30 χρόνια πέρασαν...

Ρίτα Μπούμη, δε σε ξεχνάμε!

Του φιλολόγου Μιχάλη Ι. Φραγκιά
  • Τετάρτη, 27 Αυγούστου, 2014 - 06:10

Εξέχουσα Συριανή μορφή στο χώρο της νεότερης Λογοτεχνίας μας (ποίηση, πεζογραφία, μεταφράσεις) είναι η Ρίτα Μπούμη–Παπά (1906-1984). Το πλατύ έργο της αγκάλιασε την ποίηση, το διήγημα, το μυθιστόρημα, τις ποιητικές Ανθολογίες, τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις, τις μεταφράσεις έργων ποιητών και πεζογράφων όχι μόνο των γειτονικών Βαλκανικών χωρών, αλλά σχεδόν όλης της Ευρώπης. Αυτά την καθιστούν πανελλαδικώς γνωστή καθώς και σε πάρα πολλές χώρες της ηπείρου μας. Ας θυμηθούμε κάτι από τη ζωή και το έργο της, τριάντα χρόνια τώρα από το θάνατό της. καθήκον μας είναι να μνημονεύουμε κατά καιρούς αυτούς τους ανθρώπους του πνεύματος, οι οποίοι ανέδειξαν τόσο το νησί μας όσο και όλη την Ελλάδα. Και η Ρίτα ανήκει στην κατηγορία αυτή.

Ο θάνατος της Ρίτας Μπούμη - Παπά

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1984, η Ρίτα Μπούμη άφηνε την τελευταία της πνοή στο θεραπευτήριο «Άγιος Παντελεήμων», όπου νοσηλευόταν, στην Αθήνα. Στις 6. 40 το πρωί, ημέρα Σάββατο, μετά από 45 μέρες οδυνηρής παραμονής στο νοσοκομείο αυτό, αποχαιρετούσε τα προσφιλή της πρόσωπα. Όλη αυτή τη χρονική περίοδο ο άνδρας και ομότεχνός της, Νίκος Παπάς(1906-1997), οι στενοί συγγενείς και φίλοι της, πιστοί στο προσκεφάλι του πόνου της, τής κρατούσαν συντροφιά κι αναπτέρωναν τις ελπίδες τους. Ζούσαν, ωστόσο, κι εκείνοι το δράμα να βλέπουν τη Ρίτα , μέρα με τη μέρα, να χάνει τις δυνάμεις της, να μαραζώνει, να σιγοσβήνει η ακατάβλητη φωνή της, να λιώνει σαν το κερί. Κι όλος αυτός ο μαρτυρικός αγώνας της μάς φέρνει στο νου τούς προφητικούς, θα ’λεγα, στίχους της : «Ξημέρωμα πρέπει να φύγω / σαβανωμένη ζωντανή / να τ’ αποχαιρετήσω όλα / κι όχι απλά κι αθόρυβα / όπως αφήνουν τα κλαδιά τα πεθαμένα φύλλα». Κάπως έτσι έμελλε να πεθάνει, ξημερώματα, σαβανωμένη ζωντανή, φωνάζοντας λίγες ώρες νωρίτερα, με μητρικό σπαραγμό, τόν για πενήντα χρόνια σύντροφο της ζωής της Νίκο: «αγόρι μου, αγόρι μου…».

Η ρωμαλέα, γιγάντια ψυχή της έδινε τον αγώνα ενάντια σ’ ένα σώμα ισχνό και αδύναμο , με προδιαγεγραμμένο το μοιραίο τέλος. Παρά ταύτα, εκείνη, ζητούσε από το Νίκο τις σημειώσεις της, κι έγνοια είχε να καθαρογραφεί το τελευταίο της βιβλίο που ήταν έτοιμο για εκτύπωση. Προφανώς θα εννοούσε το μυθιστόρημά της «Η Χρυσώ», που το δούλευε από χρόνια και που ο εκδοτικός οίκος Καρανάσης εξέδωσε την ίδια χρονιά του θανάτου της.

Η εκφορά της σορού της Ρίτας υπήρξε πάνδημη. Πλήθος κόσμου συνέρρευσε στο Α’ κοιμητήριο Αθηνών, τη Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου, στις 4μ.μ. για να κατευοδώσει την ποιήτρια στην τελευταία της κατοικία. Ανάμεσα στα στέφανα ξεχώριζε κανείς και αυτό της Μελίνας Μερκούρη, Υπουργού Πολιτισμού τότε. Την νεκρώσιμη ακολουθία παρακολούθησαν όχι μόνον αθρόος ο πολιτικός και πνευματικός κόσμος της Χώρας, αλλά κυρίως πλήθος κόσμου, που έβλεπε στο πρόσωπο της θανούσης Μπούμη τον άνθρωπο εκείνο που πάλεψε και υπερασπίστηκε με συνέπεια, πάθος και αγωνιστικό πνεύμα το δίκιο του κατατρεγμένου, την ελευθερία, την ειρήνη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη, την αγάπη, τον Ά ν θ ρ ω π ο. Η ίδια η Πολιτεία, αναγνωρίζοντας τη βαρύτητα του έργου της, που ξεπέρασε τα στενά όρια της Χώρας μας, ανέλαβε τα έξοδα της κηδείας της.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής της

Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε στην Ερμούπολη, στα Ψαριανά, πολύ κοντά στο ναό της Κοίμησης, το Νοέμβρη του 1906. Ο πατέρας της, ο μαστρο-Νικολής, ναυπηγός ιστιοφόρων, καταγόταν απ’ την Ύδρα κι είχε πρόγονο τον μπουρλοτιέρη Αλεξαντρή (Σκεντέρη στα Αρβανίτικα τον αποκαλούσαν οι Υδραίοι), ενώ παππού της ήταν ο Πέτρος Μπούμης. Για τους προγόνους της μιλά με καμάρι η Ρίτα στην μυθιστορηματική βιογραφία τής μητέρας της «Η Χρυσώ» , επισημαίνοντας ότι ο γερο-Σκεντέρης είχε αφιερώσει «δυο σκούνες για την ελευθερία της πατρίδας» κι όταν ο Καποδίστριας τον κάλεσε στο Ναύπλιο, το 1828, για να παρασημοφορηθεί, επιστρέφοντας στην Ύδρα έριξε στη φωτιά το έπαθλο λέγοντας : «Εγώ δεν δάνεισα την πατρίδα για να πλερωθώ». Για τον παππού της, Πέτρο, καμαρώνει γιατί, μεταξύ άλλων, είναι αυτός σε σχέδια του οποίου χτίστηκε το επιβλητικό «υδραίικο αρχοντικό στα Ψαριανά. Γωνιακό, άπλωνε τον όγκο του σε δυο δρόμους. Στον κεντρικό, απέναντι στην εκκλησία, και σ’ ένα πιο μικρό και πιο στενό, στρωμένο όμοια με καλντερίμι».

Η μητέρα της, Χρυσώ, ήταν Πατμία (Πατινιώτισσα), μεγαλωμένη σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον βαθιά θρησκευτικό, μες στο μυστικισμό που αποπνέει το νησί της Αποκάλυψης. Τα πλούσια ψυχικά και πνευματικά της χαρίσματα θα την επηρεάσουν ανεξίτηλα και θα καλλιεργήσουν για χρόνια μέσα της όσα με τόση ευγλωττία και θαυμασμό θα καταγράψει στο μυθιστόρημά της «Η Χρυσώ», για το πρόσωπο αυτό που υπεραγάπησε, αλλά τόσο νωρίς στερήθηκε στη ζωή της.

Ως τα δεκατέσσερά της θα παραμείνει στο νησί. Στην περιοχή «Παυσίλυπος», στο Παρθεναγωγείο των καλογραιών «Άγιος Ιωσήφ» (1904-1920) - τη σημερινή Σχολή «΄Αγιος Γεώργιος» των Φρερ - , θα διδαχτεί τα πρώτα γράμματα και τα γαλλικά, παρέα με τη φίλη της Κατίνα Μπάιλα. Δεκατεσσάρων χρονών, οι δυσκολίες τής ζωής θα την υποχρεώσουν να ακολουθήσει τον ευκατάστατο, μεγάλο αδελφό της, Βαγγέλη, στην Ιταλία, για σπουδές. Αυτός θα γίνει ο αυστηρός κηδεμόνας της ως τα 1928. Πρώτα στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου έμαθε ιταλικά και γαλλικά, κι έπειτα «στην πόλη του Καίσαρος, στις ξανθές όχθες του Τίβερη περιπλανώμενο άνθος», καθώς γράφει σε κάποιο ποίημά της. Στη Ρώμη, βασικό αντικείμενο των σπουδών της ήταν τα παιδαγωγικά (ειδίκευση στη μέθοδο Μοντεσσόρι). Τις σπουδές της αυτές μάλιστα, θα τις αξιοποιήσει όταν θα επιστρέψει στη γενέτειρά της, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του Βρεφονηπιακού σταθμού «Η περίθαλψις του παιδός»(1930).

Ενωρίτερα, όμως, το ανήσυχο πνεύμα της – παρά την επίμονη επίβλεψη του αδελφού της που την κρατούσε κάπως απομονωμένη – είχε κατορθώσει να ξεκινήσει και να διατηρήσει επαφές και αλληλογραφία με τον πνευματικό της περίγυρο. Παράλληλα μελετούσε συστηματικά την ιταλική και γαλλική λογοτεχνία. Είναι αλήθεια ότι το μεράκι του γραψίματος την έτρωγε από πιο μικρή ακόμα, εφόσον είχε δοκιμάσει τις λογοτεχνικές της ικανότητες με μικρά, αλλά χαριτωμένα ποιήματα που θα δημοσιευτούν στη «Διάπλαση των Παίδων» του Ξενόπουλου, ήδη από το 1924. Θα συνεχίσει μάλιστα για κάποιο χρονικό διάστημα να δημοσιεύει σ’ αυτό το νεανικό περιοδικό, απλά, τρυφερά ποιήματα για παιδιά. Η αγάπη της γι’ αυτά φανερώθηκε από νωρίς. Μεγάλη πια, θα τους αφιερώσει δύο από τις ποιητικές συλλογές της («Θάλασσα γαλανομάτα», «Η μαγική φλογέρα»).