Στη Μνήμη του Μάνου Ελευθερίου γράφει Ο ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ
- Πέμπτη, 8 Οκτωβρίου, 2020 - 06:12
- / Eνημέρωση: 8 Οκτ. 2020 - 7:25
“Στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμενε ο Μάνος Ελευθερίου, υπάρχει μια γλάστρα με ένα ασθενικό φυτό. Μέσα στο χώμα καρφωμένο ένα χειρόγραφο σημείωμα με το γνωστό του γραφικό χαρακτήρα: “Μη μου κόψετε κι άλλο φύλλο παρακαλώ – αλλιώς θα κοπεί το χέρι σας!”. Έτσι προϋπαντούσε όσους περνούσαν το κατώφλι του σπιτιού του, αυτούς τους δεκάδες επιφανείς, αλλά και αγνώστους που έμπαιναν καθημερινά στην κιβωτό του. Ένα σπίτι, όπως και οι προηγούμενες κατοικίες του, που όσο τα αλάφραινε από βιβλία, (δεκάδες χιλιάδες οι τόμοι που με ιώβεια υπομονή δώριζε χρόνια ολόκληρα, πάντα ιδίοις εξόδοις, στις βιβλιοθήκες της αγαπημένης του Σύρας και της Αστυπάλαιας), τόσο γεμάτο ήταν. Όπως και η μνήμη του. Όπως και η καρδιά του.
Στα αλήθεια όμως που έζησε ο Ελευθερίου; Έφυγε πραγματικά ποτέ από τη Σύρα του; Κι ας αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αθήνα από πολύ μικρός, όλη του η ζωή ήταν συνδεδεμένη με τις πρώτες του εκεί εμπειρίες. Εκεί επέστρεφε πάντα όταν ο νους και το σώμα του ήταν αλλού, πληγιασμένα από μικροψυχίες, απατεωνιές, θανάτους και στερήσεις που κάρφωναν οι άνθρωποι πάνω στο λιγνό κορμί του. Όσο δε γερνούσε, τόσο πιο γυρτός γινόταν, σαν να κουβαλούσε στην πλάτη του τα βάσανα και τις πίκρες όλου του κόσμου. Και όπως τα δέντρα προσφέρουν τα κλαδιά τους για να στηριχθούν τα πουλιά, έτσι κι αυτός προσέφερε τα δάχτυλά του για να μοιράσει όλο αυτόν τον μέσα του πλούτο... “στους αλήτες πάντα συνεπής”. “Τι κάνετε κ. Μάνο;”, του έλεγα στο τηλέφωνο. “Τι να κάνω, έχω σηκωθεί από τα χαράματα και βγάζω τα μάτια μου”, μου απαντούσε.
Κάθε λεπτό επικοινωνίας μαζί του καταργούσε το χωροχρόνο. Έπρεπε να έχεις ακέραιες όλες σου τις αισθήσεις, κρατημένη την ανάσα και τους παλμούς σου σε γρήγορο ρυθμό για να μπορείς να διασχίσεις μαζί του όλη αυτή τη διαχρονικότητα και διακειμενικότητα που χαρακτήριζε τη σκέψη του, απότοκα της απίστευτης ευρυμάθειας και της ασκημένης του μνήμης. Σου μιλούσε και – συνομιλούσε – για λογοτεχνικούς ήρωες σαν να ήταν πρόσωπα της διπλανής πόρτας.
Για επώνυμα και ανώνυμα πρόσωπα του Εμφυλίου με λεπτομέρειες που μόνο ένας εξειδικευμένος ιστορικός θα μπορούσε να γνωρίζει. Την ίσια στιγμή θυμόταν ατάκες από επιθεωρησιακά νούμερα της δεκαετίας του '50, στίχους από τραγούδια του Μεσοπολέμου, στιγμιότυπα από τις ζωές των μεγίστων ηθοποιών και καλλιτεχνών, ιδιωτικές συνομιλίες του με εξέχοντα πρόσωπα των γραμμάτων, αλλά και με τους καθημερινούς ανθρώπους που συναναστρεφόταν. Όλα τα έζησε μέχρι το μεδούλι τους και ας μη τα γνώρισε όλα ιδίοις όμμασι. Είχε όμως το ταλέντο του ραβδοσκόπου, να ανιχνεύει συνεχώς τα μέταλλα, ως υλικά της δικής του ιστορίας. Μια ιστορία γεμάτη από λέξεις. Όπως τα “καφενεία”, τα “μαλάματα”, το “χιόνι”, τα “σπίτια”, τα “αηδόνια”, οι “φυλακές”, το “τραγούδι”, οι “άγγελοι”, οι “φίλοι”, ο “Παράδεισος”, η “Παναγία”, μερικά δηλαδή από τα ακρογωνιαία σύμβολα της στιχουργικής του παραγωγής. Γεμάτη από λογοτεχνικές επιρροές εγκιβωτισμένες στα γραπτά του. Τα Βιβλικά Κείμενα, το δημοτικό τραγούδι, ο Καβάφης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παπαδιαμάντης, ο Μακρυγιάννης, ο Καρυωτάκης, οι Γάλλοι καταραμένοι ποιητές, οι Ρώσοι μυθιστοριογράφοι και αμέτρητοι άλλοι τιτάνες της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Γεμάτη από Ιστορία, αλλά και από μικρές ανθρώπινες ιστορίες. Γεμάτη και από Θέατρο που το αγάπησε και είδε με τόσο πάθος.
Μανία του το διάβασμα
Η μανία του, επίσης, για το διάβασμα, σαράκι που τον τρώει από τα μικράτα του. Διάβαζε μανιωδώς ότι έπιανε στα χέρια του, ακόμα και τις αμέτρητες ποιητικές συλλογές, που του ταχυδρομούσαν καθημερινά. Το γνωρίζω, το βεβαιώνω, αφού έβλεπα σε κάθε βιβλίο που μου άνοιγε ή χάριζε, υπογραμμισμένα σημεία, άλλοτε με ένα θαυμαστικό, άλλοτε με ερωτηματικό και άλλοτε με έκδηλο τον εκνευρισμό του σημειώνοντας σε παρένθεση “sic!” Εξασκήθηκε άλλωστε και επαγγελματικά στην τέχνη του επιμελητή, χρόνια ολόκληρα βιοπορίστηκε από αυτό, ήξερε να διαβάζει ουσιαστικά και όχι διαγωνίως. Γιατί και ένα μόνο άξιο στίχο να έβρισκε σε κάποιο πολυσέλιδο βιβλίο, ήταν για αυτόν άλλος ένας θησαυρός για το “σεντούκι” του. Εκεί όπου έκλεινε τα χιλιάδες αντικείμενα που αγόραζε από τις δημοπρασίες ή από τα παλαιομάγαζα στο Μοναστηράκι. Και που μας έδειχνε με τη χαρά ενός αγοριού που παρουσιάζει τα καινούργια του παιχνίδια στους φίλους του.
Σε αυτούς τους φίλους, αμέτρητοι φαινομενικά, αφού ήταν προσβάσιμος σε όλους, καταδεκτικός και ευγενής, ελάχιστοι όμως ουσιαστικά και καλά ταξινομημένοι από τον ίδιο ως προς τη σημασία τους στη ζωή του και το αντίστροφο.
Σε αυτούς μοίρασε με απόλυτη προσοχή και ευλάβεια τα μυστικά του, χαρτογράφησε με την ακρίβεια ενός υποψιασμένου οδοιπόρου των σωμάτων όπου πέρασε.
Όσο όμως πια μακραίνει η απόσταση του χρόνου της φυσικής απώλειας του Μάνου Ελευθερίου τόσο συνειδητοποιώ ότι αυτό που μου λείπει περισσότερο δεν είναι η παρουσία του στη ζωή (μου) ως δημιουργός – κι ας τον ανακαλύπτω συνεχώς – ούτε οι “επίσημες” στιγμές από τον προσωπικό του χρόνο αξιωθείς τη φιλία του. Αυτό που μου λείπει περισσότερο είναι οι μικρές ασήμαντες εκ πρώτης όψεως λεπτομέρειες, που τελικά συνέθεσαν στα μάτια μου το πορτρέτο του και καθημερινά επανέρχονται στη μνήμη μου. Όσο, δηλαδή, περνάνε οι μήνες τόσο οι μνήμες επιστρέφουν σε πιο απλά γεγονότα, ίσως γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να ξαναβρώ σε ανθρώπους αυτό που μας χάρισε απλόχερα ο Ελευθερίου. Έναν πνευματικό δανδή παλαιού καιρού με τις εμμονές και τις λεπτομέρειές του κατά τα αρχέτυπα του Μπωντλαίρ, του Ωραίου Μπρούμελ, χωρίς την επιτηδευμένη συμπεριφορά και την προσποιητή κομψότητα η αριστοκρατία, τη φαινομενική ματαιοδοξία ή τη στυλιζαρισμένη ευγένεια.
Καθαρός, με πάλλευκη επιδερμίδα, καλοσιδερωμένα ρούχα και γυαλιστερά παπούτσια προσέχοντας τις λεπτομέρειες, όπως ο πολυαγαπημένος του Σαίξπηρ τα ψυχογραφήματα των ηρώων του. Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις τελευταίες του επιθυμίες, όπως μου είπε η αδελφή του, Λιλή Ελευθερίου - ο στενότερος συγγενής του, όχι μόνο εκ φύσεως, αλλά και ως ψυχοσύνθεση – ήταν το λευκό του πουκάμισο στο φέρετρο να είναι κουμπωμένο μέχρι το λαιμό... Ήταν αυτή η αμλετική αύρα που τον περιέβαλλε και ταυτόχρονα ένα κράμα φλεγματικού Γούντυ Άλλεν και Λέοναρντ Κοέν, ακόμα και ως εξωτερική εμφάνιση, συνένωση των δύο, που έκανε και τη μια φράση που έλεγε, ένα μυθιστορηματικό γεγονός... “Γράφω τραγούδια για να βγάλω πέντε δεκάρες” έλεγε, “ακόμα και τη “Θητεία” έλεγα ότι θα τη γράφω και ελπίζω να κυκλοφορήσει ως δίσκος για να βγάλω πέντε δεκάρες” αφήνοντας σύξυλο το συνομιλητή του, που νόμιζε πως θα του μίλαγε για το θεάρεστο έργο της τέχνης και την υψηλότητα των Μουσών. Αυτός όμως γνώριζε. Γιατί δεν ευτέλιζε την τέχνη του μιλώντας για τις δεκάρες. Την εξύψωνε. Γιατί αυτή ήταν η τέχνη που του δίδαξε η ζωή. “Τη λέξη “διακοπές” την έμαθα στα σαράντα μου χρόνια” μου είχε πει κάποτε...
Διακριτικός πάντα στους τρόπους του και ευφυής στου χαρακτηρισμούς του μετατρέποντας ακόμα και την προσφώνηση “δάσκαλε!” την οποίαν συχνά χρησιμοποιούσε προς τους άλλους, σε ένα τεστ αυτογνωσίας τους...
Συνεχίζεται
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Διαβάστε ακόμα
- Η Σύρος φρόντισε ιδιαίτερα την ναυτιλία της εποχής του 1856
7 Φεβ. 2025 - 6:22 - Ο Στρατηγός Δημήτριος Θεοδωράκης
9 Ιαν. 2025 - 6:22 - Ο Αγιασμός των Υδάτων
3 Ιαν. 2025 - 6:30 - Άγια νύχτα
19 Δεκ. 2024 - 6:22 - Σύρος – Οι ναοί της!
14 Νοε. 2024 - 6:30