“ΑΝΑΤΟΛΗ” ΛΑΣΙΘΙΟΥ

Το κύμα ακριβείας που έρχεται θα επιδεινώσει την ήδη άσχημη οικονομική κατάσταση

  • Τετάρτη, 8 Δεκεμβρίου, 2021 - 06:26

Η ελληνική οικονομία θα γνωρίσει μια ισχυρή ανάκαμψη το τρέχον έτος. Ωστόσο, συσσωρεύεται σημαντική αβεβαιότητα, που θολώνει τη διατηρησιμότητα αυτής της δυναμικής το 2022. Η αρνητική έκβαση του 4ου κύματος της πανδημίας Covid-19 σε συνδυασμό με τις αρνητικές επιπτώσεις της ακριβείας στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών που στηρίζεται από την πλευρά της μέσω αυτής της οικονομικής δραστηριότητας.

Τα παραπάνω αποτυπώνονται από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην Ενδιάμεση Έκθεση του 2021 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, η οποία εξετάζει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κυρίως στη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2021.

Από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης έως το α΄ τρίμηνο του 2021 οι αποταμιεύσεις του συνόλου των νοικοκυριών παρουσίασαν σταθερή αύξηση λόγω προληπτικής διακράτησης ρευστότητας, περιορισμένων καταναλωτικών επιλογών εξαιτίας του lockdown. Ωστόσο, η αύξηση αυτή είναι ανομοιογενής, αφού το 63% των νοικοκυριών δεν μπορεί να αποταμιεύσει. Η προοπτική αξιοποίησης των υψηλότερων αποταμιεύσεων στην κατανάλωση αφορά κυρίως τη συμπεριφορά των νοικοκυριών στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, που έχουν χαμηλότερη ροπή στην κατανάλωση. Τα νοικοκυριά δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις για να τις χρησιμοποιήσουν για την αύξηση της φτωχής καταναλωτικής τους δαπάνης. Η δυναμική της κατανάλωσης θα εξαρτάται από: α) την εξέλιξή της απασχόλησης και των αμοιβών, β) το ότι οι αυξημένες αποταμιεύσεις θα γίνουν προληπτική προτίμηση ρευστότητας για την αποπληρωμή χρηματοπιστωτικών και άλλων υποχρεώσεων των νοικοκυριών λόγω της υψηλής αβεβαιότητας, γ) το μέγεθός της για τη διάκριση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λόγω της ακρίβειας.

Το α΄ τρίμηνο του 2021 αυξήθηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των μικρομεσαίων, των μικρών και των ατομικών επιχειρήσεων, ενώ των μεγάλων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώθηκαν. Ένα μεγάλο τμήμα του επιχειρηματικού τομέα βρίσκεται εγκλωβισμένο σε παγίδα αφετηρίας, ρευστότητας και χαμηλής ζήτησης για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του. Παρά την ανάκαμψη της ΑΕΠ τους πρώτους έξι μήνες του έτους, το εύρυθμο οικονομικό περιβάλλον και οι μεγάλες ανισορροπίες βασικών ισοζυγίων της Γενικής Κυβέρνησης έχουν αυξήσει το ρίσκο του ελληνικού Δημοσίου, δημιουργώντας προβληματισμό για τις προοπτικές της βιωσιμότητας. Δεδομένης μάλιστα και της υψηλής εξάρτησής της από τις έκτακτες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις της Ε.Ε. και της Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η Ελλάδα, έχοντας εμφανίσει το 2020 το δεύτερο υψηλότερο έλλειμμα στη ζώνη του εύρω σε όρους ΑΕΠ, αναμένεται και φέτος να καταγράψει ένα από τα υψηλότερα συγκεκριμένα, το υψηλότερο μετά τη Μάλτα. Επίσης, η Ελλάδα είναι και η χώρα, στην οποία το 2020 σημειώνεται μεγάλη άνοδος του ποσοστού του δημόσιου χρέους (+25,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2019).

Το κύμα ακρίβειας

«Η έκθεση δείχνει πως το μεγάλο πρόβλημα είναι το κύμα ακριβείας που έρχεται να επιδεινώσει την ήδη άσχημη οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Πριν από την αύξηση των τιμών περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά στην Ελλάδα δυσκολευόταν να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα στη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. με διαφορά από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Αυτά είναι στοιχεία που δημιουργούν ένα κλίμα εξαιρετικά δύσκολο για τον επερχόμενο χειμώνα, ειδικά σε περιοχές τουριστικές όπου το εισόδημα δεν είναι ίδιο σε ετήσια βάση», εξηγεί ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου Μανόλης Πεπόνης.

Να σημειωθεί πως η ενδιάμεση έκθεση αναφέρει πως η ακρίβεια μειώνει σημαντικά την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού. Τον Οκτώβριο, μόνο η αύξηση της τιμής των εξόδων στέγασης, μεταφοράς, τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών μειώνει την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού κατά 7,4%, ενώ οι συνεχιζόμενες αυξήσεις στην τιμή της ενέργειας του πρώτου μισού του Νοέμβριου αυξάνουν τη μείωση της δύναμης των καταναλωτών κοντά στο 10%.

Η λύση είναι να δοθούν οι άμεσες αυξήσεις του κατώτατου μισθού για το 2021 με αναδρομική ισχύ από 1/9/2021. Ωστόσο, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, που έχει αποφασίσει η κυβέρνηση, υπολείπεται κατά πολύ της μέχρι στιγμής απώλειας της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού από το κύμα ακριβείας. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να αρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2022, ώστε η μεταβολή του να ισχύσει από 1/1/2022», επισημαίνει ο κ. Πεπόνης.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ