Της Μαρίας Μαυρίκου

30 Μαρτίου 1961 / Σύνδεση ΕΛΛΑΔΑΣ - ΕΟΚ: Χρηματοδοτικά Πρωτόκολλα

  • Τετάρτη, 31 Μαρτίου, 2021 - 06:16

60 χρόνια συμπληρώνονται σαν σήμερα από την εξαγγελία επίτευξης οριστικής συμφωνίας για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (EOK) υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης, με την επίσημη υπογραφή της να πραγματοποιείται στις 9 Ιουλίου 1961 στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής.
Στο πλαίσιο της Συμφωνίας, γνωστής και ως "Συμφωνία των Αθηνών" η Ελλάδα έλαβε χρηματοδοτική βοήθεια με σκοπό την επιτάχυνση της οικονομικής της ανάπτυξης. 
Το πρώτο Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο ύψους 125 εκατ. δολ. στήριξε έργα εγγείου βελτιώσεως, οδοποιίας, ενέργειας και βιομηχανικής ανάπτυξης, υπό μορφή δανειοδότησης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ) για περίοδο 5 ετών.
Περαιτέρω, η Συμφωνία έδινε τη δυνατότητα στην Ελλάδα, εάν η απορρόφηση του ανωτέρω ποσού γινόταν εντός της πενταετίας, να προσφύγει στην ΕΤΕ για τη χορήγηση επιπλέον χρηματοδότησης. Το συνολικό ποσό το οποίο απορροφήθηκε έως τον Απρίλιο του 1967 ανήλθε σε 69,2 εκατ. δολ. που αντιστοιχούσε στο 55,4% περίπου της συνολικής χρηματοδότησης. 
Στη μειωμένη και με καθυστέρηση απορρόφηση της οικονομικής ενίσχυσης συνέτεινε και η πολιτική αστάθεια που επικρατούσε τη δεδομένη χρονική περίοδο. Από την έναρξη σε ισχύ του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου έως το έτος 1967 όπου θα συμπληρωνόταν η πενταετής διάρκειά του είχαν σχηματισθεί 11 διαφορετικές κυβερνήσεις και εναλλάχθηκαν στην εξουσία 9 φυσικά πρόσωπα. Ειδικότερη όξυνση του πολιτικού κλίματος και έντονη κυβερνητική αστάθεια σημειώθηκε κατά τη διετία 1965-67, όπου παρατηρείται εναλλαγή 5 διαφορετικών κυβερνήσεων. Επιπρόσθετοι λόγοι καθυστέρησης της εισροής της χρηματοδότησης ήταν η ελλιπής σύνταξη σχεδίων ως προς τα οικονομοτεχνικά στοιχεία τους, οι προσπάθειες για τη χορήγηση των υπολοίπων 75 εκατ. δολ. που προσέκρουαν στη βούληση της ΕΤΕ για χρηματοδότηση μεγάλων έργων σε αντίθεση με το ενδιαφέρον που υπήρχε από ελληνικής πλευράς για χρηματοδότηση σχεδίων μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και οι δυσχέρειες της οικονομικής πολιτικής σχετικά με το ύψος της εθνικής συμμετοχής που αντιστοιχούσε στο 40%, το οποίο ο κρατικός προϋπολογισμός αδυνατούσε να καλύψει.
Με την κατάργηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, το υπόλοιπο ποσό, ύψους 55,8 εκατ. δολ. δεσμεύτηκε από την ΕΤΕ λόγω παύσης εφαρμογής της Συμφωνίας. 
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στην πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Συνδέσεως στις 2 Δεκεμβρίου 1974, η ΕΤΕ αποδέσμευσε τα υπόλοιπα 55,8 εκατ. δολ. της χρηματοδοτικής ενίσχυσης και ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ενός νέου χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου.
Σκοπός της χορήγησης του δεύτερου Χρηματοδοτικού Πρωτοκόλλου ήταν η χρηματοδότηση έργων που θα συνέβαλαν στην ταχεία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την περαιτέρω συμπληρωματικότητα της ελληνικής γεωργίας προς αυτήν της Κοινότητας. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών συμφωνήθηκε η χορήγηση από την ΕΟΚ μέχρι τις 31.10.1981 συνολικού ποσού 310 περίπου εκατ. δολ. 
Από το συνολικό αυτό ποσό, ποσοστό 80,5% θα χορηγούνταν υπό μορφή δανειοδότησης από την ΕΤΕ, ποσοστό 16% υπό μορφή μη επιστρεπτέας οικονομικής ενίσχυσης και ποσοστό 3,5% υπό μορφή δανειοδότησης, για τον εκσυγχρονισμό του γεωργικού τομέα, με ειδικούς ευνοϊκούς όρους. Το δεύτερο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο υπογράφηκε στις 28.2.1977. 

Η διαχείριση των δύο χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων αποτέλεσε την πρώτη επαφή της παραδοσιακής ως τότε δημόσιας διοίκησης με πιο σύγχρονες διαδικασίες και μεθόδους εργασίας. Ο χαμηλός ρυθμός απορρόφησης του πρώτου χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου αποδίδεται σε διοικητικό επίπεδο στην υστέρηση του προγραμματισμού των έργων, στην έλλειψη εμπεριστατωμένων τεχνοοικονομικών μελετών, στις ελλείψεις σε κατάλληλο προσωπικό και στην έλλειψη κατάλληλων φορέων εκτέλεσης και λειτουργίας των έργων. Οι ανωτέρω ελλείψεις σε συνδυασμό με την πολιτική και οικονομική αστάθεια της πιο κρίσιμης ίσως για την απορρόφηση του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου χρονικής περιόδου, από τα μέσα του 1963 έως τις αρχές του 1967, συνέθεσαν τους λόγους της βραδύτητας με την οποία εφαρμόστηκε το οικονομικό πρωτόκολλο με συνέπεια τη μειωμένη απορρόφηση του εγκεκριμένου δανείου και την απώλεια της ευχέρειας προσφυγής στην ΕΤΕ για την ανάληψη περαιτέρω χρηματοδοτικής ενίσχυσης. 
Αντίστοιχες καθυστερήσεις και ελλείψεις παρατηρήθηκαν και στην απορρόφηση του δεύτερου χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου οι οποίες αφορούσαν στο περιορισμένο, μόλις τεσσάρων ετών, χρονικό διάστημα αξιοποίησής του, στη μη υποβολή ολοκληρωμένων μελετών σκοπιμότητας και στην υποχρέωση συμμόρφωσης με νέους όρους για την Ελλάδα όπως τον έλεγχο εκτέλεσης των έργων, τους όρους δημοπράτησης μερικών εξ αυτών και τη συμπληρωματικότητα της γεωργίας προς αυτήν της Κοινότητας. 

* Διδάκτορας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ιδρυτικό μέλος του Διοικητικού Επιμελητηρίου. Στέλεχος Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους Υπουργείου Οικονομικών.

Ετικέτες: