Συνάντηση Υπουργών Υγείας και Τουρισμού για τον ιατρικό τουρισμό

Νέες στοχεύσεις με μακρινό ορίζοντα

  • Παρασκευή, 9 Αυγούστου, 2013 - 06:00

Τελευταία και… καταϊδρωμένη φαίνεται πως έρχεται η Ελλάδα να διεκδικήσει μερίδιο από την τουριστική αγορά στον τομέα του ιατρικού τουρισμού, την ώρα που η γείτονα Τουρκία ήδη έχει καταφέρει να εδραιώσει σημαντικές αξιώσεις, φιγουράροντας ανάμεσα στις 10 επικρατέστερες χώρες και αποκομίζοντας με σημαντικά κέρδη.

Σε προχθεσινή συνάντησή τους οι Υπουργοί Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη, και Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, συμφώνησαν την άμεση έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης, που θα καθορίζει το περίγραμμα της εισόδου της χώρας στον παγκόσμιο ιατρικό τουριστικό χάρτη.

Ιατρικός τουρισμός και όχι ιατρικό ταξίδι

Με τον κλάδο του τουρισμού να έχει προσλάβει χαρακτηριστικά «δούρειου ίππου» και τους κυβερνητικούς παράγοντες να έχουν εναποθέσει σε αυτόν όλες τις προσδοκίες για ανάπτυξη και έξοδο από την ύφεση, η ανάπτυξη του ιατρικού τουρισμού στην Ελλάδα αποτελεί βασική επιδίωξη της χώρας. Οι δύο Υπουργοί προβάλλουν ως πλεονέκτημα την ιατρική εξειδίκευση με ανταγωνιστικές τιμές, εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο θα καταστήσει την Ελλάδα ως προορισμό, για ιατρικό τουρισμό καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Πεποίθησή τους είναι ότι σε μια διεθνή αγορά όπου παρέχονται ιατρικές υπηρεσίες σε ασθενείς, υπό την έννοια του ιατρικού ταξιδίου (medical travel), η χώρα μας πρέπει να διαφοροποιηθεί, προτείνοντας, ως ειδική μορφή τουρισμού, τον ιατρικό τουρισμό (medical tourism).

Για το θέμα αναμένεται να συσταθεί τριμελής διυπουργική επιτροπή με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, Γεώργιο Πατούλη. Η υπουργική απόφαση θα καθορίζει τους όρους για την πιστοποίηση των παροχών υπηρεσιών ιατρικού τουρισμού, τα θέματα διευθέτησης τυχόν αστικής ευθύνης, την εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των εμπλεκομένων φορέων, καθώς και θέματα οργάνωσης του ταξιδιού και παροχής ιατρικής πληροφόρησης, με κύριο γνώμονα τις ποιοτικές και ασφαλείς ιατρικές υπηρεσίες για τον ασθενή.

Τι λένε οι μελέτες

Σύμφωνα, πάντως, με επιστημονική έρευνα που διεξήχθη τον Νοέμβριο 2012 από το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας, παρόλο που δεν υπάρχουν ακριβείς μετρήσεις για το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς, μια εκτίμηση στην οποία συγκλίνουν οι μελετητές είναι ότι τα έσοδα από τον ιατρικό τουρισμό ανέρχονται σε περίπου 15 ως 20 δισεκατομμύρια δολάρια, που προκύπτουν από περίπου 5 εκατ. ασθενείς με μέσο όρο ιατρικής δαπάνης 3.000-4.000 δολάρια. Το μέγεθος αναφέρεται μόνο στον ιατρικό τουρισμό επιλογής και μόνο στις δαπάνες ιατρικών υπηρεσιών (όχι το ταξίδι και τη διαμονή εκτός νοσοκομείων).

Οι χώρες με τα περισσότερα έσοδα από ιατρικό τουρισμό είναι οι Ινδία, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, Βραζιλία, Μεξικό, Κόστα Ρίκα, Κούβα, Ουγγαρία και Τουρκία. Σύμφωνα με το πόρισμα της έρευνας, οι Ευρωπαίοι φαίνεται πως ταξιδεύουν σχετικά λιγότερο για ιατρικούς σκοπούς, ίσως επειδή οι ανάγκες υγείας τους καλύπτονται σε μεγαλύτερο βαθμό από δημόσια συστήματα υγείας ή ασφάλισης. Αντίθετα, η μεσαία τάξη στην Ασία και στην Αμερική τείνει να πληρώνει ιδιωτικά, γεγονός που ίσως να εξηγεί τη μεγαλύτερη ανάπτυξη προορισμών στην Ασία και τη Νότιο Αμερική.

Δυνατότητες για τον ελληνικό ιατρικό τουρισμό

Η μελέτη των επιστημόνων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα υπάρχουν κατηγορίες ιατρικών υπηρεσιών που έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα και στις οποίες θα μπορούσε να υπάρξει στο μέλλον εξειδίκευση. Πρόκειται για τους τομείς της αιμοκάθαρσης, αποκατάστασης- αποθεραπείας, τεχνητής αναπαραγωγής, ιαματικών λουτρών κ.α. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στην παροχή εξειδικευμένων θεραπειών σε τριτοβάθμια νοσοκομεία της χώρας, οι μελετητές εκτιμούν ότι για τα ιδιωτικά νοσοκομεία, τα οποία είναι συγκεντρωμένα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, χρειάζεται η κατάλληλη διεθνής δικτύωση και προβολή.

Στον αντίποδα, ενώ τα δημόσια νοσοκομεία έχουν μεγαλύτερη διασπορά από άποψη υποδομών, το ίδιο δεν συμβαίνει και από άποψη γιατρών. Μόνο τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία (Πάτρα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Λάρισα, Αλεξανδρούπολη) έχουν γιατρούς στην περιφέρεια που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ιατρικό τουρισμό για τριτοβάθμια θεραπεία, όμως για να γίνει αυτό απαιτούνται σημαντικές θεσμικές και οργανωτικές αλλαγές, αλλά και επενδύσεις για την αναβάθμιση των υποδομών (κτιριακών, ξενοδοχειακών και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού) προκειμένου αυτές να καταστούν αξιόπιστες και εν συνεχεία ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο. Όπως μάλιστα προτείνουν οι μελετητές, «ενδεχομένως αυτό μπορεί να γίνει για συγκεκριμένες μονάδες μέσω εκμίσθωσης υποδομών σε ιδιώτες ή μέσω σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα».

Τα οικονομικά οφέλη

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, εκτιμάται ότι ένας ρεαλιστικά αισιόδοξος στόχος σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (τρία με τέσσερα χρόνια) είναι να έρχονται 100.000 ασθενείς το χρόνο, που να δαπανούν κατά μέσο όρο 4.000 ευρώ ο καθένας (πχ. 3.000 σε ιατρικά και 1.000 σε ξενοδοχειακά και συναφή). Σύνολο 400 εκατ. το χρόνο.

Παράλληλα μπορούν να υπάρχουν πρόσθετα έσοδα από την ιατρική εξυπηρέτηση όσων θέλουν να επισκεφθούν τη χώρα με κύριο στόχο τον τουρισμό (όχι τη θεραπεία), αλλά χρειάζονται ιατρική φροντίδα όσο βρίσκονται στην Ελλάδα (πχ. νεφροπαθείς, καρκινοπαθείς, αιματολογικά νοσήματα, καρδιοπαθείς).

Σε δέκα χρόνια, αν αναπτυχθεί η διασυνοριακή φροντίδα μέσα στην ΕΕ, και αν χρησιμοποιηθεί σωστά η υποδομή του ΕΣΥ μέσω σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, μπορεί να τεθεί πενταπλάσιος στόχος, δηλαδή 2 δισ. ευρώ τον χρόνο.

Πρόσθετα οφέλη των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αφορούν σε νέα target groups τουριστών στα οποία μπορούν να απευθυνθούν, σε παροχή ευκαιριών για ενίσχυση λειτουργικών δεικτών σε περιοχές που δεν είναι καθιερωμένες ως τουριστικές (πχ Θεσσαλία λόγω της εκεί διαθεσιμότητας υπηρεσιών αποκατάστασης), ενίσχυση αξιοπιστίας για προσέλκυση τουριστών με ειδικές υγειονομικές ανάγκες και γενικά αίσθημα ασφάλειας στον μέσο τουρίστα.