Ρίτα, δε σε ξεχνάμε...

Του φιλολόγου Μιχάλη Ι. Φραγκιά
  • Δευτέρα, 29 Σεπτεμβρίου, 2014 - 06:10

Τα «Τραγούδια στην αγάπη» - Η νέα Σαπφώ

Το 1930 ήταν μια σημαδιακή χρονιά για την Μπούμη. Τότε θα παρουσιάσει στο κοινό την πρώτη ποιητική συλλογή της τα «Τραγούδια στην αγάπη». Σε αυτά διαχύνεται όλος ο συναισθηματικός και λυρικός κόσμος της ποιήτριας, ο οποίος διοχετεύεται «μέσα σ’ ένα κλίμα ερωτικού και πολλές φορές και σαρκικού πάθους», όπως σημειώνει ο λόγιος Ε.Ν. Μόσχος. Θαυμάζει κανείς το βαθύ λυρικό αίσθημα, το πάθος, την τρυφερότητα, την ευαισθησία, τον αυθορμητισμό, την ειλικρίνεια. Είναι ο λόγος για τον οποίο χαρακτηρίστηκε «ποιήτρια της σειράς της Σαπφούς» , (από τη λυρική ποιήτρια της Λέσβου, Σαπφώ, του 7ου – 6ου π.Χ αιώνα, η οποία συνέθεσε στην αρχαιότητα ερωτικά ποιήματα με απαράμιλλη έκφραση).

Ο χαρακτηρισμός αυτός οφείλεται σε δύο γνωστούς πνευματικούς άνδρες της εποχής, το Ν. Τωμαδάκη και το Φάνη Μιχαλόπουλο, οι οποίοι διατηρούσαν ειδικές στήλες σε Αθηναϊκές εφημερίδες. Θα γράψει ο δεύτερος :«Δεν είναι δυνατόν στα ποιήματα αυτά να μη θαυμάσει κανείς τη βαθειά τους αισθηματικότητα, την τόλμη, το θάρρος και προ πάντων το ερωτικό πάθος εκφρασμένο με λιτότητα μορφής μοναδικής». Οι κριτικές, λοιπόν, υπήρξαν ενθουσιώδεις, γεμάτες επαινετικά σχόλια για τη νεαρή μούσα. Και δικαίως, εφόσον διαπιστώνει κανείς στα ποιήματα αυτά μια ευγλωττία με μέτρο, πειθαρχημένη, καθώς η Μπούμη εκφράζεται με τη μορφή του σονέτου. ( = ποιητικό λυρικό είδος που καλλιεργήθηκε το 13ο αι. ιδιαίτερα από τους Δάντη και Πετράρχη. Στη νεοελληνική ποίηση το λέμε δεκατετράστιχο. Αξιόλογοι σονετογράφοι μας οι Μαβίλης, Μαρτζώκης, Μαρκοράς, Γρυπάρης, Παλαμάς και κυρίως ο Λορέντσος Μαβίλης. Η Ρίτα Μπούμη έγραψε και αυτή τα σονέτα αυτά, βέβαια, σε ιαμβικό μέτρο ενδεκασύλλαβο . Η μορφή τής ομοιοκαταληξίας είναι : αββα αββα γδγ δγδ).

Σε καρτερώ. Η ψυχή μου σαν μια λύρα

Απόψε κρούει και τα δάχτυλά μου

Ραντίσαν τα μαλλιά μου μ’ ανθών μύρα,

Και βάψαν με φωτιά τα μάγουλά μου.

Μισόγυρτη έχω αφήσει έξω τη θύρα

Για σένα, και μετάξια έστρωσα χάμου

Στη γη που θα πατήσεις και πορφύρα

Ως μες στη σκοτεινή την κάμαρά μου…

Γυμνή, με της λαχτάρας τυλιγμένη

Το διάφανο πέπλο περιμένω

Ν’ ακούσω τ’ αργό βήμα σου να μπαίνει

Ως μέσα κει που, Αγάπη, σκυφτή υφαίνω

Με φύλλα ρόδων κλίνη μυρωμένη

Και νείρομαι κοντά σου πως πεθαίνω !

Άλλες συλλογές – Εγκατάσταση στα Τρίκαλα – « Η Βοδάμαξα»

Το 1935 ακολουθεί μια δεύτερη συλλογή : «Οι σφυγμοί της σιγής μου». Τα σχόλια των κριτικών θα είναι εξίσου εγκωμιαστικά με την πρώτη. Θα αποσπάσει μάλιστα τον Α’ έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών. Παντρεύεται το 1936, στον Άγιο Σπυρίδωνα, στα Χρούσα, και έκτοτε , για τέσσερα χρόνια, θα ζήσει με τον ομότεχνο σύζυγό της, Νίκο Παππά, στα Τρίκαλα. Θα περάσουν μαζί, για πενήντα χρόνια, μια ζωή ανέφελη, πραγματικά ευτυχισμένη.

Από την τετράχρονη παραμονή της στη Θεσσαλία , την οποία αγάπησε πραγματικά, η Μπούμη θα δεχτεί γόνιμες επιδράσεις και θα εμπνευστεί πολλά αξιόλογα ποιήματα. Το εξοχότερο αυτών είναι το «Βοδάμαξα», για το οποίο η ίδια η ποιήτρια , μεταξύ άλλων, θα γράψει για το συμβολισμό του, για την καθολικότητα του συμβόλου που αγγίζει : τη μοίρα του αγρότη όπου γης : «Γιατί η μοίρα του αγρότη, ας μη γελιόμαστε, δεν άλλαξε, παρά τη θυελλώδη πρόοδο. Ο γεωργός οργώνει ακόμα με το ξύλινο αλέτρι του Ησιόδου και στις πέντε ηπείρους τους αγρούς των πατέρων του ή των κυρίων του, πάντοτε μόνος, αγνοημένος, αδύναμος, απροστάτευτος, στόχος των ανέμων κακών. Με τη βοδάμαξα, πανάρχαιο αργοκίνητο όχημα, διασχίζει και τώρα πεδιάδες, πάμπες, τούντρες και στέπες, ενώ από πάνω του την ίδια εποχή κινούνται με ασύλληπτες ταχύτητες αεροπλάνα, πύραυλοι και διαστημόπλοια… Την τόσο πικρή και γεμάτη εμπόδια διαδρομή του βιβλικού αραμπά, μέσα απ’ τη σκόνη, τη λάσπη, το χιόνι και το γρασίδι, με βροχή και καυτερό ήλιο, ( το ισόβιο δηλ. έργο του αγρότη), το γλυκαίνουν και σπάνιες ώρες ψυχικής αιθρίας, μικρές, αγνές χαρές, σεμνές τελετές της αγροτικής κοινωνικής εθιμοτυπίας, που διατηρούν και διαιωνίζουν εθνικές και φυλετικές παραδόσεις, για να καταλήξει στο τέλος, μέσα από μια ιώβεια και τυφλή υποταγή αιώνων, στο όραμα μιας ηθικής και ουσιαστικής απολύτρωσης.

Ο ποιητής που πιστεύει πως ο οίκτος, μπροστά στο φοβερό θέαμα του πρωταγωνιστή της ζωής, του αγρότη, αποτελεί ανόσιο εμπαιγμό, βλέπει ξαφνικά το πρωτόγονο σαραβαλιασμένο όχημα να βγάζει φτερά και να εκτινάσσεται, σαν από έκρηξη, στον αιθέρα, μέσα από μια πυρκαγιά που προκάλεσε ο ίδιος ο πατέρας του αστρικού μας συστήματος, ο Ήλιος, με μια οργισμένη κονταριά του, ενώ τα γερασμένα βόδια, ελεύθερα, ορμούν σαν κέλητες προς την πεδιάδα…»

Άρμα της αγιοσύνης

και των παρθενικών γερατειών των γονιών μας

φερμένη απ’ τη γη Χαναάν

στον κάμπο το θεσσαλικό με τα σιτάρια

που ‘ναι μεγάλος και βουβός κάτω απ’ τον ήλιο

σαν εκκλησιά υπομονής.

[……]

Αυτό το εκφραστικό ποίημα, γραμμένο με τέτοια περιγραφικότητα και πάθος, τόσο ο Ν. Καζαντζάκης όσο και ο Πρεβελάκης αποκάλεσαν «αθάνατο ποίημα» !

Νέες ποιητικές συλλογές

Το 1938 κυκλοφορεί στα Τρίκαλα «Το πάθος των σειρήνων», συλλογή όπου εγκαινιάζει νέα θέματα, ανάμεσα σ’ αυτά αρχίζει και εμφανίζεται ο μεταφυσικός προβληματισμός της, αλλά με παρόντα πάντα το συναίσθημα, τη φαντασία και τον αυθορμητισμό.

Τα χρόνια του πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης θα βρουν το ζευγάρι στην Αθήνα, την οποίαν έκτοτε δε θα εγκαταλείψουν. Η ποιήτρια θα δείξει μια μαχητικότητα που θα την φέρει στις πρώτες γραμμές του πνευματικού της αγώνα ενάντια στους κατακτητές. Θα της απονεμηθεί το Α’ βραβείο Εθνικής Αντίστασης με το ποίημά της – πραγματικό ποτάμι – «Αθήνα –Δεκέμβρης 1944»:

Eίν’ η Αθήνα άρρωστη βαριά

πριν λίγες ώρες πέταξε τον κεφαλόδεσμό της

και με σαράντα πυρετό βάρεσε τα ταμπούρλα της εξέγερσης

στις πλατείες και στους εφτάψυχους γυμνούς συνοικισμούς της…

Στην ίδια ποιητική περίοδο εντάσσονται και οι συλλογές «Καινούργια χλόη»(1949) και «Παράνομος λύχνος» (1952) . Στην πρώτη ο θεσσαλικός κάμπος θα την συγκινήσει και θα την μαγέψει κυριολεκτικά. Θα γίνει αφορμή έμπνευσης και θα δρομολογήσει νέες τεχνικές με ανανεωμένη θεματική. Εδώ ανήκουν δύο ποιήματά της που διακρίνονται για το θέμα τους και την ομορφιά τους : «Η άλλη πατρίδα»(= η Θεσσαλία) και η «Βοδάμαξα» για το οποίο μιλήσαμε νωρίτερα. Ο στίχος φαίνεται πιο απελευθερωμένος, ωστόσο το έργο της παραμένει διάσπαρτο από τον παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο, τον οποίο δεν εγκαταλείπει.