Μη μου κλείνεις το φως

Εικόνα Αντώνης Μπούμπας

Μη σκούζετε, μαντάμ. Δεν το κάνω επίτηδες, αλλά είναι αδύνατον να επιταχύνω το βήμα μου. Δεν βλέπω πού πηγαίνω. Πού πατάω και πού βρίσκομαι. Θα ήθελα να έχω επίγνωση των αισθήσεών μου, μα οι συνθήκες δε με βοηθούν.

Ξεμύτισα απ' το σπίτι για ένα νυχτερινό περίπατο και εντελώς μυστηριωδώς ξεβράστηκα στον Μεσαίωνα. Εάν γνώριζα από πριν ότι έχουμε βυθιστεί στο σκοταδισμό, τουλάχιστον θα είχα αφήσει σημείωμα σε φίλους και γνωστούς. “Θα αργήσω λίγο, διότι κείτομαι στο τάδε χαντάκι”. Όμως στάθηκα αφελής. Πίστευα ότι θα βγω από το καβούκι μου και θα βρω τον κόσμο έτσι ακριβώς όπως τον είχα αφήσει. Διαψεύστηκα πανηγυρικά. Η σημερινή γειτονιά δε θυμίζει σε τίποτα την παλιά, όμορφη, ανθρώπινη και γραφική γειτονιά που θυμόμαστε από τα παιδικάτα μας, με τους κατοίκους να κάθονται στα σκαλάκια, στις βεράντες και στα μπαλκόνια, συζητώντας ανέμελα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Τότε, τα φώτα και τα γέλια από τα τριγύρω σπίτια σε καθοδηγούσαν ακόμα και σε μονοπάτια καινούρια, δύσβατα, επικίνδυνα. Παντρεύονταν αρμονικά, δημιουργώντας ολόγυρά σου ένα αόρατο προστατευτικό πέπλο, το οποίο αποτελούσε την ασπίδα σου κόντρα σε κάθε πιθανό κίνδυνο. Ήσουν ήρεμος, χαλαρός, ξέγνοιαστος. Περπατούσες, ανεπηρέαστος από το φόβο του άγνωστου, του ξένου, του απροσδόκητου και περιπλανιόσουν, χωρίς να γνωρίζεις πού θα σε βγάλει ο δρόμος.

Ακόμα κι αν χανόσουν, δεν άφηνες τον πανικό να σε κυριεύσει. Δεν σε τρόμαζε η σκιά σου, ούτε κρυβόσουν όταν κάποια άλλη σε ακολουθούσε επίμονα, προσπαθώντας να σε προφτάσει ή και να σε ξεπεράσει. Δεν άρχιζες τις προσευχές, ούτε κατηγορούσες τον εαυτό σου, επειδή δεν προμηθεύτηκες νωρίτερα ένα χάρτη ή μια πυξίδα. Δεν χρειαζόσουν τίποτα από όλα αυτά, γιατί ήξερες ότι με μία απλή λέξη τα προβλήματά σου θα λύνονταν δια μαγείας. “Καλησπέρα”. Αυτό ήταν το “κλειδί”, που άνοιγε κάθε λογής πόρτα. Ένα ζεστό και ειλικρινές “καλησπέρα”.

Τώρα, έχουμε περάσει στην αντίπερα όχθη. Εκεί, όπου οι ασφάλειες πέφτουν μόλις ο ήλιος πάρει το δισάκι του στην πλάτη και ανανεώσει το ραντεβού του μαζί μας για το επόμενο πρωί. Εκεί όπου τα γέλια ακούγονται πλέον σαν άνευρα και κονσερβοποιημένα χαχανητά αμερικάνικου sitcom. Εκεί όπου η ανασφάλεια, η μοναχικότητα και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε οδηγούν κάθε φορά προς τη λάθος κατεύθυνση. Ξεχωρίζεις ένα υποτυπώδες φως στο βάθος, το οποίο δεν μπορείς να αγγίξεις, όσο κι αν προχωρήσεις, όσο κι αν τρέξεις. Μοιάζει απλησίαστο, απρόσιτο και πάντα τόσο μακρινό.

Η μικρή λάμψη του δεν είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες σου, με αποτέλεσμα να χάνεις τις ελπίδες σου και να εγκαταλείπεις κάθε προσπάθεια για την εξεύρεση φωτός. Μαθαίνεις να ζεις στα τυφλά και να βάζεις τις φωνές στον μπροστινό σου, ο οποίος αρνείται να συμβιβαστεί και να ζήσει μηχανικά και παθητικά, ακολουθώντας το παράδειγμά σου. Δε θέλεις να συμβαδίσεις με τους γύρω σου, δε θέλεις να ζητήσεις τα “φώτα” τους, αντίθετα προτιμάς να παιδευτείς μέχρι να φτάσεις στην Ιθάκη σου.

Ωστόσο, όταν υπομένεις αυτή την κατάσταση από επιλογή σου, δεν έχεις το δικαίωμα να διαμαρτύρεσαι. Ξέρεις ότι θα μπορούσες να αναζητήσεις την πηγή του φωτός με πολλούς και διάφορους τρόπους, αλλά άφησες τα πράγματα να οδηγηθούν μοιραία στην άβυσσο. Τότε, γιατί γκρινιάζεις; Γιατί παραπονιέσαι για τη στασιμότητα, αλλά και την καταχνιά η οποία απλώνεται μπροστά μας;Υπάρχουν τρόποι να ξαναβρούμε το “φως” μας, αρκεί να υπάρχει συλλογική κίνηση. Ακόμα και αν βαθιά μέσα σου, πιστεύεις ότι τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως πρώτα, δεν μπορείς να τα αφήσεις όλα στην τύχη τους χωρίς καν να προσπαθήσεις.

Από τα τέλη του προηγούμενου χρόνου, η οδός Πιττάκη, κάθετος στην οδό Ερμού και δίπλα στο μετρό Μοναστηράκι φωταγωγείται από εκατόν πενήντα πορτατίφ, καπέλα, φωτιστικά οροφής, απλίκες και φαναράκια, τα οποία μας μεταφέρουν σε οικείους και προσωπικούς μας χώρους. Η κίνηση αυτή, η οποία βρήκε εξ' αρχής τη στήριξη των πολιτών αποσκοπεί στην αναδημιουργία της κατάστασης και της εικόνας μιας “απόμακρης” περιοχής με την ανάδειξη της μοναδικής ταυτότητάς της.

Κάθε βράδυ, οι αιώνιοι εραστές της πόλης συγκεντρώνονται στο άλλοτε ασήμαντο αυτό στενάκι και αποθανατίζουν το χρωματιστό θέαμα με κάθε φωτογραφικό μέσο. Το χαμόγελο στα χείλη τους αποδεικνύει ότι απλές και συλλογικές προσπάθειες έχουν τη δύναμη να φέρουν ξανά στη ζωή μας το φως που κάποιοι θέλουν να μας στερήσουν.

“Και τι προτείνεις δηλαδή; Να κρεμάσουμε και εμείς τις αντίκες μας στον πεζόδρομο, επειδή εσύ φοβάσαι να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου”; με ρώτησε απότομα η βιαστική κυρία.

“Δεν είναι ανάγκη να κρεμάσουμε ούτε λάμπες, ούτε ομπρέλες, ούτε λουκούμια. Χρειάζεται απλά να αφήσουμε το φως που κρύβουμε μέσα μας, να βγει στην επιφάνεια. Γιατί ακόμα και η πιο σκοτεινή πτυχή μας, θα αποκτήσει άλλο χρώμα όταν εμείς αποφασίσουμε να πιάσουμε το πινέλο στα χέρια μας”.

“Καλά, μας ζάλισες. Κάνε πιο κει να περάσω”, φώναξε και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της, μπλέχτηκε και έπεσε κάτω.

“Είστε καλά”;

“Ναι, ευτυχώς. Σήκωσέ με” με διέταξε.

“Ορίστε”;

“Σήκωσέ με”, επανέλαβε.

“Συγγνώμη, είναι πολύ σκοτεινά και δεν σας βλέπω”, απάντησα ξερά και συνέχισα τον δρόμο μου.

Διαβάστε ακόμα