Απογοητευτικά τα στοιχεία της έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ

Άνοδος ανεργίας και ασφαλιστική κατάρρευση

Τα υπό κατάρρευση ασφαλιστικά ταμεία και η εκτίναξη της ανεργίας κατά την επόμενη πενταετία, αποτελούν τα κύρια σημεία της έκθεσης στοιχείων απασχόλησης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, τα οποία θα ανακοινωθούν σήμερα στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης.

Με ορίζοντα διετίας, μόλις έως το 2016, βάσει των στοιχείων της έκθεσης, δίνεται η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία θα έρθουν αντιμέτωπα ακόμα και με την αδυναμία καταβολής των συντάξεων.

Απογοητευτικά και τα στοιχεία που αφορούν στα υψηλά ποσοστά ανεργίας, με τους 1 εκ. ανέργους να διατηρούνται έως το 2020.

Τα ποσοστά και οι δείκτες που έχουν καταγραφεί και οδηγούν σε αρνητικές εκτιμήσεις για την απασχόληση τόσο σε ασφαλιστικό όσο και εργασιακό επίπεδο, υποδηλώνουν την ανάγκη μεταβολής των ακολουθούμενων πολιτικών, οι οποίες αποδεικνύονται όχι μόνο αναποτελεσματικές αλλά αντιθέτως λειτουργούν ενισχυτικά στη διόγκωση των προβλημάτων.

Υψηλή ανεργία έως το 2020

Μέσα στα τέσσερα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, από το 2009 έως το 2013, χάθηκαν 1 εκ. θέσεις εργασίας, οι οποίες για να αναπληρωθούν και να επιστρέψει η ανεργία στα επίπεδο προ κρίσης, με το ποσοστό της το 2009 να ανέρχεται σε 9,5%, θα απαιτηθούν τουλάχιστον 20 χρόνια και με δεδομένο ότι το ΑΕΠ θα παρουσιάζει ετήσια αύξηση 3,5-4%.

Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Σάββα Ρομπόλη, ο στόχος των 770.000 νέων θέσεων εργασίας, για τις οποίες έκανε λόγο ο πρωθυπουργός, αποτελούν στόχο που για να επιτευχθεί θα πρέπει η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ να ανέρχεται γύρω στο 8%.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έως το 2020 θα κινηθεί στο 1%- 1,5%, με αποτέλεσμα τη διατήρηση της ανεργίας μεταξύ 20%- 22%, και ο κ Ρομπόλης σημειώνει πως «το 27% της ανεργίας που έχουμε σήμερα -με τη συνέχιση αυτών των πολιτικών λιτότητας, περιορισμού των εισοδημάτων και της υπερφορολόγησης- το 2020 θα κινηθεί ανάμεσα στο 22%- 23% γεγονός το οποίο θα διατηρήσει το επίπεδο της ανεργίας υψηλό, δηλαδή για πάνω από 1.000.000 άτομα».

Διευκρινίζεται πάντως πως οι αριθμοί της πραγματικής ανεργίας από τα στατιστικά καταγεγραμμένα στοιχεία παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση, με την έρευνα όμως να έχει βασιστεί στα επίσημα στατιστικά στοιχεία, «για να έχουμε μια βάση δεδομένων αρκετά επιστημονική και τεχνικά έγκυρη».

Σύμφωνα με την έρευνα περίπου 850.000 εργαζόμενοι λαμβάνουν με καθυστέρηση τον μισθό τους, η οποία κυμαίνεται από έναν έως 12 μήνες, με τον μέσο πραγματικό μισθό στον ιδιωτικό τομέα να κυμαίνεται μεταξύ 750 με 800 ευρώ μεικτά, έναντι των 1.100 ευρώ στην αρχή της κρίσης, με ποσοστιαία μείωση 23% κατά μέσο όρο.

Στο ίδιο ποσοστό κυμαίνεται και μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, που καταγράφηκε την τελευταία πενταετία, η οποία έως το τέλος του 2014 θα επιστρέψει στα επίπεδα του 1995.

Ασφαλιστική ανεπάρκεια

Με το κυβερνητικό σενάριο να κρίνεται ανεδαφικό, περί ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, που θα ισχύσει για τα ασφαλιστικά ταμεία από 1/1/2015, δηλαδή χωρίς να λάβουν καμία χρηματοδοτική στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό, η διάρκεια ζωής τους φτάνει έως το 2016, εξαιτίας της διατήρησης των μειωμένων εσόδων που παρουσιάζουν.

Ως αιτίες της δεινής κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι ασφαλιστικοί φορείς, η έκθεση καταδεικνύει τις περικοπές των συντάξεων, τις μειώσεις του εφάπαξ, τις ενοποιήσεις των Ταμείων, την μείωση της κρατικής επιχορήγησης, την αύξηση της ανεργίας και τον αριθμό των νέων συνταξιούχων, που οδήγησαν στη μείωση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία από 26 δις ευρώ το 2009 έφτασαν το 2013 στα 4,5 δις ευρώ το 2013, μεταθέτοντας την οριακή τους κατάσταση έως το 2016.

Όπως ανέφερε ο κ. Ρομπόλης «Ανάμεσα σε δύο μελέτες μας το 2010 κι το 2013 βλέπουμε ότι το έτος κρίσης στην πρώτη ήταν το 2014 και στη δεύτερη το έτος κρίσης είναι το 2016. Επομένως, όλη αυτή η περιοριστική πολιτική που ασκήθηκε στην κοινωνική ασφάλιση στην ουσία μετατόπισε το έτος κρίσης μόνο κατά δύο χρόνια».

Οι προαναφερόμενες μεταρρυθμίσεις που μετάλλαξαν την λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα οικονομικά δεδομένα της κρίσης που δεν επέτρεψαν τις αποδόσεις που στους σχεδιασμούς επί χάρτου υπολογίστηκαν, προκάλεσαν την ανάγκη συνεχούς χρηματοδότησης του συστήματος ασφάλισης, όταν το αναλογιστικό έλλειμμα που θα πρέπει να καταβληθεί από τα Ταμεία έως το 2050, όπως προβλέπεται στην έκθεση, πρόκειται να φτάσει στα 540 δις ευρώ.

Η κεντρική αναλογιστική μελέτη, η οποία καταρτίζεται όπως ορίζεται στην αναθεώρηση του μνημονίου και κρίνεται απαραίτητη για την σύνταξη του νέου ασφαλιστικού νόμου που άμεσα θα κατατεθεί στη Βουλή, είναι αυτή που θα επικαιροποιήσει τα προαναφερόμενα στοιχεία.

Βάσει αυτής για την καταβολή των συντάξεων του 2016, θα καταβληθούν επιπλέον 950 εκ. ευρώ, το επιπλέον ποσό για το 2017 ανέρχεται σε 1,4 δις ευρώ και στα 2,5 δις ευρώ για το 2018.

Αμείλικτοι αριθμοί που οδηγούν στο λογικό συμπέρασμα περεταίρω μείωσης των κρατικών συντάξεων, που θα έχουν ως βάση τα 360 ευρώ της κρατικής διασφάλισης.

Μόνη λύση η διακοπή της λιτότητας

Βάσει των όσων δήλωσε ο κ. Ρομπόλης στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ευελιξία και η μείωση των μισθών δεν απέδωσαν, όπως αποδεικνύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προτείνοντας ως «εναλλακτική λύση, είναι η διακοπή της λιτότητας και η έναρξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την αύξηση των μισθών προκειμένου να ενεργοποιηθεί η ζήτηση στη χώρα μας».

Αναφέρθηκε στην ανάγκη διοχέτευσης ρευστότητας, ειδικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον πρέπει να στοχεύσουν στην αξιοποίηση και της εξωτερικής αγοράς, διότι η αξιοποίηση μόνο της εσωτερικής αγοράς δεν ταιριάζει σε μια διεθνοποιημένη οικονομία.

Αυτό πρακτικά σημειώνει ότι όπως «προκύπτει και από τους υπολογισμούς μας, μπορούμε να έχουμε μια πιο γρήγορη και πιο σίγουρη απορρόφηση της ανεργίας μέχρι το 2020».

Πέραν της χρηματοδότησης της οικονομίας και των ασφαλιστικών ταμείων, οφείλεται να αντιμετωπιστεί η ύφεση για τα ίδια τα άτομα και την κοινωνία, προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική.

Σχολιάζοντας τις πολιτικές αποφάσεις σχετικά με το συνταξιοδοτικό, ανέφερε πως δεν απέδωσε η αντίληψη ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας στην περιοχή των συντάξεων θα εξασφάλιζε πόρους για τη χρηματοδότηση του συστήματος, και αυτό διότι όσοι πόροι εξασφαλίστηκαν, απορροφήθηκαν από το υψηλό επίπεδο ανεργίας, την ανασφάλιστη εργασία και τους χαμηλούς μισθούς.

Ετικέτες: