“ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ”

Ψηφιακά χάσματα και κοινωνικές ανισότητες ανέδειξε η τηλεκπαίδευση εκτάκτου ανάγκης

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
  • Τετάρτη, 6 Απριλίου, 2022 - 06:23

Η κρίση του κορωνοϊού, όπως και κάθε κρίση, είναι ευκαιρία για κριτική και αναστοχασμό. Η πρωτόγνωρη εμπειρία, της μετάβασης από την κανονικότητα της ενσώματης εκπαίδευσης στις αίθουσες διδασκαλίας στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση με τη βοήθεια εικονικών τάξεων, τροφοδότησε ένα δημόσιο διάλογο για το μέλλον των πανεπιστημίων στην μετά-covid εποχή. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη συζήτηση, η πρυτανεία του πανεπιστημίου Κρήτης μέσω της επιτροπής για τις κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας ανέθεσε στο εργαστήριο Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας υπό το συντονισμό του καθηγητή Γιάννη Ζαϊμάκη, σχετική έρευνα που διεξήχθη την άνοιξη του 2021 σε όλα τα τμήματα του πανεπιστημίου Κρήτης με τη συμμετοχή 2.372 φοιτητών/τριών.

Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν μια αξιοσημείωτη συσχέτιση του κοινωνικο-επαγγελματικού στάτους και του μορφωτικού κεφαλαίου της οικογένειας των φοιτητών με το επίπεδο των βάσεων εισαγωγής και τον τρόπο με τον οποίο το εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει υφιστάμενες κοινωνικές και πολιτισμικές ανισότητες και ενισχύει τις κοινωνικές ιεραρχίες.

Η ανάλυση αναδεικνύει τα ψηφιακά χάσματα μεταξύ όσων στη διάρκεια της τηλεκπαίδευσης είχαν ενδεδειγμένο ψηφιακό εξοπλισμό, διαθέσιμο χώρο και δεξιότητες και όσων δεν είχαν, και τη συσχέτισή τους με ευρύτερες κοινωνικές ανισότητες. Φοιτητές και φοιτήτριες που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και αντίστοιχα χαμηλή κοινωνικο-επαγγελματική κατάσταση έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να μην διαθέτουν κατάλληλο ψηφιακό εξοπλισμό. Επιπρόσθετα, το χαμηλό μορφωτικό κεφάλαιο του πατέρα επηρεάζει αρνητικά το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων των φοιτητών/-τριών και συνακόλουθα δημιουργεί συνθήκες άνισης πρόσβασης στην ψηφιακή εκπαίδευση.

Ακόμη, το φύλο έχει σημαντική επίδραση στις ψηφιακές διακρίσεις που παρατηρούνται. Οι γυναίκες φαίνεται να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον χώρο παρακολούθησης, τις ψηφιακές δεξιότητες, τη διαθεσιμότητα σταθερής σύνδεσης και την ποιότητα του μέσου παρακολούθησης.

Η τηλεκπαίδευση εκτάκτου ανάγκης υπήρξε ένα επιτυχημένο εγχείρημα και το πανεπιστήμιο Κρήτης φαίνεται να ανταποκρίθηκε σε σημαντικό βαθμό σε αυτήν την πρόκληση.

Οι φοιτητές έχουν επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες που ενισχύθηκαν μέσα από την εμπειρία της τηλεκπαίδευσης και αρκετοί θέτουν ζητήματα εκσυγχρονισμού των μεθόδων διδασκαλίας και κριτικάρουν την ελλιπή ψηφιακή κατάρτιση ορισμένων διδασκόντων. Περίπου δύο στους δέκα φοιτητές/τριες φαίνεται να έχει προβλήματα πρόσβασης, χρήσης ή επαρκούς χώρου για την τηλεμάθηση (ψηφιακά χάσματα).

Εξετάζοντας τον βαθμό ικανοποίησης των φοιτητών-τριών του πανεπιστημίου Κρήτης από την εμπειρία της εφαρμογής τηλεκπαίδευσης παρατηρείται πως το ποσοστό των θετικών αξιολογήσεων – που δηλώνουν πολύ ή πάρα πολύ ικανοποίηση – είναι πολύ υψηλότερο (46,7%) από τις αρνητικές αξιολογήσεις (19%), ενώ αποτυπώνεται αρκετά υψηλό και το ποσοστό συμμετεχόντων που εκφράζουν μέτρια ικανοποίηση (36,3%).

Συγκρίνοντας τα δεδομένα της έρευνας στη σχολή Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου Κρήτης με αντίστοιχη που είχε γίνει στην αρχή της πανδημίας, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη αύξηση των αρνητικών αξιολογήσεων (από 11,3% σε 20,2%) γεγονός που υποδηλώνει τη σταδιακή κόπωση των φοιτητών/-τριων από την τηλεκπαίδευση.

Αυτό διαπιστώνεται και από τα ποιοτικά δεδομένα όπου αρκετοί φοιτητές και φοιτήτριες προτρέπουν τις πανεπιστημιακές αρχές για «επιστροφή στην κανονικότητα» προσλαμβάνοντας την τηλεκπαίδευση ως μια ρωγμή στις σταθερές της ενσώματης επικοινωνίας και της αλληλόδρασης στο ιδιαίτερο ψυχοκοινωνικό περιβάλλον του πανεπιστημίου και, ευρύτερα, των βιόκοσμων της φοιτητικής ζωής.

Σε σχέση με το ερώτημα της σύγκρισης της εκπαίδευσης με φυσική παρουσία με την τηλεκπαίδευση, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων εκφράζει σαφή προτίμηση στην πρώτη (63,3%) έναντι της τηλεκπαίδευσης (15,6%), ενώ φοιτητές-τριες, κυρίως από το πρώτο έτος, δηλώνουν πως δεν έχουν διαμορφώσει άποψη (9%) και το 12,6% δεν εντοπίζει ουσιαστική διαφορά. Η θετική στάση για την παραδοσιακή εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα ισχυρή σε φοιτητές και φοιτήτριες μικρών ετών και περιορίζεται σε φοιτητές-τριες μεγάλων ετών, ιδίως δε σε όσους εργάζονται ή δεν ζουν πια στην πόλη που εδρεύει το Πανεπιστήμιο. Σε αυτήν την κατηγορία φοιτητών-τριών συναντάμε και την προσδοκία προς ένα υβριδικό σύστημα εκπαίδευσης που θα είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες αυτών που συναντούν δυσκολίες ολοκλήρωσης της φοίτησής τους και βλέπουν αυτήν την προοπτική ως μια πρακτική εκπαιδευτικής συμπερίληψης.

Σε ερώτημα για το προτιμώμενο μοντέλο εκπαίδευσης στην μετά-covid εποχή, η συντριπτική πλειονότητα των φοιτητών/τριων προτιμά ένα πρότυπο πανεπιστημιακής μάθησης είτε αποκλειστικά με φυσική παρουσία (34,4%) είτε με ένα υβριδικό μοντέλο στο πλαίσιο του οποίου θα κυριαρχεί η διδασκαλία στις αίθουσες διδασκαλίας και θα συμπεριλαμβάνει ψηφιακή μάθηση με τη χρήση σύγχρονων συστημάτων επικοινωνίας και πληροφορικής (48,3%) με επωφελούμενους κυρίως όσους δεν μπορούν να βρίσκονται στην πόλη του Πανεπιστημίου (για οικονομικούς ή άλλους λόγους). Από την άλλη, το 12,9% προτιμά ένα υβριδικό μοντέλο με κυρίαρχη την τηλεκπαίδευση και τέλος ένα μικρό ποσοστό το μοντέλο της αμιγούς τηλεκπαίδευσης (4,5%).

Στα ποιοτικά δεδομένα των σχολιασμών των συμμετεχόντων που προτείνουν υβριδικά μοντέλα εκπαίδευσης, αναγνωρίζονται τρεις κατηγορίες συλλογισμών. Πρώτον, την εφαρμογή μεθόδων παράλληλης παρακολούθησης των μαθημάτων με φυσική παρουσία και με ψηφιακές πλατφόρμες (ή ενδεχομένως και ασύγχρονα μοντέλα ψηφιακής μάθησης),δεύτερον, την επιλεκτική χρήση της τηλεκπαίδευσης με βάση το είδος και το χαρακτήρα του κάθε μαθήματος (κυρίως σε θεωρητικά), και τρίτον την ενίσχυση μορφών ψηφιακής μάθησης είτε σε ειδικές συνθήκες π.χ. μιας φυσικής καταστροφής ή πανδημίας) και σε ιδιαίτερες εκπαιδευτικές δραστηριότητες (π.χ. διδασκαλία ιδιαίτερων παραδόσεων με προσκεκλημένους εξ αποστάσεως ή έκτακτες τηλεσυναντήσεις στο πλαίσιο ενός μαθήματος).

Οι φοιτητές/-τριες σε τμήματα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών στο Ρέθυμνο, με θεωρητικό κατά βάση χαρακτήρα, τείνουν να έχουν πιο θετικές στάσεις απέναντι στην τηλεκπαίδευση ενώ σε Τμήματα των Θετικών Επιστημών, ιδίως σε όσα περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους μεγάλο αριθμό εργαστηριακών μαθημάτων, εκφράζουν μεγαλύτερο προβληματισμό και συχνά χαρακτηρίζουν προβληματική την πρακτική της ψηφιακής εκπαίδευσης.

Εν κατακλείδει, όπως σημειώνει η ομάδα έρευνας των καθηγητών του Πανεπιστημίου Κρήτης: «Τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν προβληματισμούς για την αντιμετώπιση των ψηφιακών χασμάτων και τις κοινωνικές ανισότητες που διατρέχουν το εκπαιδευτικό μας σύστημα και θέτουν προβληματισμούς για την ανάπτυξη συμπεριληπτικών πολιτικών πανεπιστημιακής μάθησης με περισσότερη τεχνολογία και ψηφιακή καινοτομία που δεν θα υπονομεύουν βασικές ακαδημαϊκές αξίες και πρακτικές ενός ανθρωποκεντρικού πανεπιστημίου. Οι φωνές μεγάλου μέρους των φοιτητών-τριών σε σχετικούς σχολιασμούς τους μας καλούν να προβληματιστούμε για τη σημασία της αίσθησης του συνανήκειν σε μια ακαδημαϊκή κοινότητα και της ενσώματης επικοινωνίας αλληλόδρασης στα αμφιθέατρα, στα ερευνητικά εργαστήρια και στους καθημερινούς βιόκοσμους του πανεπιστημιακών οικοσυστημάτων».