειτουργήσει και το χρηματιστήριο, με το υπουργό Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη να δηλώνει πως «θα λάβουμε ότι μέτρο χρειαστεί για να διασφαλίσουμε την ομαλή καθημερινότητα των πολιτών».

Στο σενάριο κινδυνολογίας που επιχειρείται να επικοινωνήσει η εσωτερική αντιπολίτευση, περιλαμβάνεται και η διαστρέβλωση του ερωτήματος του δημοψηφίσματος, παρουσιάζοντας το ως δίλημμα παραμονής της χώρας στο ευρώ.

Άλλωστε αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως όπως και εάν ονομάζεται ένα νόμισμα δεν παύει να ισχύει ο πραγματικός του ρόλος και αυτός δεν είναι άλλος από το ότι πρόκειται για το μέσον άσκησης οικονομικής πολιτικής, το οποίο οι κυβερνήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν ανάλογα υπέρ της οικονομίας των χωρών τους.

Όσον αφορά στις προτάσεις των «θεσμών», παρουσιάζεται ως διαφωνία της κυβέρνησης το οικονομικό ύψος των μέτρων, υποστηρίζοντας πως στα πρώτα μέτρα των 8 δις ευρώ υπήρξε συμφωνία της ελληνικής πλευράς, αποσιωπώντας όμως την θέση της ελληνικής κυβέρνησης για φορολόγηση του πραγματικού πλούτου και όχι λήψη οριζόντιων μέτρων που θα πλήξουν τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.

Παραδοχές καταπέλτης

Σε ανακοίνωση του με τον τίτλο «Περί του να μαθαίνει κανείς από τα λάθη του», ο πρώην γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος – Καν, ζητά από τους Ευρωπαίους την αποδοχή προσωρινής αναστολής των πληρωμών της Αθήνας, μιλώντας παράλληλα για «βλακώδεις» και «καταστροφικές» «αυστηρές δημοσιονομικές προσαρμογές» που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Το πρώην ισχυρό πρόσωπο της παγκόσμιας οικονομίας αναφέρει πως «Ο εξαναγκασμός της ελληνικής κυβέρνησης να υποκύψει, θα δημιουργούσε ένα τραγικό προηγούμενο για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση μια ανεξέλεγκτη αλυσιδωτή αντίδραση».

Προτείνει δε «η Ελλάδα να μην λάβει πλέον καμιά νέα χρηματοδότηση εκ μέρους της ΕΕ, όπως και εκ μέρους του ΔΝΤ, αλλά να της δοθεί μια πολύ εκτεταμένη παράταση της ωρίμανσης, ακόμη και μια μαζική ονομαστική απομείωση του χρέους της έναντι των δημόσιων θεσμών. Αυτό θα απελευθερώσει την Ελλάδα απ' όλες τις υποχρεώσεις της έναντι του επίσημου τομέα (επίσημοι θεσμοί) για τα δύο επόμενα χρόνια».

Σημειώνει ότι οι Έλληνες θα υποχρεωθούν σε «δύσκολες δημοσιονομικές επιλογές» όπως να προχωρήσει η φορολογική μεταρρύθμιση και οι μάχες «εναντίον της ολιγαρχίας, των ιδιωτικών συμφερόντων και του βάρους του κρατικού μηχανισμού», επιλογές όμως τις οποίες θα κάνουν οι ίδιοι, χωρίς εξαναγκασμό από το εξωτερικό.

Με αυτό τον τρόπο, πιστεύει πως η Ελλάδα θα μπορούσε τότε να γίνει «υποψήφια για σταδιακές διαγραφές του χρέους της», ενώ καλεί τις ελληνικές αρχές να επιδείξουν θάρρος και ανεξαρτησία.

Μήνυμα με σημασία εστάλη προς τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού με τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών, Τζακ Λιου, να τάσσεται υπέρ της Ελλάδας, εστιάζοντας στο ουσιώδες σημείο της διαπραγμάτευσης, που δεν είναι άλλο από το χρέος.

Συγκεκριμένα δήλωσε πως «το χρέος πρέπει να αποτελεί μέρος των διαπραγματεύσεων», σημειώνοντας ότι «η παγκόσμια οικονομία δεν χρειάζεται ένα σοκ τώρα» και κατ’ ουσία υπήρξε η πρώτη παραδοχή εκ μέρους των ΗΠΑ ότι μέρος του ελληνικού προβλήματος είναι και η αναδιάρθρωση του χρέους

Φόβος για «ντόμινο»  αμφισβητήσεων

Οι εκβιαστικοί χειρισμοί των πιστωτών και οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις τους, αποκλείοντας την επίτευξη μίας πολιτικής λύσης όσον αφορά στο ελληνικό χρέος, με παράλληλη υιοθέτηση ακραίων πραξικοπηματικών πρακτικών, που βάλλουν ευθέως κατά της αυτοτέλειας της χώρας, επιχείρησαν να υποχρεώσουν την ελληνική κυβέρνηση να υποκύψει σε έναν συμβιβασμό, σύμφωνα με τις ακολουθούμενες μέχρι σήμερα τακτικές.

Άλλωστε η ύψωση φωνής διατάραξης της ευρωπαϊκής πολιτικής, όπως αυτή που άρθρωσε η ελληνική πλευρά, δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτή και να μην επιχειρηθεί η φίμωση της, ώστε να λειτουργήσει ως κίνηση παραδειγματισμού για του λοιπούς λαούς της Ευρώπης πως δεν πρόκειται να βρουν πρόσφορο έδαφος άλλες πολιτικές πέραν των υπαρχόντων, που επιβάλλουν σκληρούς τραπεζικούς κανόνες διαχείρισης των κρατών μελών.

Να μην παραγνωρίζεται πως η στάση της ελληνικής κυβέρνησης, που αποδεικνύει στην πράξη την υιοθέτηση μιας άλλης πολιτικής άρνησης της υποτέλειας ενός κράτους, θέτει σε ευθεία αμφισβήτηση την σκληρή ευρωπαϊκή πολιτική, ειδικά δε σε μια περίοδο που καταγράφεται μεγάλη άνοδος των ευρωσκεπτικιστών. 

Με την συνέχιση αποδοχής και εφαρμογής των μέτρων που επιβάλλουν οι εταίροι, πέραν της ολικής κατάρρευσης στην οποία οδηγούν την Ελλάδα, θα προκληθεί άμεσο πρόβλημα στο σύνολο της Ευρώπης, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος επικράτησης οι ακροδεξιές ιδεολογίες, την στιγμή που η ευρωπαϊκή ιδέα καταπατάται κατάφορα.

Ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι να υλοποιηθεί με κάθε τρόπο το σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης, το οποίο εξυφαίνεται από εγχώριους πρόθυμους εξυπηρετητές και προπαγανδιστικά κέντρα του εξωτερικού, αλλά ακόμα και να χρησιμοποιηθεί το τραπεζικό σύστημα της χώρας, όπως διαφάνηκε από την τεχνητή επιβολή capital controls, δηλαδή να υπάρξει περιορισμός της τραπεζικής ρευστότητας και να τεθεί όριο αναλήψεων.

Οι εταίροι βλέπουν πως με την πρόταση δημοψηφίσματος αδυνατούν να επιβάλλουν έναν εκβιαστικό συμβιβασμό και προσανατολίζονται στην αποτροπή του με κάθε τρόπο, προκειμένου να αποσοβηθούν οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα υπάρξουν, από άλλες απείθαρχες χώρες της Ένωσης, από την «ανυπακοή» και την «ανταρσία» της Ελλάδας.

Η ευθύνη υποστήριξης  της αξιοπρέπειας ολόκληρου του  λαού, που κουράστηκε να ζει υπό τον  φόβο και την ανασφάλεια, επαφίεται πλέον  στην δική του κρίση.

<

Ετικέτες: