Προσφεύγοντες γονείς από Μήλο και Σίφνο δικαιώθηκαν για τη μη δήλωση του θρησκεύματος

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδικάζει την Ελλάδα

  • Παρασκευή, 1 Νοεμβρίου, 2019 - 06:13

Το Ελληνικό σύστημα απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η υπόθεση Παπαγεωργίου και άλλοι κατά Ελλάδας (προσφυγές αρ. 4762/18 και 6140/18 αφορούσε το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών στα Ελληνικά σχολεία

Με την απόφαση του Τμήματος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε, ομόφωνα, ότι έχει παραβιαστεί το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 (δικαίωμα στην εκπαίδευση) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 9 (ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας).

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν έχουν δικαίωμα να υποχρεώνουν άτομα να αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις τους. Ωστόσο, το ισχύον σύστημα στην Ελλάδα για την απαλλαγή των παιδιών από το μάθημα των θρησκευτικών επιβάλλει στους γονείς να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση λέγοντας ότι τα παιδιά τους δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτή η προϋπόθεση επιβάλλει ένα απαράδεκτο βάρος στους γονείς, να αποκαλύψουν πληροφορίες, από τις οποίες θα μπορούσε να προκύπτει ότι οι ίδιοι και τα παιδιά τους έχουν ή δεν έχουν συγκεκριμένη θρησκευτική πεποίθηση.

Επιπλέον αυτό το σύστημα θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει τους γονείς να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης, ιδίως σε μια περίπτωση όπως των προσφευγόντων που ζουν σε μικρά νησιά όπου η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει σε συγκεκριμένο θρήσκευμα και ο κίνδυνος του στιγματισμού είναι πολύ σοβαρότερος.

Κύρια πραγματικά περιστατικά

Οι προσφεύγοντες είναι πέντε Έλληνες πολίτες, γονείς και παιδιά που ζουν στα μικρά Ελληνικά νησιά της Μήλου και της Σίφνου.

Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα και άλλα νομοθετικά κείμενα, όπως η εκπαιδευτική νομοθεσία και πολλές υπουργικές αποφάσεις, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές στο δημοτικό και την μέση εκπαίδευση.

Τον Ιούλιο του 2017, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας να ακυρώσει δύο πρόσφατες υπουργικές αποφάσεις [Σ.τ.Μ.: του Γαβρόγλου] που καθόριζαν το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θργησκευτικών για το σχολικό έτος 2017/18. Κατά τον χρόνο αυτόν, η Μ. Ρ. Π. ήταν στην τρίτη και τελευταία τάξη του Λυκείου Μήλου, ενώ η Σμ. Ρ. ήταν στην τετάρτη δημοτικού του Δημοτικού Σχολείου Σίφνου.

Οι προσφεύγουσες ζήτησαν να εξεταστεί η υπόθεσή τους με την κατεπείγουσα διαδικασία ενώπιον της αρχής της νέας σχολικής χρονιάς, αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε το αίτημά τους λόγω έλλειψης σημασίας.

Το δικαστήριο δεν δίκασε καν την υπόθεσή τους, καθώς η αρχική ακρόαση αναβαλλόταν συνέχεια μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018, χρόνο κατά τον οποίο η σχολική χρονιά είχε ήδη τελειώσει.

Στις προσφυγές τους οι προσφεύγοντες ανέλυσαν εκτενώς τον ισχυρισμό ότι η διαδικασία απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών ήταν αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Προσφυγές και διαδικασία

Οι προσφεύγοντες γονείς ισχυρίστηκαν ότι εάν ήθελαν να απαλλαγούν οι κόρες τους από το μάθημα των θρησκευτικών έπρεπε να δηλώσουν ότι δεν ήταν Χριστιανές Ορθόδοξοι. Περαιτέρω, προσέφυγαν διότι ο διευθυντής του σχολείου θα έπρεπε να διακριβώσει εάν οι δηλώσεις ήταν αληθείς και οι δηλώσεις αυτές θα τηρούνταν στα σχολικά αρχεία. Επικαλέστηκαν ιδίως το άρθρο 9 (ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας) καθώς και το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 (δικαίωμα στην εκπαίδευση).

Οι προσφυγές υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 5 και στις 8 Ιανουαρίου 2018 αντίστοιχα.

Η απόφαση

Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την προσφυγή των προσφευγόντων από το εναρκτήριο σημείο του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 της Σύμβασης που δίνει στους γονείς το δικαίωμα να αξιώνουν σεβασμό του Κράτους για τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους κατά την διδασκαλία του θρησκεύματος. Η διάταξη διαβάστηκε επίσης υπό το φως του άρθρου 9 της Σύμβασης που εγγυάται στους μαθητές το δικαίωμα σε μια εκπαίδευση που σέβεται το δικαίωμά τους να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν.

Αρχικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το βασικό θέμα της υπόθεσης ήταν ότι εάν οι προσφεύγοντες γονείς ήθελαν να απαλλαγούν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών θα ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλουν μια υπεύθυνη δήλωση που να αναφέρει ότι τα παιδιά δεν ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι.

Ένας τέτοιος μηχανισμός - ή η επιλογή της παρακολούθησης ενός μαθήματος με υποκατάστατο αντικείμενο - προβλέπεται από σχεδόν όλα τα κράτη μέλη. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτό που είχε σημασία ήταν εάν οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δηλαδή εξαίρεσης, μπορούσαν να επιβάλλουν ένα απαράδεκτο βάρος στους γονείς, για παράδειγμα επιβάλλοντάς τους να αποκαλύψουν στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό συνέβαινε με τους προσφεύγοντες γονείς θα είχαν αναγκαστεί να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση από την οποία θα προέκυψε ότι οι ίδιοι και τα παιδιά τους είχαν ή δεν είχαν συγκεκριμένη θρησκευτική πεποίθηση.

Πράγματι, κατά το ισχύον σύστημα στην Ελλάδα για την απαλλαγή των παιδιών από το μάθημα των θρησκευτικών θέτει σε κίνδυνο την αποκάλυψη ευαίσθητων πτυχών της ιδιωτικής ζωής των προσφευγόντων. Το σύστημα μπορεί να τους αποτρέψει από το να υποβάλουν ένα τέτοιο αίτημα, καθώς περιλαμβάνει ότι ο διευθυντής του σχολείου πρέπει να διακριβώσει την πληροφορία για την υπεύθυνη δήλωση και να την διαβιβάσει στον εισαγγελέα στην περίπτωση που διαπιστωθεί ανακρίβεια. Το ενδεχόμενο δίλημμα κορυφώνεται στην περίπτωση των προσφευγόντων που ζουν σε μικρά νησιά, στα οποία η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει σε συγκεκριμένο θρήσκευμα και ο κίνδυνος στιγματισμού είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι σε μια μεγάλη πόλη. Περαιτέρω, όπως σημείωσαν οι προσφεύογοντες, δεν προσφέρονται άλλα μαθήματα για τους μαθητές που απαλλάσσονται, το οποίο σημαίνει ότι θα είχαν χάσει ώρες διδασκαλίας μόνο και μόνο λόγω των δηλωθέντων πεποιθήσεών τους.

Επισημαίνοντας ότι οι αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στην σφαίρα της ατομικής συνείδησης για να επιβεβαιώνουν τις πεποιθήσεις των ατόμων ή να τους αναγκάζουν να αποκαλύψουν τις πεποιθήσεις τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 9 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι Ελλάδα πρέπει να καταβάλει 8.000 ευρώ για μη περιουσιακή ζημία από κοινού στους τρεις πρώτους προσφεύγοντες και το ίδιο ποσό, από κοινού στην τέταρτη και πέμπτη προσφεύγουσα. Επιδίκασε 6.566,52 ευρώ στους πρώτους τρεις προσφεύγοντες για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.