Μία μαύρη κωμωδία με έντονες στιγμές εσωτερικής πάλης και αγωνίας στο χριστουγεννιάτικο πρόγραμμα του Δήμου Σύρου - Ερμούπολης

«Τσετσέ» του Λουίτζι Πιραντέλλο στο Θέατρο Απόλλων

Τη μαύρη κωμωδία «Τσετσέ» του σπουδαίου Ιταλού δραματουργού Λουίτζι Πιραντέλλο σε συμπαραγωγή του σκηνοθέτη Μάνου Τριανταφυλλάκη με το Θέατρο Ατόμων με Αναπηρία (ΘΕ.ΑΜ.Α) θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει το κοινό της Σύρου την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Απόλλων.

Η παράσταση θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των χριστουγεννιάτικων εκδηλώσεων του Δήμου Σύρου – Ερμούπολης. Η σκηνοθεσία ανήκει στο Μάνο Τριανταφυλλάκη και η μετάφραση του έργου στην Ελίνα Νταρακλίτσα.

Ο «Τσετσέ» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 28 Μαρτίου 2016, στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών. Πριν την επίσημη πρεμιέρα οργανώθηκε Ημερίδα αφιερωμένη στην παράσταση Τσετσέ με θέμα: «Luigi Pirandello: η πορεία από τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία στο θέατρο» / «L’itinerario dalla letteratura e la filosofia al teatro»: Επίτιμος προσκεκλημένος ήταν ο Paolo Bosisio, επίτιμος καθηγητής Ιστορίας Θεάτρου του Πανεπιστημίου του Μιλάνου, Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο «Teatro Giacosa», καθώς και σκηνοθέτης όπερας.

Στη συνέχεια ανέβηκε για οχτώ παραστάσεις τα Σαββατοκύριακα του Απριλίου (2016) στον χώρο τέχνης Art 63. Μετά την performance «Φιλοκτήτης» βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, που παρουσιάστηκε στη Σύρο στις 3 Δεκεμβρίου 2015, o ηθοποιός Βασίλης Οικονόμου και το ΘΕ.ΑΜ.Α επιστρέφουν στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Στην παράσταση «Τσετσέ» παίζουν επίσης ο Πάνος Ζουρνατζίδης και ο Μάνος Τριανταφυλλάκης, ενώ ακούγεται η φωνή του Κωστή Μαλκότση.

Πρόσωπα ζωγραφισμένα σ’ έναν αμαυρωμένο καμβά

Όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης του έργου, «η πρώτη ανάγνωση του Τσετσέ δημιουργεί στο νου τις εικόνες της κωμωδίας των παρεξηγήσεων και της κλασικής κωμωδίας. Όμως, εμβαθύνοντας στο κείμενο, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί το παιχνίδι των λέξεων και συμβολισμών του Πιραντέλο». Εξηγεί μάλιστα πως αυτό το σκοτεινό παιχνίδι, η υποκριτική που υποκρύπτει ένα δεύτερο επίπεδο ερμηνείας και ο χλευασμός της ίδιας της ζωής του ήρωα, παρότρυναν τον ίδιο να ζωγραφίσει τα πρόσωπα μέσα σε έναν πιο αμαυρωμένο καμβά και να φτιάξει μια ατμόσφαιρα που να ενέχει όλους τους συμβολικούς κώδικες σκηνοθετικά που ήθελε να αποδώσει ο Πιραντέλο. Υπογραμμίζει μάλιστα πως ο δημιουργός είχε τον διακαή πόθο να σκηνοθετεί τα έργα που έγραφε, γεγονός που κατάφερε να πραγματοποιήσει ελάχιστες φορές. «Έτσι, η κωμωδία παρεξηγήσεων μετουσιώνεται σε μια μαύρη κωμωδία, με έντονες στιγμές εσωτερικής πάλης και αγωνίας, δίχως να στερείται κωμικότητας. Πολλές συνθήκες δεν φανερώνονται, αλλά υπονοούνται αφήνοντας στον θεατή την ευκαιρία να δώσει την δική του προσωπική ερμηνεία», καταλήγει ο κ. Τριανταφυλλάκης.

«Ο Τσετσέ απωθεί την “καθώς πρέπει” αριστοκρατία»

Με τη σειρά της η μεταφράστρια και σύμβουλος δραματουργίας Ελίνα Νταρακλίτσα καθιστά γνωστό ότι ο Τσετσέ ανήκει χρονικά και θεματικά στην πρώτη περίοδο της δραματουργικής προσφοράς του Πιραντέλο, που περιλαμβάνει όλα του τα έργα μεταξύ των ετών 1910-1918. Την ίδια μάλιστα περίοδο, ο συγγραφέας καταπιάνεται με κείμενα βασισμένα στη διάλεκτο της πατρίδας του, τη σικελική. «Οι ήρωες αυτών των πρώιμων θεατρικών πιραντελικών ετών συνηθίζουν να έχουν αφύσικη συμπεριφορά και να την προβάλλουν έντονα» επισημαίνει, εξηγώντας πως η θέση του τυπικού χαρακτήρα καταλαμβάνεται από τη θέση του παράξενου, ιδιόρρυθμου προσώπου που παίζει με τα συναισθήματα κι εμπαίζει με αυτά τους άλλους. «Το αφύσικο γίνεται ένας είδος κάρτας ελεύθερης εισόδου στο περιβάλλον της «καθώς πρέπει» κοινωνίας η οποία επικροτεί και θαυμάζει αυτή την ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα του ήρωα. Η ανάγκη της να ξεφύγει από τις παγιωμένες αξίες και τα παραδοσιακά στεγανά της μεγαλοαστικής κάστας, την κάνει να παρασύρεται αθώα, να δείχνει γελοία στα μάτια των θεατών – αναγνωστών επειδή κατάφερε να μετατραπεί σε ένα απλό μέσον για την επίδειξη της ευφυίας του πιραντελικού πρωταγωνιστή σε έναν μοχλό για την κινητήριο δύναμη της δράσης των κεντρικών προσώπων. Τέτοιον οξύ νου και δραστήρια δραστήρια συμπεριφορά έχει και ο Τσετσέ ο οποίος ενώ απωθεί την αριστοκρατία, εκείνη τον αποζητά με ζέση. Ενώ οι πάντες τον αναζητούν και εύχονται να συναναστραφούν μαζί του, εκείνος τους χειρίζεται όπως θέλει και παραπονιέται επειδή είναι τόσο αγαπητός σε όλους» αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Νταρακλίτσα.

Σημειώνει επίσης ότι σε σχέση με τις μεταγενέστερες κωμωδίες του συγγραφέα με την πληθώρα των νατουραλιστικών στοιχείων, στα κείμενα αυτής της περιόδου βασιλεύει το φαρσικό και το παράδοξο  που είθισται να προσβάλει τις αρχές και τη συνείδηση της αστικής κοινωνίας. Το μονόπρακτο έργο γράφτηκε τον Ιούλιο του 1913, δηλαδή έναν μήνα μετά το ανέβασμα του μονόπρακτου το «Χρέος του Γιατρού», στο Αγκριτζέντο, τη γενέτειρα του Πιραντέλο. Ειδικότερα,  το «Τσετσέ» δημιουργήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία ο Πιραντέλο είχε καταπιαστεί μανιωδώς με τις νουβέλες. «Γι’ αυτό μοιάζει με παιδί της τύχης εφόσον ξεπήδησε μέσα σε συντομότατο διάστημα, δίχως ίχνος απαίτησης ή φιλοδοξίας».

Το κείμενο πατάει στα ίχνη της γαλλικής vaudeville και της κωμωδίας των παρεξηγήσεων, γεγονός που του χαρίζει μια μοναδικότητα ως προς το ύφος και τα χαρακτηριστικά της γραφής στο σύνολο των έργων του Pirandello.

Υπόθεση

Σε σχέση με τα υπόλοιπα έργα της πρώτης θεατρικής φάσης του Πιραντέλο που διαδραματίζονται, ως επί το πλείστον, στην επαρχία της Σικελίας, ο «Τσετσέ», παρεισφρέει στα σαλόνια της Ρώμης. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας νεαρός bon viveur που διάγει έναν έκλυτο βίο.Τα ενδιαφέροντάα του περιστρέφονται, κατά κύριο λόγο, γύρω από την εξασφάλιση των χρημάτων με δόλια μέσα, αλλά και τη διασπάθισή τους και κατά δεύτερο λόγο γύρω από τις γυναίκες της αριστοκρατίας, όπου βρίσκεται αναμεμειγμένος. Ο Τσετσέ προκειμένου να κερδίσει την εύνοια μιας όμορφης γυναίκας και ταυτόχρονα τον θαυμασμό των φίλων του, δίνει στην πρώτη τρεις επιταγές, τις οποίες βέβαια δεν επιθυμεί να αποχωριστεί για κανέναν λόγο. Το έργο ξεκινάει όταν ο πρωταγωνιστής σκαρφίζεται μια φανταστική ιστορία, εμπλέκοντας σε αυτή έναν ώριμο κύριο, άπειρο στα λόγια και ανεπιτήδευτο στο ψέμα. Ο Τσετσέ αποδεικνύεται ένας εξαίρετος ηθοποιός, ένας άριστος γώστης της τέχνης του θεάτρου, ειδικευμένος στον αυτοσχεδιασμό, καθώς πείθει τους πάντες για την ειλικρίνεια και τις αγνές του προθέσεις.

Το κείμενο είναι πλούσιο σε λογοπαίγνια, ενώ οι ευφυείς ατάκες διαδέχονται η μία την άλλη. Τελικά, αφού πρώτα λαμβάνει χώρα ένας ορυμαγδός παρεξηγήσεων, αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά ότι η στρατηγική του πολυμήχανου νεαρού είναι η σωστότερη και ασφαλέστερη οδός για την ευτυχία όλων…

Ο λόγος του Pirandello γίνεται, για άλλη μια φορά, το όπλο της γοητείας των πρωταγωνιστών του και της έλξης των θαυμαστών του, θεμελιώνοντας ακόμα πιο στέρεα τη διαχρονική του σχέση με το ελληνικό κοινό.