Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

Μιλάμε σωστά

  • Τρίτη, 24 Σεπτεμβρίου, 2024 - 06:22

Όταν το παιδί πηγαίνει για πρώτη φορά στο σχολείο, ξέρει να μιλάει. Έχει μάθει από τους γύρω του, μητέρα, άλλα μέλη του περιβάλλοντός, πατέρα, αδέλφια, παππουδογιαγιάδες, θείους, γειτονόπουλα κλπ. Στο σχολείο πηγαίνει πρώτιστα για να μάθει να γράφει. "Γράμματα, σπουδάσματα, του Θεού τα πράματα!". Πρωταρχικός σκοπός είναι να μπορεί να επικοινωνεί.

Πρέπει να μάθει να μιλάει και να γράφει "σωστά", δηλαδή με επικοινωνιακή επάρκεια. Για τη γραφή υπάρχουν κανόνες. "Ό,τι μπορεί να περιγραφεί, οι μηχανές (π.χ. Google) μπορούν να το κάνουν καλύτερα" (Κασπάροφ, Г. Каспа́ров). Γιατί λοιπόν να με απασχολεί; Για τη μιλιά όμως, ποιος υπάρχει; Η μιλιά εκφράζει τη σκέψη, το συναίσθημα, τη βούληση, μοναδικά στον καθένα, απροσπέλαστα στη μηχανή. Η "σωστή" γραφή μπορεί θεωρητικά να μαθαίνεται. Κι όμως 2 αιώνες από την απελευθέρωσή μας με υποχρεωτική εκπαίδευση σύμφωνα με τους κανόνες, μια μειονότητα μόνο (<24% εκείνων με υπερδωδεκαετή εκπαίδευση, σύμφωνα με μια περιορισμένη έρευνα, "φωνητική γραφή" dimitrissideris.wordpress.com) μπορεί να γράφει σωστά. Αν είχε καταργηθεί η υποχρεωτική χρήση της ιστορικής ορθογραφίας, όπου γράφομε όπως θα μιλούσαν οι πρόγονοί μας και όχι όπως μιλάμε εμείς σήμερα, το ποσοστό των ανορθόγραφων θα μειωνόταν στο στατιστικά ασήμαντο ήδη μετά την πρώτη δημοτικού. Το να μιλάμε όμως σωστά πώς εξασφαλίζεται;

Ένας τρόπος είναι η εκπαίδευση στην προγονική γραμματεία. Δε χρειάζεται να τη γράφουμε, αρκεί να τη διαβάζουμε. Η ανάγνωσή της είναι εύκολη, διότι κάθε γραπτό σύμβολο ένας μόνο τρόπος υπάρχει να διαβάζεται. Η γραφή της όμως είναι δύσκολη, διότι κάθε φθόγγος έχει πολλαπλούς τρόπους να γραφεί. Για να εκφραζόμαστε όμως σωστά, αρκεί η ανάγνωση, με την οποία εμπλουτίζομε το λεξιλόγιό μας με λέξεις καλοδουλεμένες σε μακρά παράδοση, τόσο που οι ξένοι ανατρέχουν στη γλώσσα μας για να βαφτίσουν κάθε νέα έννοια που παράγουν. Ο άλλος τρόπος είναι να είμαστε δεκτικοί στις εισαγόμενες ξένες λέξεις και, αν είναι δυνατό, να τις προσαρμόζουμε στη δική μας γραμματική για να τις κάνουμε πιο εύχρηστες. Η αγράμματη γιαγιά μου έλεγε το "καλοριφέρι" που είχε γνωρίσει στο Παρίσι. Γιατί να μη λέμε κι εμείς σήμερα το "ιντερνέτι"; Η εκμάθηση της σωστής μιλιάς όμως έχει τεράστιες δυσκολίες.

Συχνά παραπονιόμαστε ότι η πανεπιστημιακή παιδεία μας έχει παρακμάσει. Έχω πάρει σύνταξη εδώ και 2 δεκαετίες κι έτσι δεν ξέρω το σημερινό επίπεδο της τριτοβάθμιας παιδείας μας. Θυμάμαι όμως πολύ καλά το επίπεδο των δικών μου καθηγητών όταν ήμουν φοιτητής. Ένας καθηγητής μας της βιολογικής χημείας μας δίδασκε με παλλόμενη από εθνική υπερηφάνεια φωνή πως "Η Ελλάς κατέχει εν τω κόσμω οίαν θέσιν κατέχει ο άνθραξ εις το περιοδικό σύστημα". Και η ογκώδης (>1000 σελίδων) Βιολογική Χημεία του κατέληγε κάπως έτσι: "Ούτως αποδεικνύεται ότι υπάρχει Θεός!". Και θυμάμαι έναν άλλον καθηγητή που μας έλεγε: "Η Κηφισία και άλλα παραθαλάσσια μέρη" ή "Ο σκώληξ και άλλα ερπετά". Ο αδελφός μου ήταν φοιτητής πολιτικός μηχανικός. Θυμάμαι το σύγγραμμα ενός καθηγητή του που αναφερόταν σε "ευκολομεταφερώσιμα υλικά" και έγραφε για "Πλουτώνια πετρώματα (Πλούτων ο θεός του υποκόσμου)".

Πώς μαθαίνεται η ακριβολογία στην έκφραση; Τώρα δεν υπάρχουν κανόνες όπως εκείνοι για τη γραφή. Υπάρχουν βέβαια οι γενικοί λογικοί κανόνες. Αυτό σημαίνει ασφαλώς μεγαλύτερη έμφαση στην εκμάθηση των κανόνων του συντακτικού μάλλον παρά της γραμματικής που αφορά την ορθογραφία. Αλλά, φυσικά, δεν επαρκεί. Και οπωσδήποτε δεν βοηθά, μάλλον βλάπτει, ο εθισμός στον παραλογισμό. Ενώ είναι λογικό, το Μ πριν από το Α να προφέρεται ΜΑ, είναι παράλογο το Α πριν από το Ι να προφέρεται Ε, αντί να προφέρεται ΑΪ. Και ο μικρός μαθητής που ρουφάει σα σφουγγάρι ό,τι παρατηρεί γύρω του εθίζεται στον παραλογισμό, στην έκφραση χωρίς λογικούς κανόνες.

Ακόμη πιο δύσκολη είναι η μιλιά που εκφράζει τη "συναισθηματική νοημοσύνη", κυρίως δηλαδή της ποίησης. Στα παραπάνω παραδείγματα των καθηγητών μου επικαλούμαι τους κανόνες της λογικής, στην ποίηση όμως μεγάλοι ποιητές ανήγειραν τον παραλογισμό σε κορυφαία ύψη, αρχίζοντας από τον Μπρετόν (A. Breton) και τους λοιπούς σουρεαλιστές, που συνιστούν την εκούσια κατάργηση των λογικών κανόνων στην έκφραση, έτσι που να προκύψει ό,τι "πραγματικά" υπάρχει μέσα μας. Και οι κανόνες τους μεταφέρθηκαν και στις λοιπές μορφές των καλών τεχνών. Οι πηγές του σουρεαλισμού υπάρχουν ήδη στη Βυζαντινή εικονογραφία. Ο Βυζαντινός αγιογράφος ζωγραφίζει χωρίς μοντέλο. Οι εικόνες του δεν μοιάζουν με ό,τι βλέπει, αλλά με ό,τι υπάρχει στη φαντασία του, πιθανώς με ό,τι φαντάζεται πως "βλέπει" ο απέναντι Θεός. Έτσι, τα απόμακρα μέρη, αντί να παρουσιάζονται μικρότερα από τα κοντινότερα, όπως στην τυπική προοπτική και στη φωτογραφία, παρουσιάζονται μεγαλύτερα (ανάστροφη ή Βυζαντινή προοπτική). Και η έκφραση των σουρεαλιστών συγγραφέων προσπαθεί να παρουσιάσει τι υπάρχει στη φαντασία του εκφραστή, χωρίς τη λογοκρισία των λογικών κανόνων. Ήλθε όμως ο Φρόυντ (S. Freud) και απέδειξε ότι αυτού του είδους η φαντασία, όπως υπάρχει στα όνειρα, αλλά και ασυνείδητα κάθε στιγμή μέσα μας, δεν είναι χωρίς κανόνες, αλλά υπόκειται σε ένα δίκτυο ισχυρών βουλητικών και συναισθηματικών δεσμών. Το υποσυνείδητο, υπέδειξε τρόπο (την ψυχανάλυση), για να το φέρει στην επιφάνεια, κάτω από τον έλεγχο της συνείδησης, της λογικής. Η εκπαίδευση στη "συναισθηματική νοημοσύνη" μπορεί να γίνει φέρνοντας τους μαθητές σε επαφή με τους ποιητές, ζωγράφους κλπ που την εκφράζουν. Θυμάμαι ένα μαθητή, δυο χρόνια νεότερό μου στο σχολείο που δεν ήταν κακός μαθητής, οπωσδήποτε όμως δεν ήταν βαθμολογικά "άριστος" . Αυτός στη ζωή του αποδείχτηκε σπουδαίος ποιητής-στιχουργός που εξέφραζε τα συναισθήματα του λαού στα όρια της λογικής και του υποσυνειδήτου. Λεγόταν Μάνος Ελευθερίου. Τα πολυάριθμα δημιουργήματά του έγιναν πασίγνωστα σε όλο, τον Ελληνικό τουλάχιστον, λαό, ιδίως επενδυμένα με την κατάλληλη μουσική.

Στους μαθητές πρέπει να δίνεται η ευκαιρία να ανακαλύψουν κρυμμένα εκφραστικά ταλέντα τους στη μουσική, στο χορό κλπ. Αν δεν έχουν τη θέληση ή το ταλέντο να ασχοληθούν δημιουργικά, χαίρονται πάντως με τα μουσικά και χορευτικά αριστουργήματα, τόσο τα έξωθεν εισαγόμενα, π.χ. από τη Δύση, όσο και τα παραδοσιακά. Αυτά έχουν φθάσει ως εμάς από τα Βυζαντινά χρόνια με την εκκλησιαστική μουσική, συνεχιστή της αρχαιοελληνικής, αλλά και νεότερα. Στο τρίστρατο των τριών Ηπείρων, η δημοτική και λαϊκή (αστική δημοτική) μουσική μας είναι ένα θαυμάσιο πάντρεμα εκκλησιαστικής, ντόπιας ανώνυμης παράδοσης, βαλκανικής, ανατολίτικης που έφτασε ως εμάς κυρίως με τους μετανάστες Μικρασιάτες, αλλά και της δημοτικοποιημένης δυτικής από τα Ιόνια νησιά.

Πώς θα μάθουμε να μιλάμε σωστά;

Διαβάστε ακόμα