“Παραμονή Χριστούγεννα” στο Αϊβαλί

(Αφιέρωμα στον Δήμαρχο κ. Ν. Λειβαδάρα)
  • Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2019 - 06:21

Το κείμενο “Παραμονή Χριστούγεννα” στο Αϊβαλί είναι ένα γραπτό του σπουδαίου και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου, που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής, έξω από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας. Το πνευματικό περιβάλλον της περιοχής, η ορθοδοξία, η φύση και τα περιπετειώδη αναγνώσματά του, αλλά και η παιδική του φαντασία, θαυμάστηκε. Πολλά έργα του βρίσκονται σε Γαλλία, Γερμμανία κ.α.

Στο διήγημά του: “Παραμονή Χριστούγεννα” μεταφερόμαστε μέσα στο Αϊβαλί, τις Ελληνικές Κυδωνίες.

Αρχικά, όπως γράφει, δίνει σκηνές ανάμεσα σε δυο καφενεία αντικριστά: “....το φτωχικό του μπάρμπα – Γιαννακού, σκοτεινό, χωρίς θέρμανση και με ελάχιστη πελατεία γερόντων. Ο μπάρμπα – Γιαννακός όμως, καλόκαρδος τύπος, έχει το κουράγιο και μέσα στη φτώχεια του, ειρωνεύεται το καφενείο των πλουσίων....Κρύο τάντανο* έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σαν να' τανε κρύα φωτιά κ' έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο ταρσί* φεγγοβολούσανε γεμάτα απ' όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψούνιζε. Από το' να στο μαγαζί έβγαινε, στ' άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια και χαρές.

Ο μεγάλος καφενές τ' Ασημένιου, του πλούσιου, είχε μεγάλη, μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δυο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά απ' τη ζέστη κι απ΄ όξω έβλεπες σαν ίσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι. Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Αλλά μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και...δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μονάχα πέντε λόγια...και κείνα παράφωνα. Αντίκρυ στον μεγάλο καφενέ τ' Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια.

Ίσια – ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε το μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ' όλη την πολιτεία, μια ποντικότρυπα.

Ενώ ο μεγάλος καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήταν θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα μια άναβε, μια έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας.... Η φιτιλίθρα* ήτανε στραβοβιδωμένη, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο... Βάλε με νού σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε... Ο φουκαράς ο Μπάρμπα – Γιαννακός, για να μην παγώσει απ' το κρύο που έμπαινε στο καφενείο του, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, έσφιγγε πάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε στους... πεντ' έξι σκεβρωμένους γέρους, τους πελάτες του, τους φουκαράδες: “Έεεεχ! Μωρέ ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!..” ΄Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλο καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες κι έλεγε: “Έεεεχ! Μωρέ ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας”

Αϊβαλιώτες, κόσμος γελαστός, χαρούμενος

“.... Η ώρα περνούσε κι ανάριευε* σιγά – σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα – ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα λίγοι. Στο τσαρσί* λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, ήτανε χαρούμενοι κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες: Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσης όλη...

Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους μάγους, τον Ηρώδη....τελειώσανε με τούτα τα λόγια: Ιδού όπου σας είπαμεν όλην την ιστορία:

τον Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.

Και σας καλονυχτίζομεν, πέσετε κοιμηθήτε,

ολίγον ύπνον πάρετε και πάλι σηκωθείτε.

Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε,

στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπήτε.

Ν' ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν

και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίστετε εις το αρχοντικόν σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.

Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθήτε, ευφρανθήτε,

δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερήται.

Δότε κ' εμάς τον κόπον μας ό,τ' είναι ορισμός σας.

Και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Και εις έτη πολλά.

Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίναμε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουρβαντά τον νοικοκύρι κι από τη νοικοκυρά λογιών – λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγαμε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει κ λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μια καλαθιέρα.

Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!

Όλα γινόντανε όπως τα' λεγε το τραγούδι. Πέφτανε στα ζεστά τους σ' έναν ύπνο, ως που αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησίες της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Στολιζόντανε όλοι βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησία. Σαν τέλειωνε η Λειτουργία γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα με άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε απάνω πολλά.

Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε από όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε ψέλνανε το “Χριστός γεννάται, δοξάσατε”.

“Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει”.

Λέξεις:

Αϊβαλί: προέρχεται από την Τουρκ. Λέξη Ayvalk που σημαίνει ελληνικά Κυδώνιον. Το Αϊβαλί λεγόταν Κυδωνίας.

Τσαρσί: (Τουρκ. Ters) σημαίνει ξηρός

Μουστερίδες: (Τουρκ. Musteri) οι πελάτες, οι αγοραστές

Φιτιλίδα: χοντρό νήμα διαποτισμένο με ειδικό διάλυμα για να ανάβει και να διατηρεί τη φλόγα (τουρκ. Fitil.)

Τεζάκι: πάγκος μαγαζιού (τουρκ. Tezgah)

Ανάριευε: ανάρια=αραιά και που (αραιό χρονικό διάστημα)

Τάντανο; (άγνωστη λέξη)

Ταρσί; (άγνωστη λέξη)

Ετικέτες: