Ο Γιώργος Φουστάνος καταγράφει 70 χρόνια δραστηριότητας της ναυπηγικής δραστηριότητας των Ελλήνων στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου

Made in Japan: Πώς η ελληνική ναυτιλία έφερε στην κορυφή τη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία της Ιαπωνίας

  • Πέμπτη, 9 Δεκεμβρίου, 2021 - 06:16

Η πλήρης χρονολογική καταγραφή των πλοίων, Ελλήνων πλοιοκτητών, τα οποία από το 1952 έως σήμερα, ναυπηγήθηκαν στις βιομηχανίες της Ιαπωνίας, περιλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του Γεώργιου Μ. Φουστάνου.

Στο νέο βιβλίο του Γεώργιου Φουστάνου, του οποίου την πολυτελή έκδοση έχει αναλάβει η Τυποκυκλαδική Α.Ε., καταγράφεται η άρρηκτη σχέση μεταξύ της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και της ναυπηγικής βιομηχανίας της Ιαπωνίας, ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Στο προοίμιο του βιβλίου, ο κ. Φουστάνος αναφέρεται στο ιστορικό πλαίσιο, κατά το οποίο έγινε η πρώτη επαφή των Ελλήνων εφοπλιστών με τα ιαπωνικά ναυπηγεία. Ο Ιαπωνία, όντας από τους χαμένους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ευρισκόμενη την εποχή εκείνη σε μία ιδιαίτερα δύσκολη οικονομικά κατάσταση, αξιοποίησε για την επανεκκίνηση της οικονομίας τις ναυπηγοεπισκευαστικές της υποδομές, που «έξυπνα» είχαν αφήσει άθικτες κατά τη διάρκεια του πολέμου οι ΗΠΑ, ενώ στη συνέχεια ενίσχυσαν και με μεταφορά τεχνογνωσίας, για τον εκσυγχρονισμό τους και την εισαγωγή καινοτόμων πρακτικών. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην περίοδο αμέσως μετά τη λήξη του Β’ΠΠ, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατείχαν την παγκόσμια πρωτιά στη μαζική ναυπήγηση.

Όπως αναφέρει ο κ. Φουστάνος, κατά την προπολεμική περίοδο, τα ναυπηγεία της Ιαπωνίας είχαν σχεδόν αποκλειστικά παραγγελίες από Ιάπωνες εφοπλιστές, καθώς το μικρό νησιωτικό κράτος ήταν πρακτικά ‘άγνωστο’ για πολλούς επιχειρηματίες της Ευρώπης, αν λάβει κανείς υπόψιν, ότι ένα ταξίδι από την Ευρώπη προς την Ιαπωνία απαιτούσε πάνω από 30 ώρες, ενώ ακόμη και οι τηλεπικοινωνίες βρίσκονταν σε πρώιμο στάδιο.

Παρ’ όλα αυτά, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, η αναβίωση της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, αλλά και η πολύτιμη μεταφορά τεχνογνωσίας από τις ΗΠΑ, επέτρεψε στα ιαπωνικά ναυπηγεία να ξεπερνούν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, αναφορικά με τους χρόνους κατασκευής.

Ένας ακόμη «πονοκέφαλος» για τους Ιάπωνες, αποτελούσε και το γεγονός, ότι παρά την συνεχή αναβάθμιση των υπηρεσιών, αλλά και τη διατήρηση του κόστους του εργατικού δυναμικού σε χαμηλά επίπεδα – παράγοντες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καθοριστικά, ώστε να «χτυπήσουν» τους ανταγωνιστές σε Ευρώπη και ΗΠΑ – ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για τα ναυπηγεία να εξασφαλίσουν πελάτες και παραγγελίες από ξένες χώρες.

Σε αυτό το σημείο, καθοριστική υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων εφοπλιστών – κυρίως εκείνων που είχαν την έδρα τους στις Ηνωμένες Πολιτείες - οι οποίοι ξεκινούν να δίνουν από το 1951 παραγγελίες στα ιαπωνικά ναυπηγεία, για κατασκευές δεξαμενόπλοιων, υπό σημαία Λιβερίας, τα οποία και χρηματοδοτούσαν μέσω δανείων που εξασφάλιζαν από αμερικανικά πιστωτικά ιδρύματα και προορίζονταν για ναύλωση επίσης σε αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες.  

Όπως αναφέρει ο κ. Φουστάνος και όπως προκύπτει μέσα από την εκτενή ιστορική έρευνά του, πέντε χρόνια ήταν αρκετά ώστε η Ιαπωνία να ξεπεράσει τη σχεδόν παντοδύναμη – έως τότε – ναυπηγική βιομηχανία της Βρετανίας, χάρη στις συνεχείς και μαζικές παραγγελίες που τοποθετούσαν οι Έλληνες πλοιοκτήτες από το 1951 έως και το 1956.

Αξίζει να τονιστεί, πως η μαζική αυτή κατασκευή, για λογαριασμό ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών, δεν έχει σταματήσει έκτοτε για τη βιομηχανία της Ιαπωνίας, με τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες συνεχίζονται έως και σήμερα και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Φουστάνου θα συνεχίζονται και στο μέλλον, σε μία εποχή η οποία απαιτεί τη διαρκή βελτίωση της τεχνολογίας που διέπει τα πλοία. Επενδύσεις, που, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος, «αναφέρονται στην κατασκευή, κατά μέσον όρο, ενός ελληνόκτητου πλοίου κάθε 13 ημέρες, επί επτά συνεχείς δεκαετίες».

Ο κ. Φουστάνος καταλήγει, τονίζοντας, πως «οι Έλληνες πολίτες ήταν αυτοί που έδωσαν μαζικά το “παρών” στην πλέον κρίσιμη εποχή για το μέλλον της Ιαπωνίας», καθώς «υπήρξαν οι ουσιαστικοί αιμοδότες που έδωσαν προοπτική δυναμικής ανάπτυξης στη ναυπηγοεπισκευαστική της βιομηχανία και κατ’ επέκταση στην οικονομία της, μετά το τέλος του καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».