Ρώξη, η ψαλιδοχέρα

Η Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη) έχει ενθουσιαστεί. Δεν την περίμενε τόση επιτυχία, δεν φανταζόταν τέτοιο σουξέ. Από τότε που άνοιξε το κομμωτήριό της στο κέντρο της πόλης, δεν έχει αφήσει το ψαλίδι κάτω. Κοντεύει να γίνει προέκταση του χεριού της.

«Ρώξη η ψαλιδοχέρα» την φωνάζουν. Σου παίρνει την κουπ και στην απογειώνει. Μπαίνεις στο κομμωτήριο με τζίβα και βγαίνεις με πύραυλο. H NASA σκέφτεται σοβαρά να υπογράψει μαζί της συμφωνητικό συνεργασίας.

Κάνει μαγικά, σου λέει. Της πηγαίνεις μια τρίχα άρρωστη, καχεκτική κι εκείνη καταφέρνει να στην καρδαμώσει. Γι’ αυτό και όλοι τρέχουν σε αυτήν. Ουρές κάνουν έξω από το κομμωτήριό της. Ξύλο παίζουν για το ποιος θα πρωτοκάτσει στην κάσκα της.

Όμως κι η Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη) έκανε πολύ καλή διαφήμιση. Α, να τα λέμε αυτά. Μήνες πριν, είχε οργώσει όλα τα χωριά. Μοίραζε φλάιερς πόρτα-πόρτα. Σε σπίτια, σε καταστήματα, σε ΚΑΠΗ και γηροκομεία. Κάποια στιγμή, κόντεψε να πιαστεί μαλλί με μαλλί με την κομμώτρια γειτονικής περιοχής.

«Να περιοριστείς στο χωριό σου, Ρώξη», της είπε η ανταγωνίστρια με βλοσυρό ύφος. «Εδώ είναι η δική μου πελατεία. Δε θα μου τη φας εσύ. Άι πάεναι», κατέληξε η θιγόμενη. Ποιος είδε τη Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη) και δεν τη φοβήθηκε.

«Μη μου κουνάς το δάχτυλο, εσύ μια ξένη που ήρθε στον τόπο μας για να μας καθίσει στο σβέρκο. Έχω μεγάλα σόγια, που θα με υποστηρίξουν. Ό,τι θέλω θα κάνω. Και «άγλα» πελατών και σαραγλί με φιστίκι Αιγίνης για να κεράσω τον κόσμο και να τον δελεάσω. Θα φιλέψω ηλικιωμένους, θα καθαρίσω δρόμους και μαγγανοπήγαδα, θα κουρέψω κήπους, θα βάψω μπεζούλια, θα ντυθώ «Ζίνα, η πριγκίπισσα του πολέμου» και θα την κερδίσω αυτή τη μάχη. Τίποτα δε με σταματά», ξεσπάθωσε η Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη). Και μη μου πολυκολλάς, γιατί πάω τώρα στο Επιμελητήριο και τους λέω ότι δεν θα ανοίξω την επιχείρησή μου, επειδή με συκοφαντείς και μου βάζεις τρικλοποδιές».

Μετά από αυτό, αρνάκι η ανταγωνίστρια. Δεν τόλμησε να πει τίποτα άλλο. Αποτραβήχτηκε και άφησε τη Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη) να κάνει το πρόγραμμά της. Λίγους μήνες αργότερα, η Ρώξη άνοιξε το κομμωτήριο στην πόλη και κάνει θραύση.  Τι κουρέματα, τι βαφές, τι χτενίσματα και θεραπείες ενυδάτωσης και αναδόμησης μαλλιών… Όλοι πλέον ασχολούνται με τρίχες.

Κάθε δεκαπέντε μέρες, δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα. Πλακώνουν ταυτόχρονα 26 άτομα, που έχουν όλοι απαιτήσεις.

«Βαθύ φυλάρισμα θέλω εγώ και μύτες στη φράντζα», της ζητάει η μία.

«Ένα μακρύ καρέ κάνε μου εμένα, αλλά προσοχή, στο κούρεμα, θέλω να διατηρηθεί το μήκος των μαλλιών», της ζητάει η άλλη.

«Εγώ ήρθα για περμανάντ. Θέλω να τα φουσκώσουμε», ακούει απ’ τη γωνία. «Πόσο ακόμη, μωρή Ευπραξούλα;», ρωτάει η Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη) που είναι και γλωσσού. «Άλλο λίγο και θα έρθει εδώ ο Σύλλογος των κυνηγών να κυνηγήσει μαϊμούδες».

Μια σπασμένη αντρική φωνή έρχεται από το βάθος. «Εμφύτευση μαλλιών κάνετε;», ψελλίζει ο Γιουλ Μπρίνερ.

Στο μεταξύ, οι πελάτες πιάνουν και την κουβέντα. Κάποιοι μαλώνουν κιόλας γιατί έχουν διαφορετικές απόψεις. «Όχι, να μη συνεχιστεί το έργο του σχολείου τον Σεπτέμβρη. Θα είναι γιαπί. Πού θα κάνουν μάθημα τα παιδιά;», αναρωτιέται ο ένας. «Θα τα πάνε σε άλλον χώρο. Δε γίνεται να μείνει το έργο στη μέση», φωνάζει ο άλλος. «Ναι, αλλά ο χώρος θα είναι κατάλληλος;», προβληματίζεται ο πρώτος. «Θα κάνουμε κάποιες εργασίες για να γίνει», δίνει λύση ο δεύτερος. «Ναι, αλλά τι εργασίες; Πόσο θα κοστίσουν;». Η Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη) ακούει τη συζήτηση και παίρνει θέση με τη λακ στο χέρι. «Τα μπεζούλια θα σας τα βάψω εγώ, τζάμπα. Μην πάρετε άνθρωπο. Κάντε οικονομία. Αφήστε όμως και κανένα τιπ για την κομμωτική μου. Μην είστε γιούφτοι», λέει και ψεκάζει τελευταία φορά την Ευπραξούλα. «Ευχαριστημένη;». «Αχ, τέλεια, Ρώξη μου. Όπως ακριβώς τα ήθελα». «Μα τι στο καλό!» αναρωτιέται χαμηλόφωνα η Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη). «Με τόσες αναθυμιάσεις κι ακόμα στέκεται όρθια; Κατσαρίδα είναι;».

Ξεπροβοδίζει την Ευπραξούλα και αναλαμβάνει άλλον πελάτη. «Λίγο το σβέρκο μου καθάρισε και κόψε τις φαβορίτες». Η Ρώξη πιάνει το ψαλίδι, αλλά το αυτί της εκεί… στημένο. «Όλα στη φόρα θα τα βγάλουμε, σκάνδαλα, σπατάλες, ασυδοσίες. Σε χλωρό κλαρί δεν θα τους αφήσουμε. Θα καθαρίσουμε τον τόπο». Η Ρώξη (απ’ το Ρωξάνη) σταματάει το ψαλίδισμα και κοιτάζει τον πελάτη στα μάτια. «Τα μπεζούλια να βάψετε».

Διαβάστε ακόμα