Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ.καθηγητή καρδιολογίας

Ρουφιάνος

  • Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου, 2019 - 06:22

Σπιούνος, καταδότης, λέει το λεξικό στη λέξη ρουφιάνος. Eγείρει ηθικά διλήμματα. Στην ακραία περίπτωση είναι ο κοινός προδότης, o Εφιάλτης, ο Ιούδας. Καταδικαστέος από όλους. Έχω ακούσει πως ο Φίλιππος, πλήρωνε προδότες, αλλά όταν καταλάμβανε μια πόλη, τους απέπεμπε ή τους εκτελούσε. Δικαίως. Αν κάποιος προδίδει την πατρίδα του για χρήματα, γιατί δεν θα προδώσει και τον πρώην εργοδότη του, αν του δοθούν παραπάνω; Άλλη περίπτωση είναι του κουκουλωμένου, για να μην αναγνωρίζεται, που δείχνει αμίλητος στον κατακτητή ποιον από τους ομήρους να εκτελέσει. Δεν έχει το παραμικρό ελαφρυντικό ούτε καν το θάρρος της ταυτότητάς του. Κάτι παρόμοιο είναι ο ανώνυμος που με μια καταγγελία του στην αστυνομία, στο ολοκληρωτικό κράτος, αναφέρει ότι κάποιος σκέφτεται αντεθνικά. Σχηματίζεται φάκελος, το θύμα δεν έχει ιδέα, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, όταν θελήσει να καταλάβει μια δημόσια θέση, τον συνοδεύει ένα πιστοποιητικό εθνικού φρονήματος που μπορεί να είναι απαγορευτικό. Στη χειρότερη περίπτωση, ιδίως αν συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, οδηγείται στη φυλακή, εξορία ή στο απόσπασμα. Ακόμη και ως εδώ μπορεί να υπάρχει δίλημμα. Αν ο καταδότης είναι και ο ίδιος θύμα, αν υπάρχει ένα πιστόλι κρατημένο στον κρόταφό του ή αν έχουν συλληφθεί η γυναίκα του και τα παιδιά του και απειλούνται αν δεν καταδώσει, αυτά είναι σοβαρά ελαφρυντικά στοιχεία πριν τον καταδικάσουμε.

Τα συνηθισμένα προβλήματα όμως είναι σε ομαλές συνθήκες. Κάποιος κάνει μια παράβαση. Εγώ τη βλέπω. Να τον καταδώσω στην αστυνομία; Οι νόμοι είναι για να προστατεύουν το σύνολο. Η παράβασή τους σημαίνει ότι το σύνολο υφίσταται κάποια απειλή. Και η βίαιη αντίδραση σε μια απειλή που είναι παρούσα και άδικη, ακόμη και αν στρέφεται σε τρίτον, είναι άμυνα, η μόνη περίπτωση που δικαιολογείται ηθικά βία. Μόνο που στην άμυνα δεν αποσοβείται μια άδικη πράξη, απλώς αλλάζει το θύμα. Στην περίπτωση όμως που συζητώ η άδικη πράξη έχει ήδη συντελεσθεί. Γίνεται για πρόληψη. Και να το δίλημμά μου, που προέκυψε σε πολλούς με την ευκαιρία των μέτρων που έχουν ληφθεί κατά του καπνίσματος.

Κάθε απαγόρευση είναι δυσάρεστη. Ωστόσο, επιβάλλεται στην ιδανική πολιτεία για κάποιο σημαντικό γενικό όφελος. Κάθε απαγόρευση, ωστόσο, οφείλει να συνδέεται αφενός με μια ποινή, και αφετέρου με έναν τρόπο να ελέγχεται η εφαρμογή της. Από την αρχαιότητα είχε γίνει σαφές πόσο δυσάρεστη είναι η εφαρμογή της ποινής όχι μόνο σ΄ αυτόν που την υφίσταται, αλλά και σ΄ αυτόν που την εκτελεί. Γι΄ αυτό είχαν ξεχωρίσει τους δικαστές που αποφασίζουν μια καταδίκη, από τους τελεστές της ποινής, τους δημίους. Αν οι δικαστές ήταν υποχρεωμένοι να εκτελέσουν οι ίδιοι τους καταδικασμένους τους, αμφιβάλλω αν θα υπήρχε ποτέ καταδίκη. Το πρακτικά δύσκολο είναι βέβαια η επιτήρηση. Έχομε γι΄ αυτό το σκοπό την αστυνομία. Δεν επαρκεί να βρίσκεται σε κάθε σημείο και να ελέγχει. Ούτε θα δεχόμαστε να γεμίσουν οι δημόσιοι χώροι από κάμερες που παρακολουθούν κάθε μας ενέργεια. Αυτό είναι αστυνομικό κράτος. Αν όμως δεν κάνουν την επίβλεψη οι αστυνομικοί, μένει να την κάνουν οι ίδιοι οι πολίτες. Βλέπω κάποιον στο απέναντι σπίτι να παρανομεί, να ληστεύει, να βιάζει. Δεν προλαβαίνω ή δεν μπορώ να κάνω κάτι ο ίδιος. Το βρίσκω ηθική υποχρέωση να καλέσω την αστυνομία. Στο παράδειγμα για το κάπνισμα, αυτό βλάπτει πρώτιστα τον καπνιστή. Βλάβη θανάσιμη κι όμως δεν αρκεί για να αποτρέψει τον καπνιστή. Το κάπνισμα είναι μια έξη, που αυτοσυντηρείται. Η διακοπή του συνεπάγεται δυσάρεστες ψυχολογικές καταστάσεις, που ο μόνος τρόπος να αντιμετωπισθούν είναι με λίγες ρουφηξιές καπνού. Η απαγόρευση σε τέτοιες καταστάσεις μπορεί να έχει δυσάρεστες κοινωνικές συνέπειες, όπως η ποτοαπαγόρευση στην Αμερική. Και το ποτό δημιουργεί μια έξη σαν το κάπνισμα, μόνο που μια μικρή δόση, λίγο κρασάκι, έχει ευχάριστες ή και ωφέλιμες συνέπειες. Το κάπνισμα δεν ωφελεί κανέναν πλην του καπνοβιομηχάνου. Πέρα από τον ίδιο τον καπνιστή όμως, το κάπνισμα βλάπτει και τους άλλους. Πρώτο, είναι ενοχλητικό στον μη καπνιστή να μπαίνει σε ένα χώρο ντουμανιασμένο από τον καπνό. Δεύτερο, έχει αποδειχθεί πως και το παθητικό κάπνισμα, έχει βλαπτικές συνέπειες για την υγεία. Ο πελάτης σε ένα μπαρ με καπνιστές πηγαίνει για λίγες ώρες κατά αραιά διαστήματα. Αλλά οι εργαζόμενοι, καθημερινά έκθετοι για πολλές ώρες, τι φταίνε; Πέρα από αυτά, το κάπνισμα είναι μια επιδημία μεταδιδόμενη με την όραση. Κανένας δεν αρχίζει να καπνίζει αν δεν έχει δει κάποιον άλλον να καπνίζει. Δεν υπήρχε κάπνισμα πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής. Μήπως θα έπρεπε να εφαρμόσουμε απομόνωση στον καπνιστή, όπως θα κάνουμε αν καταπλεύσει στο λιμάνι του Πειραιά κάποιος με χολέρα; Να καταγγείλω τον καπνιστή για να τον σώσω και να σώσω τους άλλους;

Επανέρχομαι όμως στο ηθικό ζήτημα. Είμαι ηθικά δικαιολογημένος, αν καταγγείλω στον αριθμό της αστυνομίας την ύπαρξη ενός καπνιστή σε απαγορευμένο χώρο ή είμαι σαν τον Ιούδα και τον Εφιάλτη; Το πρώτο που σκέφτομαι είναι πως κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει υπεύθυνα, που σημαίνει επώνυμα, να μιλήσω ο ίδιος στον καπνιστή, όχι ότι με ενοχλεί, αλλά ότι παρανομεί. Και να υποστώ την ενδεχομένως δυσάρεστη αντίδρασή του. Δεύτερο, αν δεν συμμορφωθεί ή αν υπάρχουν πολλοί καπνιστές στον κλειστό χώρο, υπεύθυνοι δεν είναι αυτοί, αλλά ο μαγαζάτορας. Σ΄ αυτόν πρέπει λοιπόν να μιλήσω. Αν το κατάστημά του έχει κριθεί πως είναι για μη καπνιστές, αυτός έχει την ευθύνη να ζητήσει από τους πελάτες να σβήσουν το τσιγάρο, όχι να τους πάει τασάκι. Το έκανα μια φορά και η απάντηση ήταν: "Αυτοί που θέλουν να καπνίσουν είναι περισσότεροι από τους μη καπνιστές και στους περισσότερους από τους τελευταίους το κάπνισμα δεν είναι ανυπόφορο". Εδώ το δίλημμά μου είναι μικρότερο. Ο καταστηματάρχης που παρανομεί δεν το κάνει επειδή έχει μια έξη που, ομολογουμένως, είναι δύσκολο να ξεφύγει, όπως ο καπνιστής, αλλά για το κέρδος. Όταν συνέβηκε το περιστατικό, δεν τον κατάγγειλα - δεν υπήρχε άλλωστε τότε ο αριθμός τηλεφώνου για την καταγγελία - ωστόσο δεν ξαναπήγα στο μαγαζί του. Αυτό όμως δεν αρκεί. Όχι, όταν η καταγγελία γίνεται επώνυμα, και ο καταγγελέας μπορεί να υφίσταται άμεσα τις συνέπειες της πράξης του, δεν θα τον θεωρούσα κατάπτυστο ρουφιάνο. Η πολιτεία χρειάζεται την ενεργό συμμετοχή των πολιτών της για να λειτουργήσει σωστά. Μένει τούτο: Επιβλήθηκε η απαγόρευση από ένα δείγμα της κοινωνίας που εκφράζει αξιόπιστα τη βούληση του συνόλου;

Διαβάστε ακόμα