“ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ”

Δυσβάσταχτο το κόστος ενέργειας για τις επιχειρήσεις εστίασης

ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΤΡΟΠΟΥΣ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗΣ ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ
  • Πέμπτη, 20 Οκτωβρίου, 2022 - 06:23

Σε εξαιρετικά επίπεδα, από πλευράς κίνησης και τζίρου, εξελίχτηκε η καλοκαιρινή περίοδος στον κλάδο της εστίασης, ακολουθώντας τη θετική προδιαγεγραμμένη πορεία του τουρισμού, που ανέκαμψε δυναμικά φέτος στον νομό Ρεθύμνου.

Και ενώ όλοι θα περίμεναν να κάνουν τον απολογισμό τους και να βάλουν ένα θετικό πρόσημο στα ταμεία τους, μετά τη διετία της πανδημίας του κορονοϊού που είχε συσσωρεύσει χρέη και ένα σωρό οικονομικές υποχρεώσεις, εν τούτοις αυτό δεν συνέβη. Η εκρηκτική άνοδος που καταγράφηκε στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και οι διαρκείς ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες, σε συνδυασμό με την αύξηση του εργατικού κόστους και την έλλειψη εργατικού δυναμικού, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα για τους επαγγελματίες του επισιτισμού.

Η πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση που ακολούθησε την πανδημική ανέτρεψε και πάλι τα δεδομένα και παρότι η κίνηση κατέγραψε σημαντική αύξηση και μολονότι και τα έσοδα αυξήθηκαν εν τούτοις το κέρδος είναι μειωμένο κατά 30-40% κατά περίπτωση, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος του συλλόγου εστίασης και αναψυχής Ρεθύμνου Χάρης Αυγουστάκης.

Όπως εξηγεί, οι επιχειρηματίες του κλάδου ήρθαν αντιμέτωποι με σημαντικές αυξήσεις στις πρώτες ύλες, που κατά μέσον όρο κυμάνθηκαν στο 30%, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται διαρκώς οι επαγγελματίες να τροποποιούν τις τιμές τους στους καταλόγους, για να μπορούν να διατηρούν τις επιχειρήσεις τους βιώσιμες. Εξηγεί, ωστόσο, ότι τα καταστήματα που απευθύνονται σε Έλληνες δεν μπορούσαν να επιβάλλουν το αντίστοιχο ποσοστό αύξησης στον τιμοκατάλογο, αναγνωρίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτό θα είχε στα καταστήματα τους, με αποτέλεσμα οι ίδιοι επιχειρηματίες να απορροφούν την αύξηση. Την ίδια στιγμή, όπως προσθέτει, το ενεργειακό κόστος έγινε πλέον δυσβάσταχτο, διπλασιάζοντας το λειτουργικό για μια επιχείρηση. Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν σε μείωση του κέρδους, μην αφήνοντας περιθώρια αισιοδοξίας για ανάκαμψη του κλάδου. Όπως χαρακτηριστικά προσθέτει, η χρονιά αυτή χάρη στην αυξημένη τουριστική κίνηση είχε ως αποτέλεσμα οι επιχειρηματίες να μπορέσουν να ρεφάρουν και να καλύψουν υποχρεώσεις που είχαν συσσωρευτεί την περίοδο της πανδημίας, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης τους. Ωστόσο δεν κατάφεραν, όπως λένε, να κάνουν ένα «μαξιλαράκι» εν όψει χειμώνα, ο οποίος φαντάζει εξαιρετικά δύσκολος για τον κλάδο, μιας και η πελατεία του θα περιοριστεί στον ντόπιο πληθυσμό.

«Η χρονιά είχε αρκετά μειονεκτήματα και αρκετά πλεονεκτήματα. Από τη μια είχαμε πολλή δουλειά και φάνηκε ότι επιστρέψαμε σε μια κανονικότητα, δηλαδή στις φυσιολογικές σεζόν πλέον των 6,5-7 μηνών. Από αυτή την άποψη ήταν αρκετά καλή, καθώς είχε πάρα πολύ κόσμο από τις 15 Ιουνίου μέχρι και τον Οκτώβριο. Οι πληρότητες των ξενοδοχείων ήταν άνω του 90% και κατ’ επέκταση και η κίνηση στα καταστήματα μας ήταν υψηλή. Όμως το αποτέλεσμα στο ταμείο σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούσε τους τζίρους μας, καθώς πρέπει να καλύψουμε υψηλά ποσοστά αυξήσεων. Ειδικότερα, είχαμε μεγάλη αύξηση στις τιμές των προϊόντων αγοράς. Σε κάποιο είδος η αύξηση ήταν 15-20%, σε κάποιο άλλο ήταν 60-70%, άρα μεσοσταθμικά ήταν γύρω στο 25-30% και αυτό δεν έγινε μια φορά, αλλά συνολικά 6 φορές είχαμε ανατιμήσεις. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα με τις ανατιμήσεις στο τυρί. Το ένα πρόβλημα, λοιπόν, ήταν οι ανατιμήσεις, το άλλο είχε να κάνει με την αύξηση του κόστους του εργατικού δυναμικού, αλλά και τις ελλείψεις προσωπικού ταυτόχρονα και το τρίτο πρόβλημα είναι η αύξηση του κόστους της ενέργειας. Οπότε υπολογίζω, χωρίς υπερβολή, ότι το κέρδος μας φέτος σε συνάρτηση πάντα με τον τζίρο που κάναμε είναι 30-40% λιγότερο από αυτό που θα ήταν άλλες χρονιές. Στην αρχή της σεζόν έπρεπε να κάνουμε μια αύξηση στις τιμές μας κατά 25% για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε. Τα καταστήματα που απευθύνονται αποκλειστικά σε τουρίστες μπορούσαν να το κάνουν αυτό, γιατί για τους ξένους ούτως ή άλλως εξακολουθεί να είναι ένας φθηνός προορισμός η πόλη μας, ακόμα και με αυτή την αύξηση και γνωρίζουν για την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση, καθώς αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και στις χώρες τους. Πολλοί όμως επαγγελματίες που δουλεύουν με Έλληνες δεν ήθελαν να κάνουν τόσο μεγάλη αύξηση. Το αποτέλεσμα ήταν να κάνουν αυξήσεις της τάξεως του 10% και το υπόλοιπο 10% το απορρόφησαν οι ίδιοι. Αν δεν είχαμε αυτές τις αυξήσεις θα μιλούσαμε για μια εξαιρετική χρονιά, ενδεχομένως καλύτερη από αυτή του 2019. Σίγουρα όμως δεν μπήκαμε μέσα, δεν είχαμε ζημίες, όμως σίγουρα δεν υπήρξε και το κέρδος που θα έπρεπε να έχουμε με αυτούς τους τζίρους, κατά κάποιο τρόπο εξισορροπήσαμε λίγο την κατάσταση μετά από δυο χρόνια», ανέφερε χαρακτηριστικά μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο κ. Αυγουστάκης.

Όπως χαρακτηριστικά τονίζουν οι επιχειρηματίες, στη σκιά της ενεργειακής κρίσης αναζητούν τρόπους εξοικονόμησης και περιορισμού των λειτουργικών εξόδων. Κοιτώντας τα ποσοστά ενέργειας που καταναλώνει κάθε συσκευή -και ειδικά πλυντήρια, φούρνοι, και ψυγεία- αντιλαμβάνεται κανείς γιατί στην εστίαση επικρατεί μεγάλη ανησυχία σχετικά με τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Ταυτόχρονα, η χρήση τους είναι τόσο αναγκαία που δύσκολα μπορεί να μειωθεί.

Ο περιορισμός στη λειτουργία των καταστημάτων, είτε κάποιες ώρες της ημέρας, είτε κάποιες μέρες της εβδομάδας, είναι μονόδρομος. Διαφορετικά, όπως λένε, δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν τη στιγμή που τα έξοδα τρέχουν και η ρευστότητα θα είναι πολύ περιορισμένη.

«Υπάρχουν καταστήματα που θα προσπαθήσουν να περικόψουν τα έξοδα τους όσο πιο πολύ μπορούν. Άλλος θα κλείνει νωρίτερα την κουζίνα του, άλλοι θα ανοίγουν μόνο Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή. Το κόστος ενέργειας είναι πλέον δυσθεώρητο.

Θα πρέπει να υπάρξει αναπροσαρμογή στον τρόπο που διαχειριζόμαστε τα κόστη μας», σημείωσε ο κ. Αυγουστάκης.

Την ίδια στιγμή θεωρείται βέβαιο ότι εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων που πλήττουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, τους επόμενους μήνες θα επηρεαστεί και η κατανάλωση στα καταστήματα εστίασης. Κάτι άλλωστε που ήδη αποτυπώνεται στις πωλήσεις των σούπερ μάρκετ, με τους Έλληνες να περιορίζουν ακόμη και τις αγορές των βασικών αγαθών και τροφίμων.

Σε έρευνες εξάλλου που διεξάγονται σχετικά με τις νέες καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων,που έχει διαμορφώσει η πληθωριστική κρίση, σημαντικό ποσοστό καταναλωτών δηλώνει ότι το επόμενο διάστημα θα μειώσει τις εξόδους για φαγητό και διασκέδαση και θα αυξήσει το μαγείρεμα στο σπίτι.

Πάντως, όπως είπε ο κ. Αυγουστάκης, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις δεν θα υπάρξουν νέες αυξήσεις στους τιμοκαταλόγους, παρά μόνο αν υπάρξει εκρηκτική άνοδος στην τιμή συγκεκριμένων προϊόντων.

Ελπίδα Αριστείδου