Απόρριψη της έφεσης της διοίκησης του Νεωρίου κατά της πρωτόδικης απόφασης για την απεργία των εργαζομένων

Και πάλι δικαίωση

Νέα δικαστική απόρριψη για την εταιρεία του Νεωρίου, επιβεβαιώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά στην έφεση που είχε καταθέσει στην πρωτόδικη απόφαση για την ακύρωση των απεργιακών κινητοποιήσεων των εργαζομένων ως παράνομες και καταχρηστικές.

Εκδόθηκε εχθές η απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου, στο οποίο είχε προσφύγει η διοίκηση του Νεωρίου, μετά την εκδίκαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής που είχε καταθέσει κατά του Εργοστασιακού Σωματείου του Νεωρίου και του προέδρου του, Βαγγέλη Μάνθου, για τις απεργιακές κινητοποιήσεις και η οποία απορρίφθηκε ως «ουσιαστικά αβάσιμη».

Ο εφέτης δικαστής αφού συνεκδίκασε την έφεση και τις προτάσεις της πρόσθετης παρέμβασης που ασκήθηκε από το Εργατικό Κέντρο Κυκλάδων, απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και απέρριψε στην ουσία της την έφεση, καταδικάζοντας την εταιρεία με τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζονται σε 500 ευρώ.

Στην αιτιολόγηση της απόφασης, γίνεται αναφορά στις εκτιμήσεις των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο πρωτόδικο δικαστήριο και των εγγράφων που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, και στις αποδείξεις στις οποίες αυτά οδήγησαν, με αποτέλεσμα στην νέα απόφαση ουσιαστικά να επιβεβαιώνονται οι

ισχυρισμοί του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Η αιτιολόγηση της απόφασης

Με την έφεση που κατατέθηκε, όπως αναφέρεται στην δικαστική απόφαση, «παραπονείται η ενάγουσα…για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η έφεση της, προκειμένου να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολο της».

Στην απόφαση αιτιολογείται η απόρριψη της παρέμβασης του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Κυκλάδων, αναφέροντας πως «η πρόσθετη παρέμβαση της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης… ασκήθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου και κατάθεσης προτάσεων…και όχι με κατάθεση δικογράφου» οπότε κρίνεται απαράδεκτη και για τον λόγο αυτό απορρίφθηκε.

Όσον αφορά στην ακυρότητα της απόφασης για τέλεση απεργίας, της Γενικής Συνέλευσης των εργαζομένων του Νεωρίου, στην απόφαση γίνεται αναφορά στα όσα εκ του νόμου ορίζονται όσον αφορά στον ορισμό διοίκησης του νομικού προσώπου, όπως και στα ορίζονται στο καταστατικό του Εργοστασιακού Σωματείου, στο άρθρο 13 του οποίου αναφέρεται ότι «η Γ.Σ. συνέλευση των μελών του σωματείου είναι το ανώτατο και κυρίαρχο όργανο αυτού».

Γίνεται δε αποδεκτό πως «το Δ.Σ. βρίσκεται σε απαρτία εφ’ όσον κατά τη συνεδρίαση του είναι παρόντα τουλάχιστον έξι (6) μέλη».

Γίνεται αναφορά στην νόμιμη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, η οποία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης και είναι αυτή που φροντίζει κατά τη διάρκεια της να υπάρχει προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης.

Συνυπολογίζεται δε η συνταγματική πρόβλεψη για το δικαίωμα της απεργίας, η οποία προστατεύεται από τον νόμο, ενώ επισημαίνεται πως η απόφαση περί απεργίας λαμβάνεται λελογισμένα αφού πρώτα έχουν εξαντληθεί τα ηπιότερα μέσα.

Για να κριθεί η απεργία καταχρηστική, συνεπώς και παράνομη, σημειώνεται πως αυτό γίνεται εάν έχει υπερβεί από τους «φραγμούς που έχουν τεθεί στην άσκηση των δικαιωμάτων όπως η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος».

Επίσης σταθμίζονται από το δικαστήριο τα αντίθετα συμφέροντα των απεργών και του εργοδότη, «όπως η πολύ μεγάλη ζημία στην επιχείρηση, το μέγεθος της επίπτωσης των ζημιογόνων συνθηκών στο κοινωνικό σύνολο ή την εθνική οικονομία, σε συνδυασμό με τη μορφή και τη διάρκεια της, το μέγεθος της προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων τρίτων και η προφανής ή μη δυσαναλογία με την εκ της αναμενόμενης ωφέλειας απειλούμενη ή επερχόμενη ζημία της επιχείρησης και της αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών, καθώς και το ανεδαφικό και παράνομο των αιτημάτων τη απεργίας».

Κατόπιν της αναφοράς που γίνεται στο ιστορικό το οποίο αποδείχθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία και αφορά στην επιχειρηματική πορεία του ναυπηγείου αλλά και την στάση των εργαζομένων, καταλήγει πως «το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κρινόμενη αγωγή, ορθά κατ’ αποτέλεσμα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσαχθείσες ενώπιον του αποδείξεις…δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και οι συναφείς λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν κατ’ ουσίαν, όπως και η υπό κρίση έφεση καθ’ ολοκληρίαν».

Ετικέτες: