Αυξάνονται οι ρατσιστικές επιθέσεις στην Ελλάδα

Τι καταγράφει η ετήσια έκθεση του Δικτύου καταγραφής ρατσιστικής βίας

Του Φίλιππου Ζάχαρη (phil.zaharis@gmail.com)

Πολύ άσχημη παρουσιάζεται η κατάσταση με τα περιστατικά ρατσισμού που καταγράφηκαν στην Ελλάδα το 2012. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Δικτύου καταγραφής περιστατικών ρατσιστικής βίας, που συστάθηκε το 2011 από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στο οποίο σήμερα συμμετέχουν 30 μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλοι φορείς που παρέχουν νομικές, ιατρικές, κοινωνικές ή άλλες υποστηρικτικές υπηρεσίες και έρχονται σε άμεση επαφή με θύματα ρατσιστικής βίας, κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2012, το Δίκτυο κατέγραψε, μέσω συνεντεύξεων με τα θύματα, συνολικά 154 περιστατικά ρατσιστικής βίας, εκ των οποίων τα 151 αφορούν μετανάστες ή πρόσφυγες ενώ σε 3 τα θύματα ήταν ευρωπαίοι πολίτες (1 Ρουμάνος, 1 Βούλγαρος και 1 Έλληνας). Η εικόνα αυτή μιας χώρας εκτεθειμένης στον ρατσισμό και την ξενοφοβία δείχνει πως δεν είναι μόνο η κρίση που έχει επιδεινώσει την κατάσταση αλλά και η νοοτροπία ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού, που πιστεύει πως για όλα τα δυσάρεστα φταίνε οι ξένοι. Το γεγονός ότι πολλές από τις επιθέσεις δεν καταγράφηκαν από φόβο, δείχνει ότι ο αριθμός των περιστατικών είναι πολύ μεγαλύτερος. Και διερωτάται κανείς; Τι κάνει το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη; Πως αντιμετωπίζει την παγερή αδιαφορία πολλών αστυνομικών απέναντι στην καταγγελία παρόμοιων επιθέσεων; Πως και με ποιο τρόπο αντιμετωπίζει την κατάσταση αυτή, καθώς οι επιθέσεις αυτές αυξάνονται σημαντικά με τον καιρό; Σαφώς είναι πολύ μεγάλες οι ευθύνες προσωπικά του υπουργού Δημόσιας Τάξης, κου Δένδια, που επί θητείας του συμβαίνουν απανωτά ρατσιστικά κρούσματα. Η μη δημοσιοποίηση από το υπουργείο του των επιθέσεων αυτών και η υπολειτουργία της υπό σύσταση υπηρεσίας δίωξης ρατσιστικών επιθέσεων δείχνει πως η όλη υπόθεση δεν ελέγχεται και πως τα μέτρα που λαμβάνονται είναι ανεπαρκή.

Οι περιοχές των επιθέσεων

Η έκθεση του δικτύου καταγραφής ρατσιστικής βίας καταγράφει τις περιοχές που συνέβησαν τα δεκάδες αυτά περιστατικά. 107 λοιπόν από αυτά έλαβαν χώρα στο δήμο Αθηναίων, κυρίως σε περιοχές του κέντρου όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, η Αττική, η πλατεία Αμερικής και άλλες περιοχές γύρω από την Ομόνοια, ενώ άλλα 23 καταγράφηκαν στο νομό Αττικής πέραν του δήμου Αθηναίων. Επίσης, 13 περιστατικά καταγράφηκαν στην Πάτρα, 3 στην Κόρινθο, ενώ 3 περιστατικά που καταγράφηκαν σε Ηγουμενίτσα και Έβρο αφορούν σε χώρους κράτησης. Τέλος, υπάρχουν καταγραφές σε: Ρόδο, Χίο, Κόνιτσα και Νέα Μανωλάδα Ηλείας. Η πλειονότητα των περιστατικών έλαβε χώρα σε δημόσιους χώρους, ενώ 6 καταγράφονται πιο συγκεκριμένα σε μέσα μαζικής μεταφοράς. Υπάρχουν επίσης 7 περιστατικά από χώρους κράτησης (αστυνομικά τμήματα ή κέντρα κράτησης μεταναστών) και 16 μέσα σε ιδιωτικούς χώρους. Στους ιδιωτικούς χώρους περιλαμβάνονται: οικίες μεταναστών, καταστήματα, και χώροι που χρησιμοποιούνται ως καταλύματα.

Χαρακτηριστικά των επιθέσεων

Η πλειονότητα των περιστατικών αφορά σωματικές επιθέσεις κατά αλλοδαπών, ενώ οι τύποι των εγκληματικών πράξεων είναι κυρίως βαριές σωματικές βλάβες (66 περιστατικά) και απλές σωματικές βλάβες (76 περιστατικά), συνδυαζόμενες ως επί το πλείστον με απειλές, εξύβριση και φθορά ξένης περιουσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι 22 τουλάχιστον περιπτώσεις αναφέρονται σε εγκλήματα κατά περιουσίας συνδυαστικά με εγκλήματα κατά ανθρώπου/-ων. Τα περισσότερα περιστατικά έλαβαν χώρα τις βραδινές ή πρώτες πρωινές ώρες.

Τα Θύματα

Τα θύματα τα οποία ήρθαν σε επαφή με τα μέλη του Δικτύου στα πλαίσια της καταγραφής ήταν 149 άντρες και 5 γυναίκες. Ο μέσος όρος ηλικίας των θυμάτων ήταν τα 27 χρόνια για τους άνδρες και τα 24,6 χρόνια για τις γυναίκες. Τα θύματα προέρχονταν στην πλειοψηφία από το Αφγανιστάν (47), το Πακιστάν (13), την Αλγερία (12), το Μπαγκλαντές (12), την Αίγυπτο (10), το Μαρόκο (7), τη Σομαλία (6), το Σουδάν (6), τη Γουινέα (6), την Τυνησία (5) και το Ιράκ (4). Τα υπόλοιπα θύματα προέρχονταν από το Ιράν, τη Μαυριτανία, τη Συρία, την Ερυθραία, το Κονγκό, τη Σενεγάλη, την Παλαιστίνη, τις Κομόρες, την Ακτή του Ελεφαντοστού, την Αλβανία, τη Γεωργία, την Γκάμπια και την Γκάνα. Επίσης, 3 θύματα ήταν ευρωπαίοι πολίτες: ένας ήταν πολίτης Ρουμανίας, ένας πολίτης Βουλγαρίας, ενώ ένας Έλληνας ήταν θύμα ομοφοβικής επίθεσης. Το νομικό καθεστώς των υπόλοιπων θυμάτων: 44 ήταν αιτούντες άσυλο, 4 αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, 15 με άδεια παραμονής ως μετανάστες, ενώ 79 ήταν χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή υπό καθεστώς απέλασης (σε 8 περιπτώσεις το νομικό καθεστώς του θύματος δεν προκύπτει από την καταγραφή).

Οι Δράστες

Οι δράστες των επιθέσεων που καταγράφηκαν ήταν πάντα άνδρες, εκτός από 8 περιπτώσεις επιθέσεων από πολυμελείς ομάδες όπου καταγράφεται και συμμετοχή γυναικών. Ο μέσος όρος ηλικίας των δραστών, στις περιπτώσεις που τα θύματα ήταν σε θέση να υπολογίσουν κατά προσέγγιση, κυμαίνεται στα 27 χρόνια. Οι δράστες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία Έλληνες. Καταγράφονται επίσης επιθέσεις από μεικτές εθνοτικά ομάδες, όπως π.χ. επίθεση ομάδας με τη συμμετοχή αλβανικής καταγωγής δραστών στο κέντρο της Αθήνας. Σε 6 μόνο από τις 154 επιθέσεις αναφέρεται ένας μόνο θύτης. Σε 91 περιπτώσεις, τα θύματα των επιθέσεων πιστεύουν ότι οι δράστες συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες, γεγονός που προκύπτει και από τα ποιοτικά στοιχεία που καταγράφονται για τις επιθέσεις: οι δράστες σε αυτές τις περιπτώσεις δρουν σε οργανωμένες ομάδες, που κυκλοφορούν είτε με μηχανές είτε πεζή, πολλές φορές με τη συνοδεία μεγαλόσωμων σκυλιών. Είναι ντυμένοι με μαύρα ρούχα και ενίοτε με στρατιωτικά παντελόνια, φορώντας κράνη ή έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Σε σχετικές επιθέσεις έχει καταγραφεί και η συμμετοχή ανηλίκων. Οι περισσότερες επιθέσεις γίνονται μετά τη δύση του ηλίου ή τις πρώτες πρωινές ώρες. Πιο συνηθισμένη πρακτική είναι η «περιπολία» από μαυροφορεμένους, πεζούς ή μοτοσικλετιστές, ως αυτόκλητες ομάδες πολιτοφυλακής, οι οποίοι επιτίθενται σε πρόσφυγες και μετανάστες στο δρόμο, σε πλατείες ή σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς. Τα θύματα μιλούν για περιοχές στην Αθήνα που αποτελούν πραγματικό άβατο λόγω του φόβου των επιθέσεων. Στην έκθεση, τέλος, επισημαίνεται, μεταξύ άλλων και ότι σε αρκετές περιπτώσεις, τα θύματα ρατσιστικών επιθέσεων ανέφεραν ότι επιχείρησαν να καταγγείλουν τα περιστατικά στην αστυνομία αλλά αντιμετώπισαν την απροθυμία ή αποθάρρυνση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την άρνηση στην πράξη των αστυνομικών αρχών να ανταποκριθούν.