Δημήτρης Αντ. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

Αλλαγή φρουράς

  • Τρίτη, 8 Μαρτίου, 2022 - 06:22

Τελευταία φορά είχα πάει πριν από σχεδόν μισό αιώνα, όταν ήταν νήπια τα παιδιά μου, να χαζέψω την αλλαγή φρουράς στο μνημείο τού άγνωστου στρατιώτη. Πήγα λοιπόν, ύστερα από μισό αιώνα προ ημερών. Και, ωριμότερος τώρα, άρχισα να κάνω κάποιες σκέψεις. Οι κινήσεις των τσολιάδων ήταν άψογες, με απόλυτη ακρίβεια και συντονισμό. Καλά εκπαιδευμένοι. "Σαν ρομπότ", σκέφτηκα θαυμάζοντας. Κι αμέσως πέρασε από τη νου μου το ερώτημα: "Τι θαυμάζομε; να φερόμαστε σαν ρομπότ ή να κατασκευάζουμε ρομπότ που να συμπεριφέρονται απαράλλακτα όπως οι άνθρωποι;" Και αμέσως μετά, σαν μια αλυσίδα συνειρμών αναρωτήθηκα: "Θαυμάζομε ένα λουλούδι και λέμε: Σαν ψεύτικο είναι! Και θαυμάζομε ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα στο σχήμα άνθους και θαυμάζομε: Σαν αληθινό είναι!" Τελικά, τι θαυμάζομε; Τη φύση ή τα κατασκευάσματά μας που μοιάζουν με τα φυσικά φαινόμενα; Και από τη στιγμή που θαυμάζομε, γεννιέται το ερώτημα, τι επιδιώκομε; Να μιμούμαστε τη φύση ή να πιέζουμε τη φύση να μοιάζει με τα κατασκευάσματά μας.

Καθένας μας είναι ένα νοητό ον, που προσπελάζεται μόνο από τον εαυτό του. Είμαστε όμως και ένα αισθητό, φυσικό ον που υποχρεωτικά υποτάσσεται στους φυσικούς, συμπεριλαμβάνοντας τους βιολογικούς, νόμους. Είμαστε ακόμη ένα κοινωνικό ον που υπακούει στους κοινωνικούς νόμους. Εδώ πρέπει να σταματήσουμε για λίγο. Υπάρχουν ζώα που ζουν κοινωνικά, όπως κάποια έντομα. Δηλαδή καθένα κάνει διαφορετικό έργο, όλα μαζί όμως εξυπηρετούν κοινό σκοπό. Αυτή η κοινωνική συμπεριφορά τους όμως είναι συνάμα φυσική, δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Η δική μας συμπεριφορά όμως περιλαμβάνει την ελευθερία επιλογής. Αν θέμε τρώμε από τον απαγορευμένο καρπό, αν δεν θέμε δεν τρώμε. Το φυσικό είναι, όταν πεινάσουμε να φάμε. Ο θείος όμως νόμος λέει μη φάτε.  Όταν λέω θείος εδώ, εννοώ την αυτόματη βούληση της κοινωνίας, του λαού. Σωστά λέγεται "φωνή λαού, οργή Θεού". Τους κοινωνικούς νόμους, εμείς οι άνθρωποι τους φτιάχνομε. Κι όμως είναι πάνω από εμάς. Ακόμη και στις πιο απόλυτες μοναρχίες, η κοινωνική βούληση δεν συμπίπτει απόλυτα με εκείνη του μονάρχη. Ακόμη κι όταν ο Louis XIV έλεγε "L' Éetat c'  est moi", το κράτος είμαι εγώ, αυτό φυσικά δεν ίσχυε. Το ίδιο ίσχυε και για τους Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Οθωμανούς κλπ αυτοκράτορες κι ερχόταν κάποιος υφιστάμενος και τους ανέτρεπε. Και ο τελευταίος δικός μας βασιλιάς εξέθρεψε ένα στρατό για να τον προστατεύει από την εχθρική βούληση μερίδας του λαού και αυτός ο στρατός τον καθαίρεσε.

Το ερώτημά μου όμως είναι τι πραγματικά θαυμάζομε και τι επιδιώκομε; τη φύση ή τα κατασκευάσματά μας; Τα κατασκευάσματά μας μπορούν να ακολουθούν αιώνια νοητά πρότυπα, αιώνια, όπως ήταν οι ιδέες του Πλάτωνα. Ή μπορούν να ακολουθούν τα φυσικά πρότυπα. Οι νόμοι μας είναι βέβαια συμφωνίες μας που περισσότερο ή λιγότερο εκόντες κάναμε. Αυτές λοιπόν μπορεί να είναι μαθηματικά κατασκευασμένοι νόμοι, χωρίς καμιά εσωτερική αντίφαση, που προβλέπουν κάθε ενδεχόμενο και δίνουν λύση χωρίς αμφισβητήσεις, όπως αν αναθέσουμε τη διοίκησή μας σε ανώνυμα ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη, σαν την κοινωνά του Big Brother του G. Orwell. Ή μπορεί να είναι μια αναζήτηση της βούλησης του λαού, και θεσμοθέτησή της, όπως διαρκώς διαμορφώνεται αυτόματα χωρίς να την  υπαγορεύει κανένας, περίπου όπως ήταν στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία (που φυσικά δεν είχε τελειωθεί, αφού δεν αναγνώριζε πολίτες της τις γυναίκες, του δούλους, τους μέτοικους και θεωρούσε ότι ηγεμονεύει πάνω στους συμμάχους της). Το ίδιο ισχύει και με τη γλώσσα μας, εννοώ τις γλώσσες όλου του κόσμου, που διαμορφώνονται διαρκώς αυτόματα, σε αντιδιαστολή με τη γραφή της και την επίσημη εκδοχή της, που θεσμοθετούνται. παριστάνοντας λιγότερο ή περισσότερο πιστά τη γλώσσα που μιλιέται. Όταν λέω αυτόματα, εννοώ, χωρίς τη δική μας παρέμβαση, με βάση αφενός τη φυσιολογική λειτουργία των φωνητικών μας οργάνων (γλώσσα κλπ) και αφετέρου τις κοινωνικές ανάγκες που δημιουργούν ολοένα νέες έννοιες που πρέπει να συμβολισθούν με λέξεις.

Οι άνθρωποι, χάρη στην ιδιαίτερα ευκίνητη κατασκευή των φωνητικών οργάνων μας και την ικανότητα να σχηματίζουμε δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, μπορούμε να αρθρώνουμε λέξεις. Αρχικά είναι μιμήσεις είτε φυσικών φαινομένων, υλικών και ενεργειακών, ή μιμήσεις των λέξεων που λένε άλλοι μιμούμενοι κι αυτοί με το δικό τους τρόπο τα φαινόμενα. Ανταλλάσσοντας λέξεις που συμβολίζουν τα παραπάνω, σχηματίζουν παραστάσεις που καθεμιά ανταποκρίνεται αρκετά, όχι πλήρως, στις προφερόμενες λέξεις. Ομαδοποιούν μετά λέξεις με παραπλήσιες έννοιες και σχηματίζουν κατηγορίες. Οι κατηγορίες του Αριστοτέλη είναι σχετικά λίγες και συγγενεύουν με τις ιδέες του Πλάτωνα, καθώς λόγω του μεγάλου πλήθους των εννοιών που εκπροσωπούν είναι σχετικά αναλλοίωτες με το χρόνο. Οι Πλατωνικές ιδέες ήταν βέβαια εντελώς άφθαρτες, τέλειες, χωρίς συγχύσεις μεταξύ τους και θεωρούσε ότι προϋπήρχαν πριν από τις αντίστοιχες αισθητές εικόνες. Η σχέση τους με την αισθητή πραγματικότητα είναι παρόμοια όπως και η σχέση των ανθρώπινων κατασκευασμάτων προς τις φυσικές δημιουργίες.

Οι ιδέες μπορούν να είναι τόσο τέλειες, που να μην έχουν μεταξύ τους αντιφάσεις ούτε πιθανότητες σφάλματος που ενέχει ο αισθητός κόσμος. Το ίδιο ισχύει και μεταξύ του τεχνητού δικαίου και του φυσικού δικαίου, της ηθικής, της διάχυτης βούλησης των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία. Οι ηθικοί κανόνες υπάρχουν, αλλά δεν είναι προφανείς σε καθέναν, που νοιώθει μια εσωτερική, εντελώς δικιά του επιταγή για το τι πρέπει να κάνει. Σε κάθε κοινωνία σε κάθε εποχή ισχύουν τέτοιοι κανόνες, που όμως, καθώς δεν είναι ακριβώς ίδιοι για την αντίληψη καθενός, ενέχουν αντιφάσεις και ασάφειες. Και τώρα έρχεται το δίκαιο που, ιδανικά, δεν έχει ούτε ασάφειες ούτε αντιφάσεις. Ωστόσο, δεν αντιστοιχεί ακριβώς στο στοχαστικό μέσο όρο της ανθρώπινης βούλησης κι αν σε κάποια στιγμή πλησιάζει πολύ, στην άλλη απομακρύνεται, καθώς η βούληση των πολιτών αλλάζει διαρκώς, ανάλογα με τις φυσικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζουν.

Με τα παραπάνω εννοώ ότι οι τεχνητές συνθήκες, σαν των ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη, την τεχνητή παραγωγή ομορφιάς στην τέχνη, το τεχνητό δίκαιο, είναι απαραίτητες. Αλλά δεν μπορούν να μένουν αναλλοίωτες, καθώς, για να ικανοποιούν το σκοπό τους, πρέπει να αντιστοιχούν σε σημαντικό βαθμό με την αισθητή και διαρκώς μεταβαλλόμενη αντικειμενική πραγματικότητα. Αν αυτής οι ανάγκες δεν ικανοποιούνται, ο τεχνητός κόσμος είναι άχρηστος. Και αν ο τεχνητός κόσμος δεν μειώνει τις αντιφάσεις, τις ασάφειες, τα σφάλματα, χωρίς να απομακρύνεται από τη φυσική πραγματικότητα, γίνεται άχρηστος ή και ολέθριος. Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μ΄ αυτό το δυισμό.