Η μάχη με τους ανεμόμυλους

Η μάχη με τους ανεμόμυλους

Εικόνα Δέσποινα Συλιβάνη

Επιστολή προς τον “Δον Κιχώτη”

“Αγαπημένε μου, με βαθιά συγκίνηση χαρά σου αφιερώνω ένα απόσπασμα από το παρακάτω διήγημα, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι ταιριάζει απόλυτα η μάχη που ξεκίνησες για την πάταξη της μαύρης εργασίας, με αυτή που είχε δώσει ο Δον Κιχώτης με τους ανεμόμυλους.

Η μάχη που θα δώσεις είναι δύσκολη και χρειάζεται να επανδρωθείς με μεγάλη δύναμη και θάρρος για να την κερδίσεις. Όμως αγαπημένε μου, εάν οι υποσχέσεις που δίνεις είναι και πάλι “επιταγές χωρίς αντίκρισμα”, τότε καλύτερα να σπιρουνιάσεις το Ροσινάντη και να τρέξεις όσο πιο μακριά γίνεται, διότι είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι με τα “λόγια χτίζεις ανώγια και κατώγια”. Και επειδή είναι πλέον βέβαιο ότι το τελευταίο θα γίνει, δηλαδή οι εξαγγελίες θα παραμείνουν εξαγγελίες, τότε θα ήταν καλύτερο να ετοιμάσεις από τώρα το γαϊδαράκο σου και να ξεκινήσεις το δρόμο που οδηγεί στους...ανεμόμυλους”.

Φιλικά, η Δουλσινέα σου.

“Ο Δον Κιχώτης βάλθηκε να βρει χρήματα. Αφού πούλησε κάποια πράματα, έβαλε ενέχυρο κάποια άλλα, και ξεπούλησε τα υπάρχοντά του όσο-όσο, συγκέντρωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Ύστερα, ανακοίνωσε στο Σάντσο Πάνσα τη μέρα και την ώρα που θα ξεκινούσαν, ώστε να πάρει μαζί του ο, τι του ήταν απαραίτητο. Πάνω απ’ όλα του είπε να πάρει προμήθειες για το ταξίδι. Εκείνος δέχτηκε και, μάλιστα, του είπε πως μπορούσε να φέρει και το γαϊδούρι του που ήταν πολύ καλό, γιατί ήταν συνηθισμένο στα μεγάλα ταξίδια.

Χωρίς να αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του ο Σάντσο Πάνσα, όπως ούτε και ο Δον Κιχώτης την οικονόμο και την ανεψιά του, βγήκαν νύχτα από το χωριό χωρίς να τους δει κανείς. Έκαναν πολύ δρόμο, μέχρι να βεβαιωθούν ότι κανείς δε θα τους έβρισκε, όσο και να τους έψαχνε, ώσπου στο τέλος ξημέρωσε. Πήραν το δρόμο τους κουβεντιάζοντας, όταν είδαν στον κάμπο καμιά τριάντα με σαράντα ανεμόμυλους. Ο Δον Κιχώτης, μόλις τους αντίκρισε, είπε στον ιπποκόμο του:

- Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας. Βλέπεις εκεί φίλε μου Σάντσο Πάνσα, τριάντα, ίσως και λιγότερους, τεράστιους γίγαντες που ενάντια τους θα πολεμήσω και θα τους πάρω τη ζωή;

- Μα ποιους γίγαντες; είπε ο Σάντσο.

- Εκείνους εκεί κάτω, δεν βλέπεις; απάντησε ο αφέντης του, μερικοί μάλιστα έχουν χέρια μακριά ίσαμε δυο λεύγες.

- Κοιτάξτε αφέντη μου, - παρατήρησε ο Σάντσο – εκείνα εκεί κάτω που φαίνονται έτσι δεν είναι γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι, και αυτά που μοιάζουν με χέρια είναι τα φτερά του που, καθώς ο άνεμος τα γυρίζει, κάνουν τη μυλόπετρα να αλέθει”.

Διαβάστε ακόμα