Οι Δήμαρχοι των μικρών νησιών ζητούν περαιτέρω αυστηροποίηση των μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων από και προς νησιά, ενόψει του κρίσιμου επόμενου δεκαπενθημέρου που συμπίπτει χρονικά με τις ημέρες του Πάσχα

Αίτημα για “ασφυκτικό” περιορισμό μετακινήσεων

Πλησιάζοντας πλέον το κρισιμότερο σημείο, όσον αφορά στο ρυθμό εξάπλωσης του κορωνοϊού στη χώρα μας, τα νησιά των Κυκλάδων και ιδιαίτερα τα μικρότερα εξ αυτών, αντιμετωπίζουν μεγάλη αγωνία, σχετικά με την αντιμετώπιση πιθανών κρουσμάτων, ειδικά δεδομένου, ότι κατά τις επόμενες ημέρες είναι πολύ πιθανόν να υπάρξουν αυξημένες μετακινήσεις.

Ομόφωνα πλέον, οι Δήμαρχοι των μικρών νησιών “φωνάζουν”, προκειμένου να αποτραπεί κάθε μετακίνηση, από και προς τα νησιά, η οποία δεν είναι απόλυτα επιβεβλημένη, καθώς προσπαθούν να κρατήσουν “όρθιες” τις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες, προστατευμένες κατά το δυνατόν, από την απειλή του κορωνοϊού, αναγνωρίζοντας, πως δεν υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές για να αντιμετωπίσουν επαρκώς τα πιθανά κρούσματα.

Ακόμη μεγαλύτερη γίνεται η αγωνία, αν λάβει κανείς υπόψιν, πως οι κοινωνίες στα μικρά νησιά, αποτελούνται ως επί το πλείστον από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, με τους Δημάρχους να τονίζουν, πως μία ενδεχόμενη “εισαγωγή” του ιού σε αυτές, μπορεί να καταλήξει και σε υγειονομική “βόμβα”.

Σε κάθε περίπτωση, οι Δήμαρχοι των νησιών απευθύνουν έκκληση, τονίζοντας, ότι η τήρηση του “Μένουμε Σπίτι”, χωρίς μετακινήσεις σε άλλες περιοχές, αποτελεί την ύστατη γραμμή “άμυνας” των νησιών, δεδομένου, ότι στην πλειονότητά τους τα μικρά νησιά δεν έχουν τα μέσα και τις υποδομές να αντιμετωπίσουν κρούσματα όταν αυτά πλέον φτάσουν στα Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία, που πολλές φορές λειτουργούν μόνο με αγροτικούς ιατρούς και στα Κέντρα Υγείας. Σημειώνουν, πως “Μένουμε Σπίτι”, ακόμη κι αν πρόκειται για τις ημέρες του Πάσχα, κατά τις οποίες πολλοί συγγενείς των μονίμων κατοίκων, φίλοι, ή ακόμη και επισκέπτες, είχαν συνηθίσει να περνούν στα νησιά, καθώς έτσι, θα προστατεύσουν τόσο τους εαυτούς τους, όσο και τους δικούς τους ανθρώπους και τα νησιά που τόσο αγαπούν, ώστε να μπορέσουν, με το πέρας αυτής της κρίσης, να τα επισκεφτούν ξανά και να απολαύσουν ελεύθερα τη φιλοξενία τους.

Οι περισσότεροι δε από τους Δημάρχους, φαίνεται να ζητούν περαιτέρω αυστηροποίηση των μέτρων σε ό,τι αφορά τις μετακινήσεις από και προς νησιά, όπως και μεταξύ των νησιών. Το ζήτημα τέθηκε και σε τηλεδιάσκεψη που είχαν όλοι οι Δήμαρχοι του Νότιου Αιγαίου υπό τον Περιφερειάρχη το μεσημέρι της Πέμπτης. Πρόκειται για τη δεύτερη ευρεία τηλεδιάσκεψη που έχει οργανώσει η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, προκειμένου να συζητηθούν κρίσιμα ζητήματα, αλλά και για να υπάρχει επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων και ιδεών ανάμεσα στα νησιά, πρωτοβουλία που δέχτηκαν ιδιαίτερα θερμά και θετικά οι επικεφαλής των Δήμων και έχει καθιερωθεί σε εβδομαδιαία βάση.

«Πρέπει να προστατεύσουμε την τοπική κοινωνία»

«Έχουμε ένα Πολυδύναμο Περιφερειακό Ιατρείο, που αυτή τη στιγμή τυχαίνει να λειτουργεί με δύο αγροτικούς ιατρούς», τονίζει ο Δήμαρχος Κιμώλου, κ. Κωνσταντίνος Βεντούρης. «Υπάρχουν φορές που έχουμε διανύσει ολόκληρες τουριστικές περιόδους, όπου ο πληθυσμός του νησιού αυξάνεται κατακόρυφα, με έναν αγροτικό ιατρό. Ωστόσο αυτή η συγκυρία δεν είναι το ίδιο», υπογραμμίζει, σημειώνοντας, πως σίγουρα, «δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους περιστατικά με τις δυνατότητες που έχει το νησί της Κιμώλου, ή άλλα εξίσου μικρά νησιά» και αναφέροντας, πως οι αγροτικοί ιατροί, τα «παιδιά», όπως λέει χαρακτηριστικά, αφού δεν έχει περάσει αρκετός χρόνος από τότε που αποφοίτησαν από τις σχολές Ιατρικής, ενδεχομένως να μην έχουν την απαιτούμενη εμπειρία, ενώ παράλληλα, δε διαθέτουν και τα κατάλληλα μέσα να αντιμετωπίσουν ένα ύποπτο κρούσμα, αφού τα Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία είναι δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και δεν είναι στελεχωμένες και εξοπλισμένες για περισσότερο περίπλοκα περιστατικά. Μάλιστα αναφέρει, πως η προμήθεια των μέσων ατομικής προστασίας που χρειάζονται οι ιατροί του ΠΠΙ, όπως ειδικές φόρμες, μάσκες και γάντια, πραγματοποιήθηκε από το Δήμο.

Ο Δήμαρχος Κιμώλου επιμένει, πως η καλύτερη μορφή προστασίας, σε αυτή τη δεδομένη στιγμή, είναι «να συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε φορείς του ιού. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση», επισημαίνοντας, πως βρίσκεται σε εξέλιξη αγώνας, από την πλευρά των Δημάρχων των νησιών να περιοριστεί στο ελάχιστο η τάση μετακίνησης πολιτών προς τα νησιά εν όψει Πάσχα.

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι πραγματοποιούνται μόνο οι απαραίτητες μετακινήσεις, σύμφωνα με τα μέτρα της κυβέρνησης, ο ίδιος ο Δήμαρχος, μαζί με έναν Λιμενικό Υπάλληλο και έναν Αστυνομικό, υποδέχονται τους λιγοστούς επιβάτες που αποβιβάζονται στο λιμάνι της Κιμώλου, προκειμένου να ελέγξουν τα έγγραφα μετακίνησης, ενώ ο Δήμαρχος συστήνει επιτακτικά να τηρηθούν τα μέτρα οικειοθελούς καραντίνας 14 ημερών, μακριά από οικεία πρόσωπα και την τοπική αγορά, με την παράλληλη τήρηση των μέτρων προστασίας.

«Πρέπει να προστατεύσουμε την τοπική κοινωνία, το 70% της οποίας αποτελείται από ανθρώπους άνω των 60 ετών», υπογραμμίζει ο κ. Βεντούρης, «αλλά φυσικά και τους εαυτούς μας, αφού η αντιμετώπιση της ασθένειας σε ένα τόσο μικρό νησί με τόσο λίγες υποδομές είναι ένα μεγάλο ρίσκο».

Παρά το γεγονός, ότι επιτρέπονται οι μετακινήσεις μόνο για όσους φαίνονται στα στοιχεία της ΑΑΔΕ ως μόνιμοι κάτοικοι, δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν τα περιουσιακά τους στοιχεία στα νησιά και διαμένουν στην Αθήνα, είτε πρόκειται για παιδιά μόνιμων κατοίκων, είτε για μόνιμους κάτοικους που διαμένουν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα στην Αθήνα, λόγω έλλειψης επαρκούς υγειονομικής περίθαλψης στο νησί. Ωστόσο, αυτές τις ημέρες, έχει παρατηρηθεί, σύμφωνα με το Δήμαρχο το φαινόμενο, δεδομένης της διάχυτης αγωνίας, οι περισσότεροι εξ αυτών να προσπαθούν να επιστρέψουν στο νησί.

«Πρέπει να βοηθήσουμε όλοι να περάσει αυτή η υγειονομική κρίση. Από κει και πέρα, θα είμαστε περισσότερο από χαρούμενοι να έρθει όποιος θέλει στο νησί μας και να τον φιλοξενήσουμε. Αυτή τη στιγμή αυτό είναι επικίνδυνο και οφείλουμε να εφαρμόσουμε τα μέτρα που πρέπει για το καλό όλων μας», τονίζει κλείνοντας ο Δήμαρχος Κιμώλου.

«Στα μικρά νησιά “τρέμουμε” την πιθανότητα εμφάνισης κρούσματος»

Την αγωνία του εκφράζει και ο Δήμαρχος Σερίφου, κ. Κωνσταντίνος Ρεβίνθης. «Η Σέριφος δεν έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει ένα κρούσμα», αναφέρει κατηγορηματικά. «Δυστυχώς, δεν έχει τα απαραίτητα μέσα. Υπάρχουν στο ΠΠΙ Σερίφου δύο αγροτικοί ιατροί και ένας Γενικός Ιατρός, οι οποίοι όμως δε διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα, ένα πρόβλημα που είναι κοινό για τα περισσότερα μικρά νησιά. Είναι ανοχύρωτα σε τέτοιες περιπτώσεις. Όπως είναι κατανοητό όλοι εμείς στα μικρά νησιά “τρέμουμε” και πιο πολύ εμείς οι Δήμαρχοι, που είμαστε και οι υπεύθυνοι για τις τοπικές μας κοινωνίες. Εμείς εδώ στη Σέριφο, έχουμε να προστατεύσουμε 1000 ψυχές. Σε άλλα νησιά περισσότερες ή λιγότερες, είμαστε υπεύθυνοι για αυτές. Για αρχή παρακαλούμε το Θεό να μην υπάρξει καν κρούσμα».

Σύμφωνα με τον κ. Ρεβίνθη, προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο ο ίδιος, όσο και άλλοι συνάδελφοί του προερχόμενοι από μικρά νησιά, «επιθυμούμε την περαιτέρω αυστηροποίηση των μέτρων. Γνώμη δική μου είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει κάθετα γενική απαγόρευση μετακινήσεων από και προς τα νησιά, με εξαίρεση μόνον τα δρομολόγια τροφοδοσίας τους – στις Δυτικές Κυκλάδες το ιδανικό θα είναι δύο φορές την εβδομάδα - επιδοτούμενα από το κράτος, αλλά και ελάχιστες περιπτώσεις όπου η μετακίνηση είναι απόλυτα αναγκαία για λόγους υγείας».

Όπως εξηγεί ο Δήμαρχος, μετά το κλείσιμο των σχολείων, η Σέριφος είδε μία αύξηση του πληθυσμού περί τα 400 άτομα, δηλαδή 40% σε σχέση με το μόνιμο πληθυσμό. Αναφέροντας ότι ως επί το πλείστον τα μέτρα προστασίας τηρήθηκαν ευλαβικά, ξεκαθάρισε πως «δεν παύει αυτή η κατάσταση να εγκυμονεί κινδύνους. Η μετακίνηση στο νησί ακόμη κι ενός ατόμου, σίγουρα δε μας αφήνει την πολυτέλεια να επαναπαυθούμε». Όπως τονίζει ο Δήμαρχος, υπάρχει Λιμενικός Υπάλληλος, ο οποίος ελέγχει τα έγγραφα των ταξιδιωτών, ενώ ο μοναδικός αστυνομικός της Σερίφου πραγματοποιεί καθημερινά περιπολίες στους περίπου 13 οικισμούς του νησιού. Από την πλευρά του Δήμου, σε συνεργασία με το ΠΠΙ Σερίφου, διανέμεται σχετικό φυλλάδιο σχετικά με τα απαραίτητα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την προάσπιση της δημόσιας υγείας, προτείνοντας επίσης καραντίνα 14 ημερών σε όσους έχουν ταξιδέψει.

Όπως ο κ. Βεντούρης, έτσι και ο Δήμαρχος Σερίφου τόνισε, πως η πλειονότητα του πληθυσμού του νησιού είναι άνω των 60 ετών και αρκετοί εξ αυτών με υποκείμενα νοσήματα, με αποτέλεσμα τα περιθώρια που αφήνονται από την πολιτεία για μετακίνηση προς τα νησιά, ειδικά εν όψει του Πάσχα, να προκαλούν τρόμο, σχετικά με την ενδεχόμενη αντιμετώπιση ενός πιθανού κρούσματος στο νησί ή χειρότερα ακόμη τη διασπορά του ιού, επαναλαμβάνοντας πως «δεν έχουμε δυνατότητα αντιμετώπισης».

Όπως υπογραμμίζει κλείνοντας ο κ. Ρεβίνθης, «πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό, ότι ο καθένας που επιλέγει να ταξιδέψει προς τα νησιά δημιουργεί άθελά του προβλήματα και κινδύνους, σε αυτή την περίπτωση, μία πιθανότητα για υγειονομική ‘βόμβα’ στα νησιά αυτά. Λυπάμαι που το λέω και είναι η πρώτη φορά, αλλά αυτή τη στιγμή δε θέλουμε επισκέπτες στο νησί και αυτό για λόγους ασφαλείας όλων μας».

«Στα μικρά νησιά τα κρούσματα μπορεί να μην είναι διαχειρίσιμα»

«Υπάρχει αβεβαιότητα. Αβεβαιότητα υπάρχει ακόμη και στις μεγάλες πόλεις όπου υπάρχουν τριτοβάθμια νοσοκομεία, πόσο μάλλον για ένα τόσο μικρό μέρος, για το Πολυδύναμο Περιφερειακό Ιατρείο Κέας, που λειτουργεί με δύο αγροτικούς ιατρούς», τονίζει η Δήμαρχος Κέας, κ. Ρένα Βελισσαροπούλου, η οποία επισημαίνει, ότι «υπάρχει ανησυχία, πως αν υπάρξει κρούσμα σε πολύ μικρά νησιά, όπως είναι το δικό μας δεν θα είναι διαχειρίσιμα».

Η κ. Βελισσαροπούλου τονίζει πως «και εμείς είμαστε υπέρ της περαιτέρω αυστηροποίησης των μέτρων για τις ακτοπλοϊκές μετακινήσεις. Βρισκόμαστε πλέον σε μία περίοδο πριν το Πάσχα και υπάρχουν πάρα πολλές απαιτήσεις, μεγάλες απαιτήσεις, από συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη το τι συμβαίνει και οι οποίοι μας ζητούν να έρθουν άτομα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τη Τζιά, άτομα τα οποία έχουν απλά ένα σπίτι εδώ. Εμείς σε αυτές τις περιπτώσεις λέμε ξεκάθαρα ότι δεν μπορούν να έρθουν, είναι επιζήμιο, τόσο για εκείνους όσο και για εμάς. Δεν ξέρουμε αν είναι φορείς του ιού και δεν γνωρίζουμε αν αρρωστήσουν εδώ στη Τζιά πώς θα το αντιμετωπίσουμε. Θα πρέπει να υπάρξει αυστηροποίηση και είμαστε υπέρ αυτών των μέτρων».

Στο ίδιο μήκος κύματος με τους συναδέλφους της, η Δήμαρχος Κέας τονίζει, πως «αυτές οι επόμενες 15 ημέρες είναι κρίσιμες και πολύ επικίνδυνες και είναι οι 15 ημέρες του Πάσχα, που ο κάθε Έλληνας είχε στο μυαλό του, ότι θα πάει σε ένα νησί, μία εξοχή. Οι νησιώτες είμαστε φιλόξενοι άνθρωποι, θέλουμε πάρα πολύ να έρχονται επισκέπτες και μπορούμε να τους φιλοξενήσουμε με πολύ όμορφο τρόπο, αλλά όχι τώρα. Τώρα είναι επικίνδυνο για όλους μας».

Αίτημα επιπλέον περιορισμού μετακινήσεων και παύσης οικοδομικών εργασιών

Περίπου 300 άτομα προσήλθαν στο νησί της Ίου από το κλείσιμο των σχολείων, έως και τα μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων, σύμφωνα με τον Δήμαρχο Ιητών, κ. Γκίκα Γκίκα. «Ήταν θέμα τύχης, που μέχρι σήμερα το νησί μας ευτυχώς δεν έχει κάποιο κρούσμα», υποστηρίζει ο Δήμαρχος, ενώ καθιστά σαφές, πως «είμαι ανάμεσα σε αυτούς που λέμε, ότι έπρεπε να ληφθούν ακόμη πιο αυστηρά μέτρα», εξηγώντας, πως η διαδικασία που τηρείται, με τη βεβαίωση μέσω της ΑΑΔΕ, αφήνει ‘παραθυράκια’, καθώς δεν αφορά μονάχα τις απόλυτα αναγκαίες μετακινήσεις, ούτε μόνο τους μόνιμους κατοίκους, ζητώντας τη λήψη ακόμη αυστηρότερων περιορισμών.

«Ευτυχώς οι αφίξεις είναι ελάχιστες», σημειώνει ο κ. Γκίκας, προσθέτοντας, ότι από το Δήμο συστήνεται η καραντίνα 14ων ημερών, με τις περισσότερες περιπτώσεις να ακολουθούν τις οδηγίες.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην Ίο έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής τρία ύποπτα κρούσματα, με ασθενείς που εμφάνισαν πνευμονία και έναν εξ αυτών να μετακινείται προς το Γ.Ν. Σαντορίνης με την ειδική κάψουλα, ωστόσο κανένα εκ των τριών δεν βρέθηκε θετικό στον κορωνοϊό. Ο Δήμαρχος Ιητών αναφέρει, πως το Κέντρο Υγείας είναι επαρκώς θωρακισμένο και έτοιμο να αντιμετωπίσει ένα κρούσμα, ενώ μεγάλο πλεονέκτημα για την Ίο αποτελεί και το Νοσοκομείο Θήρας, που βρίσκεται πολύ κοντά.

Όπως τονίζει ο κ. Γκίκας, ο ίδιος είναι υπέρ της οριζόντιας αναστολής και κάθε οικοδομικής εργασίας, όπως συνέβη σε Μύκονο και Σαντορίνη, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν προβλέφθηκε στα κυβερνητικά μέτρα, με τον ίδιο να εκφράζει την ανησυχία του και την ελπίδα του πως θα προβλεφθεί σε επόμενη δέσμη μέτρων.

Ο Δήμαρχος υποστηρίζει, ότι υπάρχει δομή στο Δήμο, που εξασφαλίζει κατά το δυνατόν τον περιορισμό των μετακινήσεων των κατοίκων, αλλά και ομάδων εργαζομένων, ενημερώνοντας διαρκώς για εγρήγορση. «Προσπαθούμε να βρισκόμαστε δίπλα σε όποιον έχει ανάγκη. Ο Δήμος οφείλει να δείξει σοβαρότητα, αλλά και να δείξει ότι ο κόσμος έχει κάπου να στραφεί και να “ακουμπήσει”. Όταν πλέον αφήσουμε πίσω μας την υγειονομική κρίση, όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε και τις υπόλοιπες συνέπειές της που θα είναι σίγουρα δύσκολες», σημειώνει κλείνοντας.