Καθημερινή συντροφιά

Ρεπορτάζ της "Κοινής Γνώμης" στα καφενεία της Σύρου

Καφενείο της γειτονιάς. Ανέκαθεν ένας χώρος που σύχναζαν οι άνδρες αξιοποιώντας τον ελεύθερο χρόνο τους, συνυπάρχοντας με φίλους με τους οποίους ανταλλάζουν απόψεις για πλήθος θεμάτων, κυρίως δε εκείνων που άπτονται της επικαιρότητας με τη συντροφιά πάντα ενός καλοψημένου καφέ.

Σε αυτά τα καφενεία της Σύρου, από γειτονιά σε γειτονιά, η εφημερίδα πραγματοποίησε ένα μικρό οδοιπορικό, προκειμένου να καταγράψει και να παρουσιάσει τί είναι το καφενείο πλέον για τους θαμώνες του και πώς η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει ή όχι την επισκεψιμότητα σε αυτά.

Χωρίς... ραντεβού

Καθημερινή αγαπημένη συνήθεια αποτελεί η συνάντηση κυρίως των συνταξιούχων στους φιλόξενους χώρους των καφενείων που βρίσκονται σε κάθε περιοχή και κάθε γειτονιά. Στο νησί λειτουργούν πολλά καφενεία, τα οποία στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στην παρουσία των θαμώνων τους. Τον χαρακτήρα τους, τον απέκτησαν σταδιακά και σε απόλυτη συνάρτηση με τους ανθρώπους που επέλεγαν να περνούν ευχάριστα το χρόνο τους στο κάθε ένα από αυτά. Τα περισσότερα καφενεία στο νησί έχουν έναν έντονο και αυθεντικό λαϊκό τόνο, ο οποίος πολλές φορές “διαμορφώνει” και τη διακόσμηση του καφενείου. Εικόνες αγαπημένες των θαμώνων από μουσικούς ή ακόμη και φωτογραφίες από φυσιογνωμίες της πολιτικής που έχουν πεθάνει, δεσπόζουν σε κεντρικά σημεία.

Οι “καφενόβιοι” όπως οι ίδιοι δήλωσαν πως αυτοαποκαλούνται, γνωρίζουν πως καθημερινά θα συναντήσουν τους φίλους τους πρωί ή ακόμη και απόγευμα και θα περάσουν ευχάριστα την ώρα τους, λέγοντας χαρακτηριστικά στην εφημερίδα πως “Δεν είναι απαραίτητο να κλείσουμε ραντεβού. Για εμάς το καφενείο είναι το δεύτερο σπίτι μας. Οι περισσότεροι που συχνάζουμε στα καφενεία είμαστε συνταξιούχοι. Ερχόμαστε χρόνια στον ίδιο χώρο και μπορεί κανείς να μας αποκαλεί και καφενόβιους. Είναι το στέκι μας”.

Οι ίδιοι, έχουν σταθερές προτιμήσεις ως προς την παραγγελία τους και συγκεκριμένα τα πρωινά θα απολαύσουν τον καφέ τους, παίζοντας χαρτιά ή τάβλι ενώ τα βράδια παρακολουθώντας αθλητικούς αγώνες θα επιλέξουν έναν μικρό μεζέ με τσίπουρο. “Θα πιούμε το καφεδάκι μας το πρωί ή το μεσημέρι αλλά το βράδυ θα απολαύσουμε και το τσιπουράκι μας”, σημειώνουν ακολούθως, προσθέτοντας ότι, αγαπούν να συζητούν μεταξύ τους αλλά και να αναπολούν παλιές στιγμές – καθοριστικές – για τη ζωή τους.

Η επικαιρότητα συνοδεύει τον καφέ

Θέματα που φέρνουν στην καθημερινή κουβέντα τους αποτελούν αναμφισβήτητα τα οικονομικά ζητήματα καθώς όμως και τα πολιτικά. Δεν είναι λίγες οι φορές που σύμφωνα με όσα αποκάλυψαν, μεταξύ τους προκαλείται ένταση αλλά σε φιλικούς τόνους πάντοτε αναφορικά με τα τεκταινόμενα στον πολιτικό χώρο. “Να φύγουν όλοι από τις θέσεις τους. Δε νοιάζονται για εμάς. Περικοπές στις συντάξεις και στους μισθούς των παιδιών μας. Ζούμε με 600 ευρώ”, δήλωσαν ανάμεσα σε άλλα αποτυπώνοντας το βασικό θέμα που τους απασχολεί και προσθέτοντας ταυτόχρονα ότι, “Μας απασχολεί βεβαίως και η κατάσταση στο νησί. Διαβάζουμε για τον τουρισμό στην τοπική εφημερίδα. Οι αιρετοί θέλουν τον τουρισμό; Όχι. Αν τον ήθελαν δεν νομίζετε πως θα φρόντιζαν να κρατούν ανοικτούς τους χώρους που πρέπει ο καθένας να δει. Θέατρο, Πνευματικό Κέντρο, Μουσεία...” σχολιάζουν χαρακτηριστικά.

Λογαριασμός δια του πέντε...

Το σκληρό πρόσωπο της οικονομικής κρίσης που αντικρίζουν οι περισσότεροι θαμώνες μπορεί να μην έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την επισκεψιμότητα στα καφενεία, ωστόσο έχει μετριάσει την παραγγελία. “Παλαιότερα πίναμε δύο τσίπουρα. Τώρα, πίνουμε ένα και αυτό με το ζόρι, αλλά θα το πιούμε!” εξηγούν οι θαμώνες, συμπληρώνοντας πως “και φυσικά ερχόμασταν πρωί – απόγευμα ενώ τώρα ερχόμαστε συνήθως μία φορά την ημέρα. Ίσως όχι και όλες τις ημέρες”.

Οι θαμώνες επεσήμαναν πως τα τελευταία χρόνια ο λογαριασμός διαιρείται ανάμεσά τους – όπως προστάζει η οικονομική συγκυρία - και στο ποσό συμμετέχουν όλοι όσοι απαρτίζουν την παρέα. “Μας έχουν κάνει να μην μπορούμε να κεράσουμε ένα φίλο μας. Είναι η κατάσταση δύσκολη. Βρισκόμαστε σε μία εποχή που οι φτωχοί θα γίνουν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι”, υποστήριξαν χαρακτηριστικά.

Αναφορικά με το ίδιο ζήτημα, παρόμοιες αποτυπώνονται και οι δηλώσεις των επιχειρηματιών που λειτουργούν τα καφενεία. “Ομολογουμένως οι παππούδες είναι η σταθερή πελατεία μας. Στηριζόμαστε από εκείνους. Σαφώς και οι ίδιοι πια δεν μπορούν εύκολα να πληρώσουν τους λογαριασμούς αλλά με τη σειρά μας φροντίζουμε να έχουμε χαμηλές τιμές”, επισημαίνουν, λέγοντας ακόμη ότι “δε θα ήταν δυνατόν να μη βοηθήσουμε με τη σειρά μας, όσους τόσα χρόνια μας κρατούν σε λειτουργία”. Παρά τη δεδομένη κατάσταση, όπως πρόσθεσαν οι ίδιοι, “υπάρχουν και περιπτώσεις που γνωρίζουμε ότι θα μας πληρώσουν αμέσως μόλις πάρουν τη σύνταξή τους. Είναι γεγονός. Και φυσικά το σεβόμαστε ακόμη κι αν βλέπουμε ότι τα οικονομικά μας μέρα με την ημέρα μειώνονται”.

Σύντομη αναδρομή στο χρόνο

Σύμφωνα με την παράδοση το πρώτο καφενείο άνοιξε στη Μέκκα, όταν ένας δερβίσης ανακάλυψε τον καφέ βράζοντας στο νερό τους καβουρδισμένους σπόρους. Χρόνο με το χρόνο το καφενείο έγινε τόπος συνάντησης για εμπόρους, επαγγελματίες αλλά και απλούς ανθρώπους. Στις ευρωπαϊκές πόλεις το καφενείο γνώρισε μεγάλη άνθηση στη Γαλλία. Το 1840 ανοίγει στην Ελλάδα το πρώτο καφενείο με το όνομα “Ωραία Ελλάς” στη συμβολή των οδών Ερμού και Αιόλου στην Αθήνα. Στις επαρχιακές πόλεις το καφενείο συνδέθηκε με τη σύναξη ηλικιωμένων, οι οποίοι συναντιούνται καθημερινά ενώ πλέον εκτός από τον παραδοσιακό του χαρακτήρα συναντά κανείς καλλιτεχνικά καφενεία, φοιτητικά ακόμη και μαθητικά “στέκια” τα οποία ενώνουν μικρές ομάδες ανθρώπων που έχουν ίδια ηλικία και κοινά ενδιαφέροντα.