Αποχή

  • Τρίτη, 1 Μαρτίου, 2016 - 06:10

Η αποχή είναι επιλογή στις εκλογές. Με την εκλογή εκδηλώνεται μια στοιχειώδης ισότητα και ελευθερία μας, η ισοπολιτεία. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 η αποχή ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Έφθασε σχεδόν 44%, μεγαλύτερη από τα ποσοστά που πήρε το πρώτο κόμμα (περίπου 35% από τους ψηφίσαντες), που στο σύνολο των ψηφοφόρων είναι περίπου 19%. Είναι όμως αυτό δημοκρατία;

Η αποχή έχει μακρά ιστορία. Στις πρώτες εκλογές μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα αριστερά κόμματα προπαγάνδισαν αποχή. Για τη δεξιά παράταξη που εκλέχθηκε, η αποχή ήταν 9,3%. Για την αριστερή παράταξη ήταν 53%! Ποιος ήταν σωστός; Προφανώς κανένας από τους δύο. Μετά τη μεταπολίτευση καμιά εκλογή δεν κατηγορήθηκε για νοθεία ή βία. Τα ποσοστά σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις κυμάνθηκαν από 18,5 ως 25%, αλλά μετά το 2004 άρχισε μια σταθερή προοδευτική άνοδος της αποχής από 23,5% για να φθάσει τα 43,4% το Σεπτέμβριο 2015.

Τι σημαίνει όμως η αποχή από ελεύθερες εκλογές, που διεξάγονται κάτω από ομαλές συνθήκες; Μια σκέψη είναι ότι σημαίνει απόρριψη όλων των κομμάτων. Σ΄ αυτή την περίπτωση όμως εξίσου δηλωτική είναι και η λευκή ψήφος. Σημαίνει επομένως απόρριψη του όλου συστήματος: όχι των κομμάτων, αλλά των εκλογών, με το συγκεκριμένο τουλάχιστον σύστημα. Βέβαια ένα ποσοστό αποχής είναι «φυσιολογικό». Μπορεί να οφείλεται σε «φυσιολογική» αδυναμία να ψηφίσει κάποιος, όπως αν έχει πεθάνει, είναι πολύ άρρωστος ή ανάπηρος ή βρίσκεται πολύ μακριά από το εκλογικό κέντρο του. Το ποσοστό της φυσιολογικής αποχής μπορεί να υπολογισθεί πολύ αδρά από τα ποσοστά αποχής σε προγενέστερες εκλογικές αναμετρήσεις. Οπωσδήποτε πολύ υψηλά ποσοστά απαιτούν ερμηνεία.

Με την αποχή, όταν γίνεται συνειδητά, ο ψηφοφόρος απορρίπτει το σύστημα. Ή έστω θεωρεί ότι η συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία δεν σημαίνει καλύτερο αποτέλεσμα για τη ζωή του από το να κάτσει στον καναπέ του ή να επαιτεί ή να διαμαρτύρεται στο δρόμο.

Όταν η αποχή φθάσει το 50%+1, δηλαδή την πλειοψηφία των ενεργών πολιτών, σημαίνει ότι η πλειοψηφία, κατά τον ορισμό της δημοκρατίας, δεν εγκρίνει το σύστημα. Η αποχή είναι ο πιο ισχυρός, ειρηνικός και νόμιμος τρόπος διαμαρτυρίας: Χρειάζεται ριζική αλλαγή του συστήματος.

Δυστυχώς, κάθε αλλαγή δεν σημαίνει αναγκαστικά βελτίωση. Κατάργηση του συστήματός μας είναι και η δικτατορία. Αυτό θέλομε; Η αποχή είναι ηχηρή νόμιμη άρνηση. Μη νόμιμη άρνηση είναι και η βία. Κι αυτή μπορεί να χωριστεί αδρά σε θετική και αρνητική: Η αρνητική βία, μπορεί να έχει σκοπό την κατάργηση μιας απαράδεκτης κατάστασης. Είναι η βία της τρομοκρατίας, του αριστερισμού, των φασιστικών ομάδων, κάθε περιθωριακής βίαιης οργάνωσης. Τα σύνορά της με το κοινό έγκλημα είναι ασαφή, καθώς απαιτεί χρηματοδότηση που όχι σπάνια σημαίνει ληστείες. Ο πιο σημαντικός εχθρός του αριστερισμού ήταν ο Λένιν, που τον χαρακτήριζε «παιδική νόσο του κομμουνισμού». Η θετική βία, της επανάστασης, είναι πιο σπάνια και σηματοδοτεί μια κίνηση στην ιστορία. Δεν επιδιώκει την κατάργηση κάποιας κατάστασης, αλλά την αλλαγή της σε μιαν άλλην που προσδοκάται να είναι πιο «δίκαιη», με μεγαλύτερη ελευθερία και ισότητα. Τέτοια ήταν η γαλλική επανάσταση το 1789, με όλες που την ακολούθησαν, συμπεριλαμβάνοντας και την απελευθερωτική επανάστασή μας του 1821, τουλάχιστον στις αρχές της με τη Φιλική Εταιρεία και το όραμα του Ρήγα Φεραίου. Τέτοια ήταν και η Σοβιετική επανάσταση του 1917 και όλες οι άλλες που την ακολούθησαν, όπως η Κινεζική, Κουβανέζικη κλπ.

Η αποχή είναι μόνον άρνηση. Δεν αναμένεται να επιφέρει ριζική μεταβολή, αφού είναι ειρηνική και νόμιμη. Μπορεί να εντάσσεται τελικά στο σύστημα ή σηματοδοτεί μια καταστροφική, τυφλή, αριστερόστροφη ή δεξιόστροφη, ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης με το λαό να γίνεται όχλος ή το στρατό να γίνεται στρατός κατοχής ή και με άμεσες ξένες επεμβάσεις.

Το υπάρχον σύστημα είναι περιχαρακωμένο. Οι αλλαγές που επιτρέπονται στο σύνταγμα ψηφίζονται από την υπάρχουσα κατάσταση. Ριζικές αλλαγές που θα μηδένιζαν την αποχή δεν επιτρέπονται. Γίνονται οι επιτρεπόμενες αλλαγές αποκλειστικά από την υπάρχουσα βουλή που είναι μέρος του συστήματος που μας εξουσιάζει. Τέτοιες αλλαγές αφορούν συνήθως ενίσχυση του ακατάλληλου συστήματος (π.χ. ασυλία υπουργών). Βέβαια υπάρχει ένα παράθυρο: Το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, όπως διατυπώθηκε στο πρώτο σύνταγμά μας του 1843 και διατηρείται σχεδόν αναλλοίωτο ως σήμερα ορίζει ότι: «Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Μ΄ άλλα λόγια οι Έλληνες και όχι η αντιπροσωπευτική βουλή τους έχουν τον τελευταίο λόγο.

Τα παραπάνω σημαίνουν την ανάγκη να σχεδιασθεί η «αποχή», η άρνηση δηλαδή να γίνει θέση. Αυτό απαιτεί ένα μεγάλο όραμα που δύσκολα μπορεί να προκύψει από τον υπάρχοντα πολιτικό κόσμο, αφού αυτός είναι μέρος της κατεστημένης κατάστασης. Ούτε από τις τυφλές ομάδες βίας, σαν αυτές που αναφέραμε παραπάνω, αριστερόστροφες ή δεξιόστροφες. Καθώς στηρίζονται στην αγανάκτηση του ανώνυμου πολίτη, στερούνται λογικής, όπως μπροστά σε ένα στυγερό έγκλημα ο πολύς κόσμος απαιτεί δικαίως αυστηρή τιμωρία του υπόπτου, αδιαφορώντας όμως αν είναι αυτός αποδεδειγμένα ένοχος ή όχι. Ούτε από τις «κανονικές» ομάδες βίας, όπως είναι ο στρατός και η αστυνομία. Στον περασμένο αιώνα ο στρατός συχνά κατέλυσε την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση επιφέροντας κατά κανόνα εθνικές καταστροφές, με πιο πρόσφατη, την εθνική συμφορά της Κύπρου. Μια γνήσια εποικοδομητική αλλαγή απαιτεί όραμα από Έλληνες διανοητές που βιώνουν και αναλύουν την αθλιότητα της σημερινής κατάστασης και την καθοδική πορεία της Ελλάδας, που μοιάζει να βρίσκεται στα τελευταία στάδια της ζωής της (οικονομική καταρράκωση· προϊούσα υπογεννητικότητα στα όρια φαύλου κύκλου· γήρανση του πληθυσμού· αθρόα διαρροή των πιο ενεργών μελών της κοινωνίας στο εξωτερικό· αθρόα εισροή ξένων που, με το ρυθμό που εισάγονται, γίνεται εξαιρετικά δύσκολος ο εξελληνισμός τους, ενώ ο πληθυσμός, παρά την υπογεννητικότητα, αυξάνεται). Το όραμα πρέπει να διαδοθεί και να το ενστερνισθούν όσο γίνεται περισσότεροι από ευρείες ομάδες λαού, στρατός, αστυνομία, τοπική αυτοδιοίκηση, παραγωγικές δυνάμεις, συνδικαλισμός, εκκλησία, βουλευτές, δικαστική εξουσία, ακαδημαϊκός χώρος, με φοιτητές και διδάσκοντες. Η αλλαγή δεν μπορεί να είναι τυπικά νόμιμη, με εξαίρεση την τελευταία διάταξη του Συντάγματος. Όπως στις μεγάλες επαναστάσεις, ωστόσο, μια τέτοια αλλαγή αποτελεί άμυνα εναντίον βίας παρούσας και, σε σχέση με το ευρέως αποδεκτό όραμα, άδικης. Κατ΄ ανάγκην θα εμπεριέχει στοιχεία βίας. Η εξάπλωση τέτοιου οράματος όμως στα πλαίσια του ακροτελεύτιου άρθρου του συντάγματος μπορεί να περιορίσει τη βία στο ελάχιστο αναγκαίο, όπως η εγκατάσταση του πρώτου Συντάγματος τον καιρό του Όθωνα υπήρξε εποικοδομητική, προοδευτική και αναίμακτη.