Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

Η καταγωγή μας

  • Σήμερα - 6:22

Υπάρχουν πάμπολλες μυθολογίες για το πώς δημιουργηθήκαμε οι άνθρωποι. Οι πιο οικείες μας είναι βέβαια η Ελληνική και η Εβραϊκή. Οι μύθοι δεν είναι ασφαλώς ιστορίες. Οι ιστορίες είναι επιστήμη. Διασταυρώνουν πληροφορίες κυρίως γραπτές με ευρήματα αρχαιολογικά, σχηματίζουν υποθέσεις και προσπαθούν να τις τεκμηριώσουν με τα δεδομένα που διαθέτουν. Οι μυθολογίες μπορεί να στηρίζονται σε κάποια σημαντικά πραγματικά δεδομένα αλλά περιβάλλονται από πλήθος συναισθηματικά στοιχεία, όπως ανθρωπομορφισμούς κλπ. Παραδίδονται προφορικά, ώσπου κάποιος να καταγράψει τους μύθους που επικρατούν εκείνο τον καιρό. Στο μεταξύ ενσωματώνουν τις παραλλαγές που προστίθενται σαν ολοκλήρωμα των συναισθημάτων των λαών που πίστευαν σ΄ αυτούς.

Η αρχή του κόσμου τόσο στην Ελληνική όσο και στην Εβραϊκή μυθολογία έγινε από τη Γη και τον Ουρανό. Στην Ελληνική μυθολογία, ο Ουρανός ερωτεύτηκε τη Γη (Ησίοδος). Κεραυνοβόλος κυριολεκτικά έρωτας. Θορυβώδης. Βροντές, αστραπές, κεραυνοί. Από το σπέρμα του Ουρανού, σα βροχή, γονιμοποιήθηκε η Γη και γέννησε ό,τι βλέπομε γύρω μας. Στην Εβραϊκή μυθολογία όμως ο Ουρανός και η Γη ήταν όχι γενάρχες, αλλά γεννήματα του Θεού. Οπωσδήποτε στους Έλληνες, με γνωστή γενεαλογία αθανάτων και πολέμους μεταξύ τους, οι θεοί έπλασαν από πηλό την πρώτη γυναίκα, την Πανδώρα. Την παντρεύτηκε ο, κάπως μπουνταλάς, Επιμηθέας, κι αυτή με τα χαρακτηριστικά της περίεργης γυναίκας, παραβίασε τους κανόνες, άνοιξε το κουτί που δεν έπρεπε, και απελευθέρωσε στον κόσμο τα όρνια όλων των κακιών που κατατρύχουν την ανθρωπότητα. Αιτία των ανθρώπινων δεινών ήταν και η πρώτη γυναίκα κατά τη Γένεση, η Εύα. Από πηλό πάλι έπλασε ο Θεός το πρώτο ανθρώπινο ον, που ήταν όμως άντρας, ο Αδάμ, και από την πλευρά του έπλασε τη γυναίκα του.

Οι Πρωτόπλαστοι βίωσαν τρεις επιβολές. Μια διατροφική, να μη φάνε από τον απαγορευμένο καρπό της γνώσης· μια σεξουαλική, να μην περιφέρονται γυμνοί· και μια θανατερή, θα πεθάνουν αν παραβούν τη βασική απαγόρευση. Με αυτοσυγκράτηση, να μην τρώνε όλο το φαγητό τους, αλλά να το φυλάνε για να πολλαπλασιασθεί, πέτυχαν να γίνουν κοινωνία. Βόσκουν γιδοπρόβατα, αλλά απαγορεύεται να τα τρώνε κάποιες περιόδους, ώσπου να πολλαπλασιασθούν. Δεν τρώνε όλους τους καρπούς που παράγουν για να φυλάξουν κάποιους που θα τους σπείρουν για να βλαστήσουν ξανά. Με πρωτοβουλία της Εύας έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό, αλλά δεν πέθαναν. Τι ακριβώς σήμαινε όμως ο θάνατος που, λέει η Γραφή, είπε ο Θεός; Έχομε τρεις υποστάσεις, μια αισθητή, αντιληπτή από το σύμπαν, μια νοητή, αντιληπτή μόνο από τον εαυτό της και μια κοινωνική σε σχέση με την κοινωνία. Όλα τα ζώα κάποτε πεθαίνουν. Βιολογικά ζώο είναι και ο άνθρωπος. Κοινωνία δεν έχουν τα ζώα. Τα έντομα που έχουν κοινωνίες ενεργούν αυτόματα, αντανακλαστικά, δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Όταν πεθαίνει ένα ζώο, αρχίζει η αποσύνθεση και το σώμα του νεκρού γίνεται δυσώδες. Τα άλλα ζώα απλώς φεύγουν και εγκαταλείπουν το πτώμα να φθαρεί. Οι άνθρωποι όμως θάβουν το πτώμα σε μνήμα, επώνυμο τάφο. Οι άνθρωποι θυμούνται πως υπήρξε κάποτε ανάμεσά τους ο μακαρίτης και τώρα δεν υπάρχει, πέθανε, το λέει το μνήμα του. Τα ζώα δεν θυμούνται τίποτε από το ζώο που έπαψε να κινείται δίπλα τους, επομένως, αφού δεν θυμούνται, ούτε και πέθανε αυτό. Κοινωνικός θάνατος λοιπόν εγκαταστάθηκε μόνον αφού δημιουργήθηκε κοινωνία, δηλαδή αφού έφαγαν οι πρωτόπλαστοι τον απαγορευμένο καρπό. Στην αγέλη, πριν γεννηθεί κάποιος και αφού πεθάνει, δεν υπάρχει. Από τη στιγμή που γεννήθηκε η κοινωνία, πρέπει να υπάρχει στη μνήμη όλων η γενεαλογία του, οι πρόγονοι και οι απόγονοί του, για να μεταβιβάζεται η πολύτιμη αυτοπολλαπλασιαζόμενη περιουσία που έχει δημιουργηθεί, το κοπάδι των ζώων, η καλλιεργήσιμη γη. Για τους πρώτους που άρχισαν αυτή τη δραστηριότητα, κανένας δεν θυμάται ποιοι ήταν οι γονείς τους, διότι δεν υπήρχε λόγος να τους θυμάται. Όμως υπάρχουν. Και αφού δεν υπήρξαν γονείς τους, τους έπλασε μια υπερφυσική δύναμη. Επίσης από τότε κι έπειτα τους θυμούνται και μετά το βιολογικό θάνατό τους διότι έτσι οι απόγονοί τους ξέρουν ποια ήταν η περιουσία τους.

Τόσο η Εβραϊκή όσο και η Ελληνική μυθολογία περιγράφουν τις ενέργειες των πρώτων ανθρώπων. Πρώτοι άνθρωποι είναι οι παλιότεροι που τους θυμόμαστε επειδή έκαναν κάτι. Όμως υπήρχαν και άλλοι, που κανένας δεν τους θυμάται, ο ανώνυμος λαός. Οι Έλληνες λένε πως ο Δευκαλίωνας, εγγονός του τιτάνα Ιαπετού, μαζί με τη γυναίκα του, την Πύρρα, μετά τον Ελληνικό κατακλυσμό πετούσαν πέτρες από πίσω τους κι απ΄ όσες πετούσε εκείνος φύτρωναν άντρες, απ΄ όσες η Πύρρα γυναίκες. Η Γένεση αναφέρει τον ανώνυμο λαό, χωρίς να κάνει τον κόπο να εξηγήσει πώς βρέθηκαν αυτοί οι ανώνυμοι. Ο βοσκός Άβελ θυσίασε τα προβατάκια του κι ο Θεός δέχθηκε τη θυσία του. Μπορούμε να φαντασθούμε πως ο κόσμος αγόρασε τα προϊόντα του βοσκού. Δεν δέχθηκε όμως ο Θεός, δηλαδή η αγορά των ανθρώπων, τη θυσία του Κάιν με τα ζαρζαβατικά του και αυτός οργισμένος σκότωσε τον αδελφό του. Και η Γένεση συνεχίζει (Γεν, 4, 14) εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι, καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με, ἀποκτενεῖ με. Πού βρέθηκε αυτός ο "πας", ο οποιοσδήποτε που θα μπορούσε να σκοτώσει τον Κάιν; Προφανώς ήταν ένας από το πλήθος των ανωνύμων. Πάντως δεν μπορούσε να είναι απόγονος του Αδάμ και της Εύας.

Σήμερα ξέρομε πως το ζωικό γένος "Homo" υπάρχει πάνω στη γη εδώ και σχεδόν 2 εκατομμύρια χρόνια. Σ΄ αυτό το γένος ανήκει και ο Homo sapiens, το δικό μας είδος δηλαδή, εδώ και λίγες μυριάδες χρόνια. Η Γένεση περιγράφει τον τόπο όπου έζησαν οι πρώτοι άνθρωποι που θυμόμαστε, είναι η Μεσοποταμία.

Υπάρχουν περίπου 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι πάνω στη γη. Όλοι (σχεδόν) είναι γραμμένοι σε κάποια ληξιαρχικά μητρώα και επομένως δεν είναι ανώνυμος όχλος. Ωστόσο η ζώσα ιστορία, οι ειδήσεις που διασταυρώνονται στα μαζικά μέσα ενημέρωσης αφορούν σχετικά περιορισμένο αριθμό ατόμων, πολιτικών, επιστημόνων, καλλιτεχνών. Αυτοί είναι σήμερα εκείνοι που γνωρίζει ο κόσμος.

Πρέπει να σκεφτούμε πως αυτό το τεράστιο πλήθος των ανωνύμων έχουν τις ίδιες ανάγκες από φαγητό, έρωτα, ένδυση, στέγαση κλπ όπως και οι επώνυμοι. Δεν έχουν τις ίδιες γνώσεις και ικανότητες με τους επωνύμους. Θα πρέπει, συμπεραίνω, να δεχθούμε ότι επώνυμοι και ανώνυμοι έχουν ίση ισχύ βούλησης, αλλά διαφορετική ισχύ γνώσης.

Διαβάστε ακόμα