Όταν ο λύκος δεν είναι εδώ

Πεταλούδες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Είχε χωθεί ολόκληρη στα ντουλάπια της κουζίνας, αλλά τα αφεψήματα δεν της έκαναν τη χάρη να παρελάσουν από μπροστά της. Εάν δεν έκρινε πως ήταν μεγάλη ανάγκη, δεν θα είχε “μαγαρίσει” το ξένο νοικοκυριό. Εξάλλου, δεν είχε προβλέψει ότι η “βασανισμένη” μητέρα θα της έμενε στα χέρια, μόλις άκουγε από το στόμα της ότι ο γιος της δεν γνωρίζει ούτε το εξώφυλλο της Ιστορίας για τις αυριανές εξετάσεις του σχολείου.

Το πρόγραμμά της ήταν συγκεκριμένο. Ήξερε ότι θα χάσει το Κυριακάτικο πρωινό της, θα πληρωθεί για τις κορώνες που θα έβγαζε ενώπιον του ανεπίδεκτου μαθητή της και ότι στον ύπνο της θα έβλεπε πως ρίχνει μολότοφ μαζί με τους Βένετους και τους Πράσινους στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Όλη αυτή η ρουτίνα ήρθε και ανατράπηκε με τη λιποθυμία της “βασανισμένης” μητέρας, η οποία αναζητούσε έναν “ώμο” για να πει τον πόνο της και εν τέλει να καταρρεύσει.

Και επισήμως, οι ισορροπίες της είχαν κλονιστεί. Δεν της πήγαινε η καρδιά να αφήσει τη γυναίκα σωριασμένη στο πάτωμα και να συνεχίσει τη μέρα της. Με τα δικά της χρήματα ενισχύει την προίκα της. Όφειλε να τη συνεφέρει. Παρόλο που τα χαστούκια ενδείκνυνται σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν ήθελε επ' ουδενί να την πλακώσει στο ξύλο. Πρώτον, είναι κατά της βίας και δεύτερον, αυτό θα διέλυε την εκπαιδευτική της φήμη. Αν διέρρεε ότι χειροδικεί, απελευθερώνοντας με την παλάμη της “πεταλούδες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες”, ποιος θα την προσλάμβανε μετά για ιδιαίτερα, εκτός από τους απογόνους του Ηρώδη;

Οπότε, κατέληξε στη λύση του τίλιου, του χαμομηλιού και του τσαγιού, που συστήνονται για την αντιμετώπιση των νεύρων και την αποφυγή των ωφελουμένων από τα πλησιέστερα ψυχοφάρμακα. Ωστόσο, δεν μπορούσε να εντοπίσει ούτε ένα βότανο. Την ίδια απογοήτευση γεύτηκε και όταν διαπίστωσε πως τόσο τα ντουλάπια, όσο και το ψυγείο έκαναν “απεργία τροφοδοσίας”. Ήταν σκοτεινά, άδεια και ό,τι είχε ξεχαστεί μέσα, μας είχε αφήσει χρόνους προ δεκαετίας.

Ήξερε ότι γινόταν αδιάκριτη, αλλά αδυνατούσε να στρέψει αλλού το βλέμμα της. Δεν ήταν ενημερωμένη για την κατάσταση αυτή. Η ίδια γνώριζε μόνο όσα γίνονταν εντός του παιδικού δωματίου, όπου καθημερινά “μάλλιαζε” η γλώσσα της, συν ό,τι κατάφερνε να περάσει μέσα από τους τοίχους. Αν της είχε γίνει κάποια νύξη, θα είχε πάρει ανάλογα μέτρα. Θα ευαισθητοποιούταν. Θα είχε προβεί σε αλλαγές στον τρόπο εργασίας της.

Μόνο στην ιδέα ότι η οικογένεια αντιμετωπίζει συνειδητά δυσκολίες, προκειμένου το παιδί να μη στερηθεί τα ιδιαίτερά του, ένιωθε η ίδια άσχημα. Ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί και μαζί της να πάρει και τον “ανεπρόκοπο”, ο οποίος παρότι ξύλο απελέκητο είχε όλα τα φόντα να γίνει κάποτε συγγραφέας. Με τόσο “γράψιμο” στα παλαιότερα των υποδημάτων του, κάποια στιγμή θα γινόταν ένας νέος Ζαν-Πολ Σαρτρ, ένας Νίτσε, έστω μια Χρυσηίδα Δημουλίδου. Αλλά όχι μόνο δεν δίνει σημασία για το συμβαίνει γύρω του, αλλά παρατάει και τη μάνα του σύξυλη, την ίδια στιγμή που ο πατέρας του έχει “ξενιτευτεί” σε γειτονικούς προορισμούς, προκειμένου να εργαστεί και να στέλνει το μηνιάτικο για τις δικές του ανάγκες.

“Δεν εκτιμάει τίποτα” ψέλλισε η βασανισμένη μητέρα, ανοίγοντας τα μάτια της.

“Είστε καλά”; τη ρώτησε εκείνη, εμφανώς αναστατωμένη.

Η μητέρα απάντησε με έναν βαθύ αναστεναγμό. Τα πνευμόνια της είχαν κλείσει, η καρδιά της χτυπούσε σε επαναστατικούς ρυθμούς και το μυαλό της είχε θολώσει.

“Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω” πρόσθεσε, χωρίς να συγκρατήσει τα κλάματά της. “Πώς να δώσεις σε ένα παιδί να καταλάβει ότι κάνεις τα πάντα γι' αυτό; Ότι θυσιάζεις ακόμα και την ίδια σου τη ζωή για να μην του χαλάσεις χατήρι και το μόνο που θέλεις είναι να το αναγνωρίζει”;

Κάθε λέξη της ήταν και ένα “χαστούκι”. Όχι από αυτά που απελευθερώνουν “πεταλούδες πράσινες, κόκκινες και κίτρινες”, αλλά από κείνα που απελευθερώνουν όλη την τάξη των Λεπιδόπτερων.

Τι άλλο να ζητήσει ένας γονιός από το παιδί του; Αναγνώριση. Όχι περιμένοντας κάθε μέρα “ευχαριστίες” και “ανδριάντες”, αλλά περιμένοντας να εισπράξουν αγάπη. Η αγάπη τα περικλείει όλα μέσα της. Δεν είναι ανάγκη να πεις κάτι. Είναι ανάγκη να δείξεις κάτι. Ότι ενδιαφέρεσαι, ότι υπολογίζεις κάθε θυσία που έχουν κάνει εκείνοι για σένα και ότι θα είσαι πάντα κοντά τους για να τους το ανταποδώσεις με την καρδιά σου.

“Εμείς δεν ήμασταν έτσι”, είπε δειλά εκείνη.

“Ήσασταν κούκλα μου, αλλά τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα”, απάντησε η μητέρα και ένα καθυστερημένο δάκρυ κατρακύλησε στο μάγουλό της.

Η καθηγήτρια κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν περασμένη. Το επόμενο μάθημα είχε ήδη χαθεί. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε τη μητέρα και πήγαν βόλτα με το αυτοκίνητο. Κάθισαν στην παραλία. Ήπιαν ένα δροσερό τσάι, έφαγαν ένα απολαυστικό παγωτό και χάζεψαν μαζί τις πολύχρωμες πεταλούδες που πέταξαν μπροστά από τα μάτια τους.

Διαβάστε ακόμα