Ολοκαύτωμα Αρκαδίου: 148 χρόνια από το ιερό προσάναμμα στον αγώνα για την Ελευθερία

Του Πολιτιστικού Συλλόγου Κρητών Σύρου

Σαν σήμερα 8 Νοέμβριου 1866 έλαβε χώρα το σημαντικότερο γεγονός της Κρητικής επανάστασης, το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Η Κορυφαία πράξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κρητών σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Τα λόγια για να περιγραφεί το θάρρος των προγονών μας φτωχά. Η Αρκαδική Εθελοθυσία έκανε παγκοσμία αίσθηση και έθεσε τις βάσεις, ώστε να αρχίσει η ζύμωση της Ένωσης με την Ελλάδα.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

Ο Μουσταφά Πασάς από το χωριό Επισκοπή  έστειλε επιστολή προς την Επαναστατική Επιτροπή του Αρκαδίου ότι πρόκειται εντός των ημερών να καταφθάσει και να είναι έτοιμοι να παραδοθούν. Κατευθύνθηκε λοιπόν προς το χωριό Ρούστικα όπου και διανυκτέρευσε στην Ιερά Μονή του Προφήτη Ηλία, ενώ ο στρατός που τον συνόδευε στρατοπέδευσε στα χωριά Ρούστικα και Άγιος Κωνσταντίνος.

Το ξημέρωμα της 5ης Νοεμβρίου, ο τούρκικος στρατός ξεκίνησε για το Ρέθυμνο όπου και έφθασε το απόγευμα της ίδιας μέρας. Πολύ σύντομα, τη νύκτα της 7ης προς την 8η Νοεμβρίου ο ισχυρός στρατός του Μουσταφά εμπλουτισμένος με όλες τις δυνάμεις του Ρεθύμνου, τουρκικές και αιγυπτιακές που στο σύνολο τους αριθμούσαν πάνω από 15.000 άνδρες, επετέθη στην μονή Αρκαδίου, μέσα στην οποία βρίσκονταν 964 άνθρωποι, από τους οποίους μόλις οι 325 ήταν άνδρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μουσταφάς, μολονότι συνόδευσε το στρατό αρκετά κοντά στην περιοχή, στρατοπέδευσε με το επιτελείο του στο χωριό Μέση, σε σημείο με πανοραμική θέα, απ’ όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί την επίθεση.

Το ξημέρωμα της 8ης Νοεμβρίου, ενώ στην εκκλησία του Μοναστηριού γινόταν η Θεία Λειτουργία για την εορτή των Ταξιαρχών, ακούστηκαν οι σάλπιγγες των τουρκικών στρατευμάτων που πλησίαζαν στο Αρκάδι. Η ώρα που όλοι από μέρες περίμεναν είχε φθάσει. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ προσπάθησε να εμψυχώσει το πλήθος και να τονώσει το πατριωτικό του αίσθημα, εκμηδενίζοντας το φόβο του θανάτου εφόσον η θυσία θα γινόταν για την πατρίδα. Το ίδιο έκανε και ο φρούραρχος Δημακόπουλος που εξήρε την έννοια της Πίστης και της Πατρίδας.

Έτσι, ξεκίνησε η οργάνωση της άμυνας. Οι άνδρες μοιράστηκαν στα σημεία-κλειδιά του μοναστηριού και στην ερώτηση των Τούρκων αν θα παραδοθούν ή θα πολεμήσουν, με μια φωνή απάντησαν πως προτιμούν τον πόλεμο. Από τη στιγμή αυτή, άρχισαν να γράφονται οι σελίδες του Αρκαδικού Δράματος που βασίστηκε στον πατριωτισμό τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση των επαναστατών.

Τα πυροβόλα των Τούρκων έριχναν βολές προς όλες τις κατευθύνσεις με κύριο στόχο την κεντρική/δυτική πύλη του μοναστηριού αλλά και την ανατολική, που ήταν όμως τόσο ενισχυμένες εσωτερικά, ώστε φάνηκε από την αρχή ότι ήταν δύσκολο να κυριευθούν. Η πρώτη απώλεια ήταν ο ανεμόμυλος τον οποίο κατάφεραν να πυρπολήσουν και μαζί να κάψουν και τους πολεμιστές που βρισκόταν μέσα. Αλλά και οι απώλειες των Τούρκων δεν ήταν λίγες μια και πολλοί άνδρες είχαν σκοτωθεί, δεδομένου ότι οι επαναστάτες βρισκόταν περιχαρακωμένοι μέσα στη μονή σε αντίθεση με εκείνους που ήταν έξω και αποτελούσαν εύκολο στόχο.

Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί άσχημα μέχρι το τέλος της πρώτης μέρας και οι πολιορκημένοι έδειχναν να αντέχουν ακόμα και να ελπίζουν, τη νύχτα, δεδομένης της ένοπλης υπεροχής των εχθρών, ήταν σαφές ότι έπρεπε να μεριμνήσουν για τη στρατιωτική τους ενίσχυση ζητώντας τη βοήθεια του Πάνου Κορωναίου που βρισκόταν στην περιοχή του Αμαρίου, και των κατοίκων του Μυλοποτάμου. Τη μεταφορά των επιστολών με τις οποίες ζητούσαν βοήθεια ανέλαβαν, εθελοντικά προσφερόμενοι, δύο οπλαρχηγοί που βγήκαν από το μοναστήρι μεταμφιεσμένοι ως Τούρκοι. Κατόπιν ο ηγούμενος κάλεσε όλους τους πολιορκημένους, πολεμιστές, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, να προσευχηθούν στο Ναό της μονής. Αργά την ίδια νύχτα επέστρεψαν οι «ταχυδρόμοι» και μαζί το νέο ότι η πρόσβαση ενισχύσεων ήταν σχεδόν αδύνατη, μιας και οι Τούρκοι είχαν κλείσει σχεδόν όλες τις διόδους προς τη μονή.

Η δεύτερη μέρα της πολιορκίας, η 9η Νοεμβρίου, ξημέρωσε σκοτεινή. Όλα έδειχναν πως η θέση των πολιορκημένων ήταν δυσάρεστη και χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Μολονότι το ήξεραν και οι ίδιοι, διατηρούσαν ακμαίο το ηθικό τους και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα πέσουν όσο το δυνατόν πιο ηρωικά. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ τους προέτρεπε μόλις δουν τους Τούρκους να εισβάλουν, να τρέξουν στην πυριτιδαποθήκη, να βάλουν φωτιά και να θυσιαστούν» προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Παρόλα αυτά ο πόλεμος συνεχιζόταν και οι Τούρκοι για δεύτερη μέρα προσπαθούσαν να ρίξουν τη δυτική Πύλη του Μοναστηριού. Την προσπάθεια τους ενίσχυσαν και σχεδόν πέτυχαν το στόχο τους φέρνοντας από το Ρέθυμνο το μεγάλο κανόνι, την περίφημη «Κουτσαχείλα».

Ανοίγοντας ρήγμα στην πύλη και κάνοντας απανωτές εφόδους στο μοναστήρι προσπαθούσαν να αποθαρρύνουν τους επαναστάτες και να τους κάνουν να παραδοθούν. Μάταια όμως, γιατί μέσα στο μοναστήρι ο ηγούμενος Γαβριήλ, ο Φρούραρχος Δημακόπουλος, ο Κωστής Γιαμπουδάκης, η ηρωίδα Χαρίκλεια Δασκαλάκη και όλοι οι πολεμιστές ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, τρέχοντας από σημείο σε σημείο και προτρέποντας τους άνδρες να μην εγκαταλείπουν τις επάλξεις. Το ρήγμα ωστόσο της δυτικής πύλης επέτρεψε στον εχθρό να αρχίσει να μπαίνει σταδιακά στην αυλή του μοναστηριού. Ο πόλεμος μεταφέρθηκε τότε στο εσωτερικό και ο αγώνας άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα. Όταν πια η αυλή είχε γεμίσει με Τούρκους και όλα έδειχναν να φθάνουν στο τέλος, οι πολιορκημένοι κλείστηκαν στην πυριτιδαποθήκη και ο ήρωας Κωστής Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά προκαλώντας την ανατίναξη της και μαζί την ηρωική θυσία των πολιορκημένων στη μονή Αρκαδίου.

 

Ακολούθησε η φρικτή λεηλασία της μονής από τους Τούρκους που έκαιγαν τα πάντα και σκότωναν όσους είχαν επιζήσει. Ακόμα και ορισμένοι άνδρες που είχαν μείνει στην τραπεζαρία της μονής μη ξέροντας τι είχε γίνει στην πυριτιδαποθήκη, σφαγιάσθηκαν με τον πιο φρικαλέο τρόπο βάφοντας με αίμα το χώρο.

Ο απολογισμός της τούρκικης λεηλασίας είναι τραγικός. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, μέσα στο Μοναστήρι βρισκόταν 964 χριστιανοί συμπεριλαμβανομένων και των γυναικόπαιδων. Από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν 114, διέφυγαν 3-4 και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Από την πλευρά των Τούρκων έχασαν τη ζωή τους όχι λιγότεροι από 1500, αν και σχετικά με τον αριθμό αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Τα πτώματα τους είτε ενταφιάσθηκαν σε διάφορα σημεία είτε έμειναν άταφα, όπως και αρκετών χριστιανών, τα οποία αργότερα ρίχθηκαν στο κοντινό φαράγγι. Τα οστά πάντως των περισσότερων χριστιανών περισυνελλέγησαν αργότερα και τοποθετήθηκαν στον ανεμόμυλο που μετατράπηκε έτσι σε κοιμητήριο των ηρώων ταυ Αρκαδικού δράματος.

Η τύχη όσων επέζησαν της τραγωδίας αυτής δεν ήταν καθόλου καλύτερη από εκείνων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Αρκάδι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ίδιων, αμέσως μετά την καταστροφή τους αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι και τους μετέφεραν όλους, ήταν περίπου 114, μέσα σε άθλιες συνθήκες στην πόλη του Ρεθύμνου. Οι αιχμάλωτοι υπέστησαν εξευτελισμούς και ταπεινώσεις όχι μόνο από τους τούρκους αξιωματούχους που τους μετέφεραν αλλά και από εκείνους που τους περίμεναν στην είσοδο της πόλης για να τους πετροβολήσουν και να τους υβρίσουν. Τις γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Δασκαλοχαρίκλεια, και τα παιδιά τα κράτησαν μια εβδομάδα στην εκκλησία των Εισοδίων, ενώ τους άνδρες φυλάκισαν για ένα ολόκληρο χρόνο σε συνθήκες απερίγραπτης φρίκης, και δε θα γλίτωναν από την κατάσταση αυτή αν δεν παρενέβαινε ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο Γεώργιος Σκουλούδης και ο Γενικός Πρόξενος της Ρωσίας στην Κρήτη που επέβαλαν στον Πασά να εξασφαλίσει στοιχειώδη καθαριότητα και ένδυση στους αιχμαλώτους του Αρκαδίου. Αφού έκλεισαν ένα χρόνο στη φυλακή οι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν και πήγαν στα χωριά τους για να συνεχίσουν την κρητική επανάσταση.

Τη βαρβαρότητα της πολιορκίας αλλά και την απίστευτη φρίκη και σκληρότητα που βίωσαν οι αιχμάλωτοι τόσο κατά τη μεταφορά τους από το Αρκάδι στο Ρέθυμνο όσο και κατά τη διάρκεια της ενός έτους φυλάκισης τους, περιγράφουν με ανατριχιαστική σαφήνεια οι ίδιοι οι επιζήσαντες στις εκ των υστέρων μαρτυρίες τους που όχι μόνο προκαλούν ρίγη συγκίνησης αλλά και αποτελούν τα πλέον αδιάσειστα στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της ιστορίας του ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.

Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο οι Τούρκοι θεώρησαν την άλωση του Αρκαδίου μεγάλη επιτυχία και την εόρτασαν πανηγυρικά με κανονιοβολισμούς. Αντίθετα, η συγκίνηση και η αγανάκτηση που προκάλεσε το γεγονός όχι μόνο στους Κρήτες και τους Έλληνες αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ακόμα και την Αμερική ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μπορούμε να μιλάμε για ένα μεγαλειώδη αντίκτυπο των γεγονότων με σωρεία φιλελληνικών και φιλοκρητικών αντιδράσεων. Παντού, όπου υπήρχαν ομογενείς  και άνθρωποι με φιλελεύθερο πνεύμα και ευαισθησία για τα δικαιώματα του ανθρώπου τελέσθηκαν μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως των ηρώων  του Αρκαδίου, έγιναν έρανοι και  γράφτηκε πληθώρα φιλελληνικών επιστολών και δημοσιευμάτων.

Πηγή: Άρθρο της αρχαιολόγου Στέλλας Καλογεράκη

Από το βιβλίο «ΑΡΚΑΔΙ – Το ιστορικό Μοναστήρι»