Μακριά από τα “φώτα” της πόλης απολαμβάνουν τη ζωή τους οι κάτοικοι της Απάνω Μεριάς

Στην “αγκαλιά” της φύσης

Για πολλούς, θεωρούνται αποκομμένοι από την πραγματικότητα. Για κάποιους άλλους, ξεχασμένοι ακόμα και από το Θεό. Οι ίδιοι όμως θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό και ευλογημένο, αφού παρά τις όποιες δυσκολίες ή τις δελεαστικές ανέσεις της σημερινής εποχής, κατάφεραν να αντισταθούν στις “σειρήνες” της πόλης και να παραδοθούν στην “αγκαλιά” της φύσης.

Χωρίς το φόβο της μοναξιάς και του πηχτού σκοταδιού που με τη δύση του ηλίου απλώνεται στους επίπεδους και ελαφρά επικλινείς λόφους του βορειότερου τμήματος της Σύρου, οι κάτοικοι της Απάνω Μεριάς απολαμβάνουν χειμώνα-καλοκαίρι τη γαλήνια πλευρά της ζωής, μακριά από τα πλήθη, τα φώτα και τους έντονους ρυθμούς της Ερμούπολης.

Συνειδητή απόφαση

Πολλά σπίτια, τα οποία επί χρόνια ολόκληρα αποτελούσαν την εξοχική κατοικία των οικογενειών, είναι σήμερα ο μόνιμος χώρος διαμονής των απογόνων τους, οι οποίοι τον επέλεξαν είτε για να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, είτε για να πορευτούν στο υπόλοιπο της ζωής τους κοντά στην ύπαιθρο. Παρόλα αυτά, δε λείπουν και εκείνοι οι οποίοι αποφάσισαν συνειδητά να επιδιώξουν μία στροφή 180 μοιρών και να κάνουν μία καινούρια αρχή, χτίζοντας το σπίτι τους στην καρδιά κάποιου εκ των μικρών οικισμών της Απάνω Χώρας.

“Ο καθένας επιλέγει την πορεία της ζωής του”

“Δεν με ενοχλεί η μοναξιά, ούτε μου κοστίζει. Την έχω συνηθίσει και τη θεωρώ καθημερινότητα” δηλώνει στην “Κοινή Γνώμη” ο κ. Φραγκίσκος, ένας εκ των δύο μόνιμων κατοίκων στον οικισμό του Σαν Μιχάλη. Ο ίδιος, ως παιδί, περνούσε στο χωριό δέκα μήνες το χρόνο, όταν οι γονείς του ασχολούνταν επαγγελματικά με τη γεωργία. Μόλις έκλεισε το κεφάλαιο αυτό, η οικογένεια χρησιμοποιούσε το εξοχικό της αποκλειστικά για τις καλοκαιρινές διακοπές της. Σήμερα, ο κ. Φραγκίσκος, συνταξιούχος οικοδόμος και αγρότης από την Άνω Σύρο έχει μετατρέψει το μικρό αυτό σπιτάκι σε μία ζεστή και φιλόξενη γωνιά, την οποία δεν αποχωρίζεται ποτέ. Εντύπωση προκαλεί μάλιστα το γεγονός ότι μένει χωριστά από τη σύζυγό του, η οποία συζεί μαζί του μόνο κατά τη θερινή περίοδο, ενώ το υπόλοιπο διάστημα κατοικεί στον μεσαιωνικό οικισμό. “Το χειμώνα είναι βαρετά εδώ και όταν σκοτεινιάζει, το τοπίο φαντάζει άγριο”, σημειώνει η ίδια.

“Δεν μας λείπει τίποτα”

Από την πλευρά του, ο κ. Φραγκίσκος τονίζει πως “η ζωή είναι ελεύθερη και ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει την πορεία που θέλει να έχει”. Προσθέτει δε ότι “όπως σε άλλους αρέσει το καφενείο ή η πόλη, σε εμένα αρέσει περισσότερο η φύση και το βουνό. Και γι' αυτό έχουμε φτιάξει τα πατρικά μας σπίτια και ασχολούμαστε με αυτά”. Μόνιμη συντροφιά του, τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι, είναι ο κ. Γιάννης, ο δεύτερος κάτοικος της περιοχής. “Στον ελεύθερο χρόνο μας, συναντιόμαστε, παίζουμε χαρτιά, διασκεδάζουμε με τσαμπούνες και παραδοσιακή μουσική, χωρίς να έχουμε κανένα απολύτως πρόβλημα, ακόμα και όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα δύσκολες” αναφέρει χαρακτηριστικά, καταλήγοντας πως “όταν υπάρχει τζάκι, ντόπιο κρασί και λουκάνικο, είμαστε αυτάρκεις”.

“Αγκάθι” η απόσταση

Ωστόσο, μεγάλο πρόβλημα το οποίο από πολλούς κατοίκους θεωρείται και μοναδικό, είναι η απόσταση, ειδικά για μία οικογένεια η οποία καλείται να ακολουθεί ένα πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα, προκειμένου να εξυπηρετούνται στο έπακρον όλα τα μέλη της, χωρίς η ίδια να επιβαρύνεται οικονομικά. “Καθημερινά διανύουμε μεγάλες αποστάσεις λόγω των σχολείων και των φροντιστηρίων των παιδιών” εξηγεί η κ. Άννα, μόνιμη κάτοικος του Κάμπου.

Παράλληλα, καθιστά γνωστό ότι πέρα από την κινητή τηλεφωνία η οποία πολλές φορές καθίσταται αδύνατη, λόγω της απουσίας σήματος δεν υπάρχει η δυνατότητα για σταθερή και ευκολότερη επικοινωνία, δεδομένου ότι στην περιοχή δε φτάνει καμία τηλεφωνική γραμμή.

Συγκεκριμένο πρόγραμμα

Ωστόσο τονίζει, ότι τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της επέλεξαν να φτιάξουν το σπίτι τους στο βόρειο τμήμα της Σύρου, χωρίς να σκεφτούν ότι αυτό ενδεχομένως δεν θα έβρισκε σύμφωνα τα νεότερα μέλη της οικογένειας. “Μας άρεσε λίγο η μοναξιά και ότι θα βρισκόμασταν μακριά από τους ρυθμούς της πόλης. Βέβαια, όταν το διαλέγεις πριν δέκα χρόνια, είναι κάτι αυθόρμητο” σημειώνει, εκτιμώντας ότι είναι λογικό η περιοχή να μην ικανοποιεί στον ίδιο βαθμό και τα παιδιά τους. “Είναι μακριά από τους φίλους τους, το σινεμά, την πλατεία και από οτιδήποτε άλλο θέλουν να κάνουν. Γι' αυτό, πρέπει να κανονίζουμε ένα πρόγραμμα όλοι μαζί και για οικονομικούς λόγους”, υπογραμμίζει. Όπως δηλώνει “είναι υπέροχο να ζεις στον καθαρό αέρα, κοντά στη φύση και μόλις χάνεται η πόλη πίσω σου, να χάνονται μαζί και η δουλειά, όμως η βενζίνη είναι μία μεγάλη πληγή”.

“Δεν θα μπορούσα να ζήσω στην Ερμούπολη”

“Όταν αποφασίσαμε να μείνουμε εδώ, τα παιδιά μας ήταν στην ηλικία των 20. Είχαν τα δικά τους μηχανάκια και δεν είχαν πρόβλημα στη μετακίνησή τους” εξηγεί η κ. Πετρίνα, μόνιμη κάτοικος της Χαλανδριανής τα τελευταία επτά χρόνια. Προσθέτει μάλιστα ότι “τώρα εκείνοι έχουν τη δική τους ζωή, αλλά με την πρώτη ευκαιρία επισκέπτονται το σπίτι μας”. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι “δεν αισθανόμαστε καθόλου αποκομμένοι. Είναι δέκα μόνο χιλιόμετρα για να φτάσουμε στην Ερμούπολη”, καθιστώντας γνωστό ότι “το μοναδικό πρόβλημα που είχαμε αντιμετωπίσει είναι όταν τέσσερα χρόνια πριν είχαμε μείνει δύο ημέρες χωρίς ρεύμα και θέρμανση λόγω του χιονιά”. Καταλήγοντας, τονίζει ότι η ίδια δε θα μπορούσε να ζήσει “ούτε στην Ερμούπολη, ούτε σε ένα πυκνοκατοικημένο χωριό, καθώς αυτό που έχει ανάγκη είναι η ησυχία και η απέραντη θέα. “Μόνο που βλέπω απέναντί μου μέχρι την Άνδρο, δε θέλω τίποτα άλλο”, σημειώνει.

Στο Πλατύ Βουνί μένει μόνιμα τα τελευταία 13 χρόνια ο κ. Ευάγγελος από τον Πειραιά. Στην ερώτηση γιατί επέλεξε την Απάνω Μεριά εξηγεί πως “αν ήθελα να ζήσω στην Ερμούπολη, θα καθόμουν κι εκεί που ήμουν”. Ο ίδιος περνά τον ελεύθερο χρόνο του, κάνοντας γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, κυρίως για την κάλυψη των προσωπικών του αναγκών. Δεν τον ενοχλεί η μοναξιά. “Εγώ το διάλεξα. Ήξερα πού έρχομαι, γι' αυτό και δεν έπεσα από τα σύννεφα”, υπογραμμίζει.

“Για μας είναι πολύ βολικές οι συνθήκες” δηλώνει ο κ. Μάρκος, μόνιμος κάτοικος της περιοχής. “Έχουμε τα κρασιά μας, τις σοδειές μας, τη ζεστασιά μας, τα καλοριφέρ μας και είμαστε μια χαρά” προσθέτει, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως “στην Ερμούπολη δε θα έμενα με τίποτα”.

“Θα μπορούσαμε να μετακομίσουμε στο κέντρο, αλλά δε θέλουμε”

Πιο κοντά στον μεσαιωνικό οικισμό της Άνω Σύρου, βρίσκεται ο Μύτακας. Όπως σημειώνει η κ. Ρένα “είναι πολύ όμορφη η ησυχία και η θέα, που απολαμβάνεις όταν το καλοκαίρι κάθεσαι στην αυλή”. Ωστόσο αναφέρει, ότι ανάμεσα στα μειονεκτήματα είναι “η μακρινή απόσταση από τη θάλασσα, τα καταστήματα και τις υπηρεσίες του κέντρου”. Προσθέτει ακόμα, ότι στις περιοχές δεν ανεβαίνει ταχυδρομικός υπάλληλος και οι κάτοικοι εξυπηρετούνται μέσω των ταχυδρομικών θυρίδων που βρίσκονται στην Καμάρα. Παρόλα αυτά, σημειώνει ότι αν και η οικογένειά της έχει τη δυνατότητα να φύγει και να μετακομίσει κοντά στην πόλη, αυτή η σκέψη δεν έχει περάσει ποτέ από το μυαλό της, τονίζοντας απλά ότι “μας αρέσει εδώ”.

Ετικέτες: