Αναγκαιότητα η λήξη της αδιέξοδης κατάστασης στο Νεώριο

Σημείο επαφής «μηδέν»

Σε έναν «πόλεμο» δημόσιας αλληλογραφίας έχουν επιδοθεί οι εργαζόμενοι και η διοίκηση του Νεωρίου, με έκαστη πλευρά να υποστηρίζει σθεναρά τις θέσεις της, χωρίς να διαφαίνεται διάθεση σύγκλισης, τη στιγμή που το ναυπηγείο βρίσκεται στη δυσκολότερη καμπή του.

Σε οριακό σημείο έχει φτάσει πλέον η κατάσταση που επικρατεί στο Νεώριο, με διοίκηση και εργαζόμενους να δείχνουν ότι δεν μπορούν να βρουν σημείο επαφής, αλληλοεπιρρίπτοντας τις ευθύνες, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της ήδη δυσχερούς οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων, αλλά και την προβληματική βιωσιμότητα του ναυπηγείου.

Παρά τις συνεχείς προσπάθειες που καταβλήθηκαν και συνεχίζουν να καταβάλλονται καθ’ όλο το τελευταίο διάστημα, από πολιτικά πρόσωπα, αυτοδιοικητικούς, εκπροσώπους φορέων και θεσμικούς παράγοντες ώστε να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος των δύο πλευρών, με ζητούμενο την εύρεση μιας ικανοποιητικής κοινά αποδεκτής λύσης, η πεισματική στάση τελικά φαίνεται να μην αφήνει περιθώρια συνεννόησης.

Από την πλευρά τους οι εργαζόμενοι, καθ’ όλο το διάστημα της πολύμηνης αυξημένης εργασίας του ναυπηγείο, εισπράττοντας μόνο εμπαιγμό αντί των αμοιβών τους οδηγήθηκαν στη λύση της απεργιακής κινητοποίησης, η οποία όμως, μετά από τον πλέον του ενός μηνός διάρκεια της, μοιάζει να λειτουργεί χωρίς προγραμματισμό και χωρίς τον σχεδιασμό που η συνδικαλιστικές τακτικές υπαγορεύουν, ώστε να υπάρξει θετική έκβαση του αγώνα τους.

Από την άλλη πλευρά, η διοίκηση, παρά την αύξηση της εμπορικής κίνησης του ναυπηγείου, επέδειξε μία ασυνέπεια τόσο προς τις οικονομικές του υποχρεώσεις έναντι του δημοσίου, όσο και έναντι των εργαζομένων, γεγονός που υποδαύλισε τις απεργιακές αντιδράσεις, τις οποίες τώρα στοχοποιεί ευθέως και προτάσσει την λήξη τους ως την μόνη προοπτική για διάλογο.

Η στάση της διοίκησης

Με την έναρξη των απεργιακών κινητοποιήσεων των εργαζομένων, υπήρξε μια δικαστική δικαίωση τους για τον απεργιακό τους αγώνα, συνέχεια της οποίας ήταν η συνεχής ανταλλαγή αλληλογραφίας ανάμεσα στις δύο πλευρές, μέσω της οποίας διατυπώνονταν ξεκάθαρα οι προθέσεις τους για την νέα πλέον κατάσταση που διαμορφώθηκε.

Εκ μέρους της διοίκησης της επιχείρησης είχε εξ αρχής διατυπωθεί η θέση πως «το ναυπηγείο για να υπάρχει και να λειτουργεί πρέπει να καλύπτει με τα έσοδα του τις αμοιβές προσωπικού, τις ασφαλιστικές εισφορές….και τις λειτουργικές του δαπάνες….», συμπληρώνοντας πως «πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους ότι οι έγκαιρες πληρωμές στο προσωπικό εξαρτώνται απόλυτα από τις έγκαιρες εισπράξεις από τους πελάτες των ναυπηγείων».

Κατά τις ημέρες που ακολούθησαν, στην συνεχή επικοινωνία με το Εργοστασιακό Σωματείο, εκ μέρους της διοίκησης υπήρχε συνεχής επισήμανση της ανάγκης αναστολής των απεργιακών κινητοποιήσεων και άμεσης έναρξης ενός ειλικρινούς διαλόγου.

Είχε υπάρξει δε η δέσμευση, όπως είχε συμφωνηθεί κατά τη συνάντηση με τον υπουργό Π. Λαφαζάνη, πως με την επάνοδο των εργαζομένων οι εισπράξεις από τα επισκευαζόμενα πλοία, αφού αφαιρεθούν οι λειτουργικές δαπάνες του ναυπηγείου, θα εκχωρηθούν στους εργαζόμενους.

Η απόφαση συνέχισης της απεργίας, έναντι αυτής της πολιτικής πρότασης που προκάλεσε τη δέσμευση της διοίκησης, αποτέλεσε την αιτία απομάκρυνσης της όποιας ικανοποίησης των οικονομικών αιτημάτων των εργαζομένων, όπως τονίστηκε και στην τελευταία έγγραφη τοποθέτηση της, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό κάθε θετικό αποτέλεσμα από την απεργιακή κινητοποίηση.

Η απεργιακή τακτική

Η απόφαση της γενικής συνέλευσης των εργαζομένων της 17ης Απριλίου για διεκδίκηση των δεδουλευμένων 4 μηνών, μέσω απεργιακής κινητοποίησης και εν συνεχεία η δικαστική νομιμοποίηση της, αποτέλεσαν την τονωτική «ένεση» που είχαν ανάγκη οι εργαζόμενοι στην ταλαιπωρία της οικονομικής δυσπραγίας στην οποία τους είχε οδηγήσει η ασυνέπεια πληρωμών της επιχείρησης.

Ξεκίνησαν με την πεποίθηση, την οποία δημόσια διατύπωσαν, ότι «τα προβλήματα του Νεωρίου είναι πολλά, τα ακούμε, τα βλέπουμε και πιστεύουμε ότι υπάρχουν λύσεις εάν υπάρχει θέληση».

Ακολούθησε η απαίτηση από την διοίκηση, με ένα άκρως νομικό κείμενο, να προσκομίσει συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία σχετικά με τα εν αναμονή εργασιών πλοία, αλλά και τις μελλοντικές συμφωνηθείσες εργασίες για το 2015, προκειμένου να συναινέσουν στην πρόταση εκχώρησης των εισπράξεων προς ικανοποίηση των οφειλών των εργαζομένων.

Πέραν των προαναφερόμενων, οι όροι διαλόγου που τέθηκαν προς τη διοίκηση αφορούσαν στην καταβολή ενός μισθού προκειμένου να επιστρέψουν στην εργασία τους, και ενός ακόμα μισθού για την αποπεράτωση των εργασιών ώστε να αναχωρήσουν, τα δύο τότε, πλοία και εν συνεχεία να υπάρξει διαπραγμάτευση, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, για την καταβολή των υπολοίπων.

Η αναχώρηση του ενός εκ των δύο πλοίων προκάλεσε περαιτέρω αντίδραση των εργαζομένων, οι οποίοι ενώ συνέχιζαν να υποστηρίζουν ότι επιθυμούν έναν ειλικρινή διάλογο για το μέλλον του ναυπηγείου, συμπλήρωναν πως απορρίπτουν «κάθε συνάντηση που θα τορπιλιστεί από προβοκατόρικες ενέργειες της εταιρείας».

Κατόπιν της συνεχούς ανταλλαγής αλληλογραφίας μεταξύ των δύο πλευρών και δημοσίων ανακοινώσεων, φτάνουν οι απεργοί εργαζόμενοι να ζητούν την υλοποίηση των όσων ο πρόεδρος του Ομίλου υποσχέθηκε και αναμένοντας την άφιξη του στη Σύρο «να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις, με σκοπό την επίλυση του οικονομικού ζητήματος που έχει ανακύψει για εμάς», όπως αναφέρουν.

Με προοπτική την ανάπτυξη

Συμπερασματικά, αυτό που προκύπτει από τις τοποθετήσεις και τις διαδοχικές αλλά μέχρι τώρα άκαρπες συζητήσεις, πως η τακτική των άκρων και των δύο πλευρών δεν δείχνει να αποδίδει.

Η σκληρή και άτεγκτη στάση της διοίκησης, η οποία αρνείται πρωτίστως να αναλάβει τις ευθύνες της κακοδιαχείρισης που οδήγησαν σε πτωτική πορεία το ναυπηγείο, αλλά και η εμμονική της άρνηση στην στοιχειώδη έστω ικανοποίηση των δεδουλευμένων που διεκδικούν οι εργαζόμενοι, είναι κυρίως σε ηθικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο κατακριτέα.

Παράλληλα, η συνεχιζόμενη απεργιακή επιλογή εκ μέρους των εργαζομένων, με απουσία κάθε συνδικαλιστικής στρατηγικής, προκειμένου να λειτουργήσει αποδοτικότερα γι’ αυτούς, φαίνεται πως είναι αδιέξοδη.

Ας θυμηθούν πως η Τροία νικήθηκε από μέσα, πράγμα που σημαίνει πως η επιστροφή στην εργασία τους μόνο ως ήττα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, αντιθέτως μπορεί να λειτουργήσει υπέρ τους εάν υπάρξουν από μέρους τους οι κατάλληλοι χειρισμοί.

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η συνεχιζόμενη οικονομική τους ομηρία δεν είναι και ο καλύτερος σύμβουλος, με την τελική απόφαση και από τις δύο πλευρές να πρέπει να συγκλίνει όχι απλά στη διάσωση του ναυπηγείου για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, αλλά κυρίως στην περεταίρω ανάπτυξη του, με νέο προσανατολισμό και προοπτικές τέτοιες που θα αναβαθμίσουν τόσο την επιχείρηση όσο και το εργασιακό αντικείμενο των εργαζομένων, μεταβάλλοντας προς το θετικότερο και την σχέση της επιχείρησης με το νησί.

Ετικέτες: