Τα δεδομένα οδηγούν τις εξελίξεις

Στην δίνη ενός καθαρά οικονομικού παιχνιδιού, βρίσκεται η κυβέρνηση και κατ’ επέκταση και η χώρα, γεγονός που καθιστά ανεδαφικές τις συζητήσεις με πολιτικούς όρους, όταν οι πολιτικές διέξοδοι αναζητούνται στο εσωτερικό για την ισορρόπηση των κυβερνητικών δυνάμεων και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την διατήρηση των συσχετισμών, πάντοτε όμως πάνω σε οικονομικό υπόβαθρο.

Με παρόντες του τέσσερεις εκπροσώπους των θεσμών στην Αθήνα και τους εντατικούς ρυθμούς των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους πιστωτές από την μία πλευρά, να επιβεβαιώνουν πως όλα κινούνται σε οικονομικά πλαίσια και από την άλλη η διαμάχη των στελεχών το κυβερνόντος κόμματος να ψάχνουν να βρουν τις ισορροπίες τους, με την πολιτική να αποτελεί στοιχείο εσωτερικής κατανάλωσης.

Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να συμφωνήσει σε νέα υφεσιακά μέτρα, για τα οποία αν και διατυπώνει σε όλους τους τόνους ότι δεν υποστηρίζει, δεν κατορθώνει να πείσει τους διαφωνούντες στο εσωτερικό του κόμματος, οι οποίοι συνεχίζουν να εκφράζουν έντονες ενστάσεις, επιβεβαιώνοντας πως η ψήφιση τους θα αποτελέσει την αφετηρία της εκλογικής προοπτικής προς την οποία όλα δείχνουν ότι οδεύει η χώρα.

Άλλωστε οι απώλειες που διέρρηξαν την κοινοβουλευτική ισχύ της κυβέρνησης κατά τις δύο ψηφοφορίες των προαπαιτούμενων της συμφωνίας, έδειξαν πως η απώλεια της δεδηλωμένης για την κυβέρνηση δεν έχει άλλο δρόμο από την προσφυγή στις κάλπες.

Εκεί μένει να ξεκαθαρίσει το τοπίο, με την εκκαθάριση του παλαιού σαθρού πολιτικού κατεστημένου, από κάθε βουλευτική πτέρυγα, γεγονός που θορυβεί το σύνολο του πολιτικού κόσμου της χώρας, που ήδη βρίσκεται υπό έκπτωση στις συνειδήσεις των ψηφοφόρων.

Η πολιτική αρένα

Η προοπτική των πολιτικών εξελίξεων θα περάσει πρώτα από την υλοποίηση της επιβαλλόμενης οικονομικής ισοπέδωσης της Ελλάδας και του λαού της, μέσω μιας συμφωνίας της οποίας οι αριθμοί είναι σαφείς ως προς την επιδείνωση του μεγέθους του δημόσιου χρέους και την πλήρη απώλεια και των τελευταίων στοιχείων που ορίζουν την εθνική κυριαρχία.

Ζητούμενο πλέον δεν είναι να υπάρξουν νικητές και ηττημένοι μέσα από την πολιτική διαμάχη, δεν ενδιαφέρει η δικαίωση των κατεστημένων πολιτικών υποτέλειας ή των ασφαλών εκφράσεων αντίδρασης, αλλά η μετουσίωση της θλίψης και της οργής σε πείσμα επιβίωσης και επανασύστασης της καταπατημένης αξιοπρέπειας.

Ο παραλογισμός των μονομάχων στην αρένα της πολιτικής επικράτησης, δεν βρίσκει αντίκρισμα στην σημερινή εθνική πραγματικότητα, όπου επιβλήθηκε η υποτέλεια στα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, που όρισαν τους κανόνες ύπαρξης της χώρας, μέσω της δικής τους δικτατορίας, επιβάλλοντας μία ιδιότυπη αποικιοκρατία.

Οι διχαστικές λογικές, οι συντροφικές έριδες και οι χαιρέκακες υποδαυλίσεις, σίγουρα δεν αφήνουν περιθώρια πολιτικών συγκλίσεων, όμως ταυτόχρονα δεν αρκούν για να αναστήσουν το ήδη «νεκρό» παλαιό πολιτικό σύστημα, με εμφανή τα σημάδια της προχωρημένης σήψης του, ούτε ανοίγουν διεξόδους στους πρόθυμους εθελόδουλους που εμφανίστηκαν ως πολιτικές παραφυάδες μιας καθεστηκυίας τάξης, που ούτως ή άλλως αποδοκιμάστηκε.

Έναντι αυτών ένας πελαγωμένος ψηφοφόρος, που μέσα από την αγωνιώδη του ανασφάλεια καλείται να επιδείξει την ωριμότητα του, στην οποία θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να διατηρήσει τουλάχιστον την λογική του αδιαπραγμάτευτη.

Οικονομικά δεδομένα

Οι ισορροπίες οφείλεται να διατηρηθούν εντός των πλαισίων που θέτουν οι ισχυροί οικονομικοί κυρίαρχοι, με τις πολιτικές ιδεολογίες να φαντάζουν ως αποστροφή παραμυθιού μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που από γεννήσεως του βασίστηκε σε οικονομικές αρχές και συμφωνίες.

Άλλωστε η ιστορία έχει αποδείξει πως ζητούμενο εξ αρχής αποτελούσε η ισχυροποίηση των ευρωπαϊκών οικονομικών μεγεθών έναντι του αντίπαλου δέους της αμερικανικής ισχύος.

Οι πολιτικές επινοήσεις, που βαπτίζουν «αριστερό» ένα μνημόνιο, που διόλου δεν λοξοδρομεί από τα προηγούμενα, διατηρώντας τον ολοκληρωτισμό του, μπορεί να κόστισαν στην συνοχή ενός κόμματος, το οποίο εν μία νυκτί είδε να μεταλλάσσεται, όμως δεν έκρυβε καμία έκπληξη ούτε ως προς την επιβολή του ούτε προς το περιεχόμενο του.

Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η λογική της παραμονής στους κόλπους των ενοποιημένων οικονομικών συμφερόντων, υπό ένα νόμισμα μη υπαρκτού, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, αλλά καθαρά λογιστικού, θα μπορούσε να αφήσει διέξοδο σε ιδεολογικές προσεγγίσεις, με την χρήση όρων όπως «αλληλεγγύη» ή «αλληλοβοήθεια».

Από τις ιδρυτικές πράξεις της τότε ΕΟΚ, η οποία για την ένταξη της χώρας και την αθρόα εκροή επιδοτήσεων απαιτούσε την εκρίζωση της βασικού πλούτου της, αυτού της πρωτογενούς παραγωγής, έως τις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, οι οικονομικοί όροι ήταν σαφείς και ξεκάθαροι.

Σαφώς και υπήρχαν οι πολιτικές κατευθύνσεις, συγκεκριμένου όμως προσανατολισμού, τέτοιου που να μην επιτρέπει παρέκκλιση από τα οικονομικά μεγέθη που τα χρηματοπιστωτικά κέντρα όριζαν και μέσω πολιτικών συσχετισμών τέτοιων που να λειτουργούν προς όφελος συγκεκριμένων οικονομικών μεγεθών.

Με την γνώση αυτών των δεδομένων, οι πρακτικές εκβιαστικής επιβολής των οικονομικών απαιτήσεων δεν μπορούν να ξενίζουν, αλλά να θεωρούνται αναμενόμενες.

Άλλωστε να μην λησμονείται πως η Ελλάδα αποτελεί ένα γεωπολιτικό «φιλέτο» τέτοιο που με κάθε τρόπο θα επιχειρούσαν να το καρπωθούν, πόσο μάλλον οι εταίροι, που ακριβώς λόγω της εταιρικής σχέσης, αυτό φάνταζε ευκολότερο.

Εν αναμονή της άλλης πολιτικής

Οι αναταράξεις στο εσωτερικό του κυβερνόντος κόμματος ήρθαν ως αποτέλεσμα της ήττας που υπέστη η Αριστερά με την συμφωνία που της επιβλήθηκε, εγείροντας όμως θέμα προβληματισμού στο κατά πόσον τελικά θα μπορούσε να ασκήσει την πολιτική της εντός των πλαισίων της Ε.Ε. και του ευρώ.

Εάν οι διέξοδοι που αναζητούν τα στελέχη του κόμματος έχουν ως κατάληξη την διάσπαση, τότε χάθηκε η ευκαιρία ανάλυσης αυτής της προοπτικής, που θα προκύψει μόνο μέσα από την σύνθεση απόψεων αριστερού προσανατολισμού, ώστε πραγματικά να χαραχθεί ο δρόμος που θα δώσει προοπτικές ιδεολογικής επικράτησης μιας άλλης πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να μπορεί να υπάρξει μία διευρυμένη συζήτηση με πολιτικούς όρους.

Άλλωστε η δύναμη που άντλησε, καταφέρνοντας να απορροφήσει τους κοινωνικούς κραδασμούς, του έδωσε μία ισχυροποίηση που προήλθε από τη συσσωρεμένη οργή, τάζοντας όμως μία ελπίδα την οποία ακόμα οφείλει.

Μακριά από επικριτικές κορώνες και αντιστασιακές εξάρσεις, αυτό που πρέπει συλλογικά να απαντηθεί είναι το μέγα ερωτηματικό που αφήνει μια κοινωνία ολόκληρη να απορεί για το τι πήγε στραβά.

Το μεγάλο στοίχημα που καλείται στην παρούσα στιγμή να κερδίσει είναι όχι να αποδείξει πως ακολουθεί την μοίρα της διάσπασης που στοιχειώνει την Αριστερά, αλλά η θεμελιακή αρχή του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν είναι άλλη από την συνένωση των διαφορετικών τάσεων στη βάση μιας πολυφωνικής συνύπαρξης.

Στην αντίθετη περίπτωση του διαλυτικού κατακερματισμού του, θα έχει υποκύψει στη μοίρα της Αριστεράς, υπό τις επευφημίες του νεοφιλελεύθερου συστήματος, αδυνατώντας να δρομολογήσει και να οδηγήσει τελικά σε μια ελπιδοφόρα προοπτική για την κοινωνία, που αποδεικνύεται σαν «έτοιμη από καιρό» για την ορθοπόδηση της.

Ετικέτες: