Αυξημένες ως και 20 λεπτά ανά λίτρο οι τιμές των καυσίμων στα νησιά, συγκριτικά με αυτές της Αττικής, σύμφωνα με έρευνα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου

Αδικαιολόγητες υπερτιμήσεις

Για ακόμη μία φορά επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα των υψηλών τιμών στον τομέα των υγρών καυσίμων, που παρατηρείται σε έντονο βαθμό στη νησιωτική χώρα, όπου οι αποκλίσεις από τον μέσο όρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, αγγίζουν έως και τα 20 λεπτά ανά λίτρο.

Η τεράστια διαφορά στις τιμές υγρών καυσίμων, ανάμεσα στα πρατήρια της ηπειρωτικής Ελλάδας και του νησιωτικού χώρου, έχουν συχνότατα απασχολήσει τα αρμόδια κρατικά όργανα, αλλά και τον Τύπο, καθώς η επιβάρυνση των καταναλωτών, έχει κριθεί πολλές φορές σκανδαλώδης, χωρίς όμως, πέραν της επιβολής κατά καιρούς κάποιων πλαφόν, την επί της ουσίας λύσης του προβλήματος, το οποίο επηρεάζει αφενός τους επισκέπτες των νησιών, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά πολύ περισσότερο τους μόνιμους κατοίκους.

Μόλις ένας μήνας έχει περάσει από έρευνα που διεξήχθη στα νησιά, βασιζόμενη στα επίσημα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Υγρών Καυσίμων του υπουργείου Οικονομίας, η οποία έδειξε, ότι οι τιμές των καυσίμων σε Κυκλάδες και υπόλοιπα νησιά, παρά το γεγονός, ότι οι τιμές αργού πετρελαίου είχαν από καιρό «κατρακυλήσει» από τα 60,5 στα 47,5 δολάρια το βαρέλι, όχι μόνο παρέμεναν στα ίδια επίπεδα, αλλά σε μερικές περιπτώσεις, διαπιστώθηκαν και αυξήσεις.

«Υποστηρικτικές» εκπτώσεις και διακριτική μεταχείριση των πρατηρίων

Πολλές φορές το αρμόδιο υπουργείο, αλλά και ο Γενικές Γραμματείες Εμπορίου και Ανταγωνισμού, έχουν ερευνήσει και επιχειρήσει να διευθετήσουν το ζήτημα, τόσο με διερεύνηση και θέση του ζητήματος σε δημόσια διαβούλευση, όσο και με πορίσματα, τα οποία επιχειρούν να δώσουν λύσεις και προτείνουν νέες πρακτικές για τη βελτίωση της κατάστασης.

Κυριότερη αιτιολόγηση αυτής της διαφοράς στην τιμολογιακή πολιτική των νησιωτικών πρατηρίων σε σχέση με αυτά της υπόλοιπης Ελλάδας, είναι η επιβάρυνση της τελικής τιμής των καυσίμων, λόγω του κόστους μεταφοράς τους μέσω πλοίου.

Αξίζει να σημειωθεί, πως το κόστος των μεταφορικών βαρύνει τον πρατηριούχο και όχι τις εταιρείες εμπορίας των υγρών καυσίμων.

Παρ’ όλα αυτά, η χρηματική επιβάρυνση ανά λίτρο καυσίμου, δεν μπορεί από μόνη της να δικαιολογήσει την σημαντική διαφορά που παρατηρείται, με αποτέλεσμα, να δημιουργούνται υποψίες για αισχροκέρδεια, είτε από το δίκτυο των μεταφορέων, είτε από τους πρατηριούχους, λόγω έλλειψης ανταγωνισμού, αλλά και για ύπαρξη «καρτέλ», το οποίο καθορίζει τα ύψη των τιμών.

Μία ακόμη αιτία επιβάρυνσης του νησιώτη καταναλωτή, αποτελεί η εκπτωτική πολιτική των εταιρειών εμπορίας. Οι σημαντικές αποκλίσεις στο ύψος της τιμής των υγρών καυσίμων ανά νομό, αλλά και ανά πρατήριο, οι οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε διαφορές στο κόστος μεταφοράς ή σε άλλους παράγοντες της αγοράς, ενισχύονται σε μεγάλο βαθμό από τη χορήγηση των «υποστηρικτικών» εκπτώσεων (price support) εκ μέρους των εταιρειών εμπορίας.

Σε απόφασή της, ήδη από το 2009, η Επιτροπή Ανταγωνισμού του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού είχε προτείνει την κατάργηση των «υποστηρικτικών» εκπτώσεων, οι οποίες λειτουργούν ουσιαστικά ως εργαλείο έμμεσου καθορισμού της τιμής λιανικής, για την αποφυγή διακριτικής μεταχείρισης, αναφορικά με την κλίμακα και το ύψος των απολογιστικών εκπτώσεων σε όλη την ελληνική επικράτεια, μέσω των κάθετων συμφωνιών, αλλά και τη ρητή αναγραφή της διάρκειας των χορηγούμενων εκπτώσεων στα τιμολόγια των εταιρειών εμπορίας, προς τους πρατηριούχους, με την εκτίμηση, ότι αυτές οι ενέργειες θα ενισχύσουν το επίπεδο του ανταγωνισμού, ενώ θα εξαλείψουν τα φαινόμενα αδιαφάνειας και διακριτικής μεταχείρισης, που παρατηρούνται στην αγορά χονδρικής εμπορίας.

Αδυναμία διαπίστωσης υπερκοστολογήσεων δηλώνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού

Δεδομένου, ότι οι τιμές της αμόλυβδης βενζίνης, αλλά και των υπόλοιπων υγρών καυσίμων έχουν, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, παραμείνει αυξημένες σε όλη τη νησιωτική Ελλάδα, με την διαφορά στις Κυκλάδες να αγγίζει τα 18 λεπτά του ευρώ ανά λίτρο, σε σχέση με το μέσο όρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, η Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Οικονομίας, διεξήγαγε έρευνα, η οποία και ολοκληρώθηκε πριν μερικές ημέρες.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το άνοιγμα της «ψαλίδας», για τους εννέα ακριβότερους, στον τομέα των καυσίμων, νομών της χώρας. οφείλεται στα αδικαιολόγητα υψηλά περιθώρια κέρδους, με τα οποία έχουν τη δυνατότητα να δουλεύουν εταιρείες και πρατηριούχοι.

Σύμφωνα με δηλώσεις του γενικού γραμματέα Καταναλωτή και Εμπορίου, κ. Αντώνη Παπαδεράκη, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η διαφορά αυτή είναι δυνατόν να προκύπτει από κερδοσκοπία, από τα μονοπώλια που διαμορφώνονται στην αγορά, από το κόστος της μεταφοράς των καυσίμων, αλλά και από τη λειτουργία της ίδιας της αγοράς, εξαιτίας των εκπτώσεων, που παρέχουν ακόμη οι εταιρείες διανομής στα πρατήρια και οι οποίες διαφέρουν από πρατήριο σε πρατήριο, καθώς για τη σύναψη της συμφωνίας και το ύψος της έκπτωσης, λαμβάνεται καθοριστικά υπόψιν και το ύψος της κατανάλωσης.

Όπως προκύπτει από την έρευνα και τα πρώτα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξαν τα αρμόδια όργανα του υπουργείου Οικονομίας, οι τιμές σε Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Ιόνιο, Βόρειο Αιγαίο και Κρήτη διαμορφώνονται ακριβότερα σε σχέση με το μέσο όρο του νομού Αττικής. Μάλιστα, η εκτίμηση των αρμόδιων υπηρεσιών, όσον αφορά στο κόστος μεταφοράς, δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις τιμές Αττικής και νησιών, η οποία αγγίζει ακόμη και τα 20 λεπτά ανά λίτρο. Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων, η επιβάρυνση μεταφοράς στα νησιά, δεν υπερβαίνει τα 5 λεπτά ανά λίτρο βενζίνης, η οποία δύναται ακόμη να εξαλείφεται στα νησιά του Αιγαίου, καθώς μέχρι και σήμερα ισχύει ο μειωμένος ΦΠΑ 16%, σε αντίθεση με τον ΦΠΑ 23% της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, η διαφορά στην τιμή της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων, απαιτείται να διερευνηθεί – έτι μία φορά – από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως προς τα κοστολογικά στοιχεία των εταιρειών διανομής και μεταφοράς, προκειμένου να εξακριβωθεί αν και σε τι βαθμό, πρόκειται για αποτέλεσμα αισχροκέρδειας.

Από την πλευρά της η Επιτροπή Ανταγωνισμού, επικαλείται δυσεπίλυτα προβλήματα στην απόδειξη τόσο τυχόν υπερκοστολογήσεων, καθώς οι επιχειρήσεις λειτουργούν υπό το καθεστώς της ελεύθερης αγοράς, όσο και στην ύπαρξη «καρτέλ» στον χώρο.

Ετικέτες: